Η ζωή δεν μετριέται από τον αριθμό των αναπνοών μας, αλλά από τις στιγμές που μας έκοψαν την ανάσα (George Carlin)


Αγαπώ τη Θάλασσα

Αγαπώ τη Θάλασσα.
Γιατί ξεκινάει με το θήτα των θέλω μου. Γιατί είναι ανοιχτή σαν τα άλφα που την απλώνουν. Γιατί το λάμδα της καμπυλώνει τη γλώσσα μου σε κύμα που σπάει μαλακά στο φράγμα των δοντιών μου. Γιατί τα σίγμα της μου χαϊδεύουν τ’ αφτιά σαν το φλοίσβο της σ’ έρημη παραλία.

Πέμπτη 30 Ιουλίου 2009

Μουσειακές αντιλήψεις

Με αφορμή το λογοκριμένο φιλμάκι του Κώστα Γαβρά για το μουσείο της Ακρόπολης, γεννιούνται μερικές απορίες:
Τι ρόλο μπορεί να παίξει ένα μουσείο για την Ακρόπολη, όταν αποσιωπά ένα κομμάτι της ιστορίας της;
Πόσο σύγχρονο μπορεί να θεωρηθεί ένα μουσείο, όταν ηθελημένα γίνεται δέσμιο παρωχημένων αντιλήψεων και αναχρονιστικών δυνάμεων;
Πώς ένα μουσείο θα επιχειρήσει να αναπτύξει έναν υγιή και ζωντανό διάλογο του παρόντος με το παρελθόν, όταν από τη μια το ίδιο το μουσείο διέπεται από οπισθοδρομικά σύνδρομα και από την άλλη προσεγγίζει το παρελθόν με προκρούστεια κατά το δοκούν μέθοδο;
Κατά πόσο είναι δυνατόν ένα τέτοιο μουσείο να υπηρετήσει την ιστορική γνώση και, κατά συνέπεια, την εθνική αυτογνωσία;
Οι Ελγίνοι ήταν και εξακολουθούν να είναι πολλοί! Ξένοι και ιθαγενείς!
Ως εκ τούτων, συμπερασματικό ερώτημα:
Πότε επιτέλους θα θεσμοθετηθεί ο διαχωρισμός του κράτους μας από την Εκκλησία;

Τετάρτη 29 Ιουλίου 2009

Η απειροελάχιστη στιγμή

Εκείνη η απειροελάχιστη στιγμή… Όταν όλες οι αρθρώσεις σου λύνονται και μαλακώνουν και γίνονται ξανά νηπιακές. Όταν νιώθεις ότι περπατάς σε πυκνές τούφες από βαμβάκι, χωρίς να βυθίζεσαι, γιατί καταργήθηκε η βαρύτητα. Όταν τα χέρια σου περιορίζονται στις ελάχιστες εκείνες κινήσεις που είναι απαραίτητες ίσα ίσα για να υπηρετήσουν εσένα και τις ανάγκες σου.
Εκείνη η απειροελάχιστη στιγμή… Όταν ο ικανοποιημένος ουρανίσκος σου προσκαλεί σε απολαυστική χαλάρωση το λαρύγγι σου. Όταν οι φωνές γύρω σου χάνουν την οξύτητά τους, αλλά ταυτόχρονα γίνονται πιο ευανάγνωστες. Όταν το έντονο φως αρχίζει μόλις να σ’ ενοχλεί, γιατί τα μάτια σου δεν αντέχουν τόση αποκάλυψη. Όταν κάθε κίνηση γύρω σου υποκύπτει στους ρυθμούς της δικής σου αντίληψης. Όταν κάθε σου νευρική απόληξη πρόθυμη υποδέχεται θερμά, αλλά και πρόσχαρα εκπέμπει μόνο ευχάριστα μηνύματα.
Εκείνη η απειροελάχιστη στιγμή… Όταν αρχίζεις να νιώθεις μέσα σου τελείως περιττά και παράλογα τα τείχη της άμυνάς σου. Όταν ενδόμυχες σκέψεις ξεπηδούν απαστράπτουσες στην επιφάνεια διεκδικώντας άρθρωση άμεση και διατύπωση αλογόκριτη. Όταν καταχωνιασμένα συναισθήματα εξεγείρονται ενάντια στη λογική διεργασία και επιχειρούν να κατοχυρώσουν την ελευθερία της αδιαμεσολάβητης εκδήλωσής τους. Όταν η γλώσσα, σε πλήρη ευεξία από τη γευστική ευωχία, κατακτά με οξύνοια την εύστοχη έκφραση, καθιστώντας σχεδόν προσιτή την άνετη επικοινωνία.
Είναι εκείνη η στιγμή που το οινόπνευμα χαρίζει τα δώρα του.
Στους πολλούς, τους άπληστους, που δεν θα σταματήσουν, γιατί δεν μπορούν να αξιολογήσουν –καμιά φορά ούτε που τα αντιλαμβάνονται– τα δώρα του, το οινόπνευμα επιφυλάσσει το γκρίζο της θολούρας και το κίτρινο της ναυτίας. Θα βουλώσει τ’ αφτιά τους, θ’ αλληθωρίσει τα μάτια τους, θα φυλακίσει τη γλώσσα τους σ’ ένα πέτσινο στόμα γεμάτο αόρατα βότσαλα. Θ’ ακινητοποιήσει το μυαλό τους, θα νεκρώσει τις αισθήσεις τους και θα αλλοτριώσει τα συναισθήματά τους.
Στους άλλους, τους ολίγους και ολιγαρκείς, που θ’ αναγνωρίσουν την ποιότητα της μεγαλοδωρίας του και θα εκτιμήσουν τη λεπτή της ευγένεια, το οινόπνευμα θα προσφέρει ένα επιπλέον, καλά κρυμμένο και μη υπεσχημένο, πολύτιμο έπαθλο: θα τεντώσει μέσα στο χρόνο την απόλαυση αυτής της απειροελάχιστης στιγμής.

Τρίτη 28 Ιουλίου 2009

Ο καθημερινός μας ρατσισμός

• Έγινα Τούρκος.
• Είσαι πολύ Κατίνα!
• Μη γίνεσαι γύφτος!
• Τελείως αμερικανάκι ο δικός σου.
• Δεν θα σου κάνω τη Φιλιππινέζα.
• Αυτή είναι γυναικουλίστικη συμπεριφορά.
• Καλά, Πόντιος είσαι;
• Έχει καβούρια στην τσέπη του, σκέτος Εβραίος.
• Φέρθηκε αντρίκια.
• Μήπως είσαι ξανθιά;
• Σκουπιδιάρης θα καταντήσεις!
• Κάτσε φρόνιμα, γιατί θα σε πάρει ο Αράπης.
• Λατίνος εραστής.
• Είναι παιδιά των βορείων/νοτίων προαστίων.

Δευτέρα 27 Ιουλίου 2009

Στην εποχή του φόβου

Τον 5ο π.Χ. αιώνα ο Θουκυδίδης καταθέτει την άποψη ότι «τό εὔδαιμον τό ἐλεύθερον, τό δ’ ἐλεύθερον τό εὔψυχον» (Θουκυδίδου Ἱστορία, Β, 43), έναν από τους πιο παλιούς και, κατά τη γνώμη μου, εύστοχους ορισμούς της ανθρώπινης ευδαιμονίας, της ανθρώπινης ευτυχίας. Την ταυτίζει με την ελευθερία, για την οποία ορίζει ως αναγκαία συνθήκη την ευψυχία, το θάρρος, τη γενναιότητα, την ψυχική ρώμη.
Από ακόμη παλιότερα –και μέχρι σήμερα– θεωρούμε ότι μία από τις θεμελιώδεις προϋποθέσεις για την επίτευξη της ανθρώπινης ελευθερίας είναι η εξασφάλιση της ελευθερίας της σκέψης και, κατ’ επέκταση, του λόγου.
Η εποχή μας έρχεται ν’ αποδείξει, εκ του αντιθέτου, την ορθότητα αυτών των θέσεων. Πόσοι άνθρωποι γύρω μας είναι πραγματικά ευτυχείς; Ελάχιστοι. Για ποιο λόγο; Επειδή ελλείπει η βίωση της ουσιαστικής ελευθερίας. Ποιο εμπόδιο ορθώνεται στο δρόμο της; Η απουσία της ελευθερίας σκέψης, λόγου και πράξης. Ποιος τρέφει και μεγεθύνει αυτό το εμπόδιο; Ο φόβος, ο ισχυρότερος εχθρός του ανθρώπου, γιατί τον υπονομεύει εκ των έσω.
Ο φόβος είναι ο πιστότερος σύμμαχος όσων επωφελούνται από την ανελεύθερη ανθρώπινη κατάσταση. Γι’ αυτό φροντίζουν να τον τροφοδοτούν συνεχώς και αδιαλείπτως σε όλα τα πεδία της ύπαρξης και δράσης του ανθρώπου. Φοβόμαστε για τη ζωή μας: γύρω μας υπερτονίζεται η απειλή του AIDS, της γρίπης των πουλερικών, των χοίρων, των τρελών αγελάδων, οι καύσωνες και οι πλημμύρες, η αύξηση της εγκληματικότητας, η απειλή της τρομοκρατίας. Φοβόμαστε τη φτώχια: γύρω μας διογκώνεται η απειλή της ανεργίας, η επιδείνωση της οικονομικής κρίσης, η αύξηση του μεταναστευτικού ρεύματος. Φοβόμαστε για την ταυτότητά μας: γύρω μας υπερπροβάλλεται ο κίνδυνος από «εχθρικές» γειτονικές χώρες, ο κίνδυνος από το διαφορετικό και το ξένο.
Φοβόμαστε και ακινητοποιούμαστε σαν τον πανικόβλητο λαγό. Φοβόμαστε και αδρανούμε. Φοβόμαστε και υποκύπτουμε σε εύπεπτα στερεότυπα, γιατί αδυνατούμε να σκεφτούμε. Φοβόμαστε και γινόμαστε καχύποπτοι. Φοβόμαστε και αποσυρόμαστε στην απομόνωση. Φοβόμαστε και γινόμαστε ανελεύθερα υποχείρια.
Φοβόμαστε γενικώς και γύρω μας τα πάντα, με ακαταπόνητη επιμέλεια, υποδαυλίζουν αυτόν τον ακατάπαυστο φόβο. Ελάχιστα διαφέρει η ψυχολογική μας κατάσταση από την ψυχολογία της εποχής του Ψυχρού Πολέμου, όταν οι άνθρωποι ζούσαν μέσα στη διαρκή αβεβαιότητα του αν θα υπήρχαν την επόμενη μέρα, επειδή τη ζωή τους άλλοι (ποιοι;) την κυβερνούσαν.
Από πού πηγάζει όλος αυτός ο φόβος; Πού οφείλεται η αδυναμία διατύπωσης απαντήσεων σ’ όλα τα φοβικά ερωτήματα; Ποια είναι η γενεσιουργός αιτία για όλες αυτές τις ανασφάλειες; Η άγνοια. Δεν γνωρίζουμε –και έχουμε κι εμείς ευθύνη γι’ αυτό– τα πραγματικά αίτια και τα πλήρη δεδομένα των καταστάσεων που καλούμαστε ν’ αντιμετωπίζουμε ατομικά και συλλογικά, αν και ζούμε στην εποχή της έκρηξης της πληροφορίας. Φοβόμαστε –και, γι’ αυτό δυστυχούμε– επειδή αγνοούμε. Και, ως προς αυτό, δεν διαφέρουμε διόλου από τους πρωτόγονους προγόνους μας που έντρομοι δαιμονοποιούσαν και προσκυνούσαν το άγνωστο.
Το αποτελεσματικότερο, λοιπόν, όχημα για την πορεία προς την ανθρώπινη ευτυχία είναι η αληθινή και ουσιαστική γνώση –και από το πόσο την παρέχει ένα εκπαιδευτικό σύστημα κρίνεται η πραγματική ποιότητά του. Η γνώση χαρίζει αυτοπεποίθηση, βασικό συστατικό της ψυχικής δύναμης που απαιτείται για την κατάκτηση και τη διατήρηση της ελευθερίας, που οδηγεί στην εσωτερική γαλήνη και, άρα, στην ευτυχία.

Πέμπτη 23 Ιουλίου 2009

Περί χημείας

Η βραδιά ξεκίνησε βιαστική, καθώς τα περισσότερα μέλη της μικρής συντροφιάς κατέφτασαν ακριβώς την ώρα που έπρεπε όλοι να καθίσουν στο τραπέζι. Δεν δόθηκε έτσι ο απαραίτητος χρόνος για τις πρώτες -αμήχανες τις πιο πολλές φορές- αναγνωριστικές διεργασίες ανάμεσα σε ανθρώπους, που δεν είναι όλοι μεταξύ τους στενοί φίλοι, αλλά σχηματίζουν στο κάλεσμα μιας οικοδέσποινας μια παρέα για να περάσουν μαζί μερικές ώρες. Αυτές οι πρώτες στιγμές μιας τέτοιας βραδιάς είναι πάντα κρίσιμες, γιατί φορτίζονται από την προσδοκία της ευχαρίστησης, αλλά ταυτόχρονα κουβαλούν και την ανησυχία για την πιθανότητα μιας ακόμη τυπικής κοινωνικής συνύπαρξης, ιδιαίτερα εκ μέρους των φανατικά επιφυλακτικών μοναχόλυκων.
Οι πρώτες κουβέντες, λοιπόν, είχαν αφορμή την πολλάκις αποδεδειγμένη μαγειρική τέχνη της οικοδέσποινας. Πιο εκφραστικά όμως ήταν τα μουγκρητά γαστρονομικής απόλαυσης που ακούγονταν κάθε τόσο γύρω από το τραπέζι, κατά παράβαση βασικών κανόνων καλής συμπεριφοράς και, γι' αυτό, τόσο ειλικρινή. Οι αισθήσεις της όρασης, της όσφρησης και, βέβαια, της γεύσης, ικανοποιημένες πια, άνοιγαν το δρόμο και γι' άλλες απολαύσεις. Ο ευλογημένος χυμός των σταφυλιών χαλάρωνε τις άμυνες των κοινωνικών συμβάσεων, χωρίς όμως να θολώνει στους ατμούς του τη συζήτηση. Έτσι αυτή οδηγήθηκε απρόσκοπτα στην αναζήτηση κοινών τόπων μέσα από το ξεδίπλωμα των κρίκων που συνέδεαν τα άτομα γύρω από το τραπέζι και τα μετέτρεπαν από απλούς συνδαιτυμόνες σε μέλη μιας ζεστής, χαλαρής και ωστόσο κεφάτης, ολοζώντανης συντροφιάς.
Σε μια ανεπαίσθητη, ανύποπτη κι ανυποψίαστη, μη προσδιορίσιμη εκ των υστέρων, στιγμή μια χορδή τεντώθηκε. Μια χορδή ευαίσθητη για τα περισσότερα μέλη της συντροφιάς. Οι τόνοι ανεβοκατέβαιναν, η ένταση ανάδευε συνεχώς το μείγμα των θέσεων και των αντιθέσεων πριν προλάβουν να σχηματίσουν την κρούστα της ακινησίας, αδιάλειπτα κατασκευάζοντας και διαλύοντας νέα αθροίσματα απόψεων, επιχειρημάτων, παραδειγμάτων. Οι προσωπικότητες ξεδιπλώνονταν -και αποκαλύπτονταν άλλοτε αργά και άλλοτε γοργά, πάντα όμως γοητευτικά. Βιώματα, ευαισθησίες, εμμονές, τραύματα, πάθη έβγαιναν στην επιφάνεια, ακόμη κι όταν προσπαθούσαν να καλυφθούν με το μανδύα της ψύχραιμης εγκεφαλικότητας. Θυμός, γέλιο, παράπονο, ειρωνεία, συμπόνια, συγκατάβαση, μαχητικότητα και σκεπτικισμός στήσανε το δικό τους χορό γύρω και πάνω από το τραπέζι. Πάνω απ' όλα όμως υπήρξε ενδιαφέρον, ζωντάνια. Όλοι ένιωσαν το αίμα να κυλάει ορμητικό, νεανικό, παρά τις αρκετές δεκαετίες εμπειριών που κουβαλούσε ο καθένας. Το πάθιασμά τους αναδείκνυε την ειδικού βάρους νεανικότητά τους. Και όλα αυτά με αφετηρία ένα σεβασμό προς τον άλλο, κατοχυρωμένο a priori ανεξήγητα, με αφετηρία μια διάθεση ν' ακουστεί ο άλλος, διάθεση ειλικρινή, ανεξάρτητα αν κατάφερνε ή όχι να πραγματωθεί σ' όλες τις περιπτώσεις.
Η συντροφιά διαλύθηκε, χαλαρή και πλήρης, όταν με έκπληξη έγινε αντιληπτός ο απρόσμενα μεγάλος αριθμός των ωρών που είχαν κυλήσει ενεργειοβόρες κι ενεργειογόνες. Και η πληρότητα αυτή που απολάμβανε ο καθένας, καθώς ευδιάθετος απομακρυνόταν από το φιλόξενο σπίτι, είχε να κάνει με κάτι πολύ περισσότερο από το χορτάτο στομάχι του και κάτι πολύ βαθύτερο από τη γαστρονομική του ικανοποίηση.
Η άξια οικοδέσποινα είχε αποδείξει, γι' άλλη μια φορά, ότι ήταν εξαιρετική στη χημεία όχι μόνο σ' ό,τι παρέθετε πάνω στο τραπέζι της, αλλά και σ' αυτούς που συγκέντρωνε γύρω απ' αυτό καταθέτοντας μια σύγχρονη εκδοχή του αρχαίου συμποσίου.
Αφιερωμένο στη N.B.

Τρίτη 21 Ιουλίου 2009

Τάξη και φύλο

Παρακολούθησα κάποτε σε μια συζήτηση παρέας την αντιπαράθεση δύο απόψεων για την αντιμετώπιση των διακρίσεων με βάση το φύλο.
Η μία πλευρά υποστήριζε ότι οι έμφυλες διακρίσεις επισημαίνονται σ' όλες τις κοινωνίες, ανεξάρτητα από τη διάρθρωσή τους. Η καταπίεση των γυναικών, έλεγε, είναι μια θεμελιακή ανισότητα και, γι' αυτό, πρέπει ν' αποτελεί μια από τις πρωταρχικές διεκδικήσεις κάθε κοινωνικού αγώνα.
Η άλλη πλευρά διατεινόταν ότι προέχει η ταξική πάλη ως έννοια πλάτους, στην οποία εντάσσεται ως έννοια είδους η γυναικεία απελευθέρωση. Το ισχυρότερο επιχείρημα αυτής της άποψης είναι ότι σε μια αταξική κοινωνία καταργείται η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, άρα και η καταπίεση της γυναίκας από τον άντρα.
Το ζήτημα είναι παμπάλαιο και, συνήθως, παρουσιάζεται σχηματικά, αν όχι και επικινδύνως απλουστευτικά. Τι γίνεται, λόγου χάρη, αν προσμετρήσουμε και άλλες μεταβλητές, όπως ο πολιτισμικός ή ο θρησκευτικός παράγοντας; Θα μου πείτε, αυτοί αποτελούν μέρος του εποικοδομήματος. Ναι, αλλά, μέχρι να διαμορφωθεί νέο εποικοδόμημα, τι θα εξακολουθήσει να συμβαίνει; Ζωές θα καταστρέφονται ή και θα χάνονται.
Παίρνω ως αφορμή για προβληματισμό περιστατικά που έχουν κοινό παρονομαστή τις ίδιες θρησκευτικές επιταγές, τον τρόπο δηλαδή με τον οποίο αντιμετωπίζουν οι μουσουλμάνοι φονταμενταλιστές τη γυναίκα σε περίπτωση μοιχείας (τι όρος κι αυτός! και με πόσο ελαστικές ιδιότητες!). Στη μία ομάδα των περιστατικών εντάσσεται η συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων με τραγικό τέλος. Η άλλη ομάδα περιλαμβάνει τις ελάχιστες -η ψυχή τους να τις κάνεις αίσιες- εξαιρέσεις που, ωστόσο, επιβεβαιώνουν τον κανόνα.
Ως υπόθεση εργασίας ας αντιστρέψω κατά τι την εικόνα: Τι θα γινόταν, αν σ' αυτές τις κοινωνίες εξέλιπε παντελώς η οικονομική ανισότητα; Θα επιζούσαν όλες αυτές οι γυναίκες; Ή, στο όνομα της ισότητας* θα θανατώνονταν όλες;
*Αυτή την ισότητα δεν επικαλείται και η πρόσφατα αναγγελθείσα ανατροπή των ασφαλιστικών "προνομίων" των εργαζομένων γυναικών;

Παρασκευή 17 Ιουλίου 2009

Πες μου, γιαγιά

- Άσε την Κοκκινοσκουφίτσα και τα εφτά κατσικάκια, γιαγιά. Πες μου για τότε που ήσουνα μικρή, εκεί στον Μπουρνόβα.
- Αχ, τζιγιέρι μου! Δύσκολα τα μικράτα μου... Τι τα θες τώρα; Άσ' τα καλύτερα...
- Έλα, γιαγιάκα, πες μου! Πες μου για τότε στα χωράφια.
- Μποστάνια ήτανε, χαρά μου, μποστάνια. Μας έπαιρνε, που λες, ο πατέρας μου μες στη νύχτα και ξεκινούσαμε. Έπρεπε χαράματα να είναι πια όλα έτοιμα ν' αρχινίσει η δουλειά. Ουρά, λοιπόν, στο σκοτάδι τα μουλάρια, μπροστά αυτός και τ' αδέρφια του, δεξιά ζερβά τα μεγάλα τα παιδιά και πίσω οι γυναίκες.
- Κι εσύ, γιαγιά; Κι εσύ;
- Εμάς τα μικρά μας βάζανε στ' άδεια κοφίνια. Κάτι τόσα τεράστια κοφίνια που κρεμούσανε στα ζωντανά κι από τις δύο πάντες. Η ζαλάδα από το κούνημα μας νανούριζε. Σα γυρνούσαμε, αυτά τα κοφίνια θα 'τανε γιομάτα με τον καρπό κι εμείς με τα πόδια κρατώντας την ουρά του μουλαριού ή από δίπλα. Δε θα ξεμέναμε, βλέπεις, πίσω μιας και τα φορτωμένα ζωντανά βαριοπατούσανε.
- Και μετά, γιαγιά;
- Και μετά τι; Μετά φτάναμε. Οι μεγάλοι αρχισούσανε αμέσως τη δουλειά κι εμείς τα μικρά αγουροξυπνημένα τρώγαμε ψωμί κι ελιές, κόβαμε και καμιά ντομάτα, χωρίς να μας φωνάζει κανείς για τα ζουμιά που τρέχανε. Μέχρι να πάρουμε μπρος να σκανταλέψουμε, είχανε προκάμει οι μεγάλοι το πιο πολύ το μάζωμα. Μας άφηναν, το λοιπό, να δώκουμ' ένα χέρι, τάχα μου πως βοηθάμε κι εμείς, να μαθαίνουμε. Πιότερο θέλανε να γλιτώσουνε την γκρίνια και τη μουρμούρα μας.
- Ωραία ήτανε! Ε, γιαγιά;
- Καλά, μανάρι μου. Όσο ήμασταν μικρά, καλά ήτανε. Μες στις πρασινάδες. Στο παχύ το χώμα. Με τα κρύα τα νερά μας. Αχ, Παναγιά μου...
- Μόνο καλά, γιαγιά;
- Δε μου άρεσε, μαθές, τα βράδια ν' ακούω τους λύκους. Μακριά κι απόμακρα ήτανε, δε λέω, αλλά εγώ τους άκουγα και διόλου δε μ' άρεσε. Κι απέ ήτανε και τα φίδια...
- Είχατε και φίδια, γιαγιά; Τι φίδια; Μεγάλα;
- Δεντρογαλιές και όχεντρες, καρδιά μου. Θεός να μας φυλάει! Του διαόλου πράματα!
- Είχανε δηλητήριο, γιαγιά, έτσι δεν είναι; Και τι κάνατε τότε;
- Τις τραβούσε, βλέπεις, το γάλα. Είχαμε και πολύ μικρά παιδιά μαζί, μερικά ήτανε βυζανιάρικα ακόμα. Οι μανάδες τους έπρεπε κι αυτές να δουλέψουνε. Βουρ, το λοιπό, και τα μωρά μαζί. Αλλά είχανε το νου τους οι άντρες. Να δεις, μια φορά, ο πατέρας μου το πώς πρόκαμε κι άρπαξε δυο όχεντρες, μια στο κάθε του χέρι, από την ουρά κι αρχίνισε γοργά να τις στριφογυρνά πολλές φορές ψηλά κι απέ τις σβάρνησε με δύναμη χάμω και τα 'λυωσε τα κεφάλια τους...
Τα ορθάνοιχτα μάτια του παιδιού παρακολούθησαν εκστατικά τα χέρια της γιαγιάς που σβούρισαν τον αέρα σαν έλικες. Έβλεπαν τα φίδια ζαλισμένα, παραδομένα στη δύναμη και την τέχνη του προπάππου κι ύστερα τα είδαν διαλυμένα, μαύρα και κόκκινα, στο πάτωμα του δωματίου του.
Τι να τον κάνει τον Κοντορεβυθούλη και τον κακό το λύκο; Εδώ μύριζε χώμα και νερό και αλεπούδες και κουρούνες και σταφύλια και ντομάτες και δροσιά και λιοπύρι και γδαρμένα γόνατα κι αγκαλιά... Τι αγκαλιά!
Αχ, καλέ γιαγιά!
Αφιερωμένο στη γιαγιά μου,
που ανάλωσε τη ζωή της σε τρεις ηπείρους

Πέμπτη 16 Ιουλίου 2009

Καλοκαίρι στη μεγάλη μας πόλη

Μοναχική βραδιά του Ιουλίου στην πόλη.
Το ελαφρό βοριαδάκι που ξεγελούσε το ιδρωμένο δέρμα, όσο είχε ακόμη φως, κουράστηκε και παραιτήθηκε. Το θερμόμετρο σκαρφαλώνει στ’ αγαπημένα του κόκκινα σκαλοπάτια.
Οι ορθάνοιχτες μπαλκονόπορτες και τα παράθυρα στόματα διψασμένα που, αντί να βρουν την πολυπόθητη δροσιά, φτύνουν τηλεοπτικούς ήχους θαρρείς και τα διαμερίσματα βρήκαν το καθένα τη φωνή του για να ξεσπάσουν επιτέλους, έστω και σ’ αυτόν τον ακατάληπτο καυγά. Τα φυλακισμένα στις αχνισμένες πολυκατοικίες σκυλιά έχουν ξεκινήσει από ώρα τη δική τους περιφρονημένη διαμαρτυρία. Πού και πού τα τζάμια στήνουν τρελό τρεμουλιαστό χορό απαντώντας στα μπάσα από κάποιο αμάξι που περιφέρει το καινούργιο του ηχοσύστημα. Μια σειρήνα απομακρύνεται στη λεωφόρο αφήνοντας πίσω την κόκκινη στριγκλιά της. Στη γωνία το μαρσάρισμα της κομμένης εξάτμισης με πολυβολισμούς κορτάρει προκλητικά την επερχόμενη φρενοπάθεια. Στα μικρά διαλείμματα τα ζάρια κροταλίζουν στο τάβλι και τα πούλια πλακώνουν τις πόρτες φωνάζοντας κι αυτά: φεύγα.
Αυτό είναι: να φύγει. Να φύγει. Να πάει πού;
Ανοίγει την εξώπορτα, βγαίνει στο δρόμο. Η γειτονιά στενάζει στο σκοτάδι μακριά από τον εαυτό της. Έχει χάσει τη μιλιά της, τους ήχους της, τις μυρωδιές της. Δεν ακούει πουθενά κουβεντολόι. Δεν καταφέρνει να υποκλέψει κανένα κακαριστό γέλιο, αδικαιολόγητο στην απόστασή του αλλά μεταδοτικό σαν καλοδεχούμενη παλιά παιδική αρρώστια. Δεν μοιράζεται άγνωστα κλάματα. Ακόμα κι ο πόνος έχει γίνει πνιχτός. Τα φυτά στις γλάστρες δεν μυρίζουν πια. Προσπαθεί να θυμηθεί πότε είδε και μύρισε τελευταία φορά γιασεμί, μπουγαρίνι, νυχτολούλουδο. Δεν τα καταφέρνει. Κάποτε τα λουλούδια κολλημένα στους τοίχους αγκάλιαζαν με το άρωμά τους δροσερά τους ανθρώπους. Τώρα το πράσινο άλλαξε κι αυτό θέση και σφιχτοδένει τα κάγκελα των μπαλκονιών πυκνώνοντας το μοντέρνο τείχος προστασίας από αδιάκριτα βλέμματα.
Η άσφαλτος χοχλακίζει. Κάνει τα βήματα να κολλάνε. Ακούμπησε σ’ ένα στύλο. Ρύποι γέμισαν τα ρούχα, αλλά όχι σκόνη, όχι χωμάτινη σκόνη. Ψάχνει να βρει λίγο χώμα, καμιά πέτρα να μοιραστούν τη δίψα τους. Ακούει την απουσία τους στις κοροϊδευτικές σταγόνες των κλιματιστικών που προσθέτουν το βόμβο τους στον αχό της πόλης. Σ’ ένα σταυροδρόμι μπόρεσε να στριμώξει λίγο ουρανό. Δεν βρήκε όμως κανένα αστέρι. Πιστεύει ότι τα έσβησε όλα η βενζίνη που μπουκώνει τα ρουθούνια κάνοντας και τη μυρωδιά των σκουπιδιών λιγότερο ενοχλητική. Τα σκουπίδια τουλάχιστον θυμίζουν κάτι από ανθρώπινη παρουσία.

Τετάρτη 15 Ιουλίου 2009

...και με τον νόμο, τώρα!

"Φαντασία χωρίς πραγματικότητα είναι κάκτος χωρίς αγκάθια και πραγματικότητα χωρίς φαντασία είναι καφές χωρίς τσιγάρο" (Χανίφ Κιουρέισι, συγγραφέας και σεναριογράφος, μεταξύ άλλων, και της ταινίας Ωραίο μου πλυντήριο: My beautiful laundrette).
Δηλαδή, σύμφωνα τουλάχιστον με τον καινούργιο αντικαπνιστικό νόμο: Απαγορεύεται η φαντασία στους κλειστούς δημόσιους χώρους της Ελλάδας, όπως και μερικών άλλων κρατών!!!
Να υποθέσω ότι αλλού επιτρέπεται;

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2009

Χαμόγελα

"Χαμογελάτε! Κάνει τους άλλους ν' ανησυχούν", έλεγε το σύνθημα στον τοίχο. Γιατί ένα χαμόγελο μπορεί να μας βάλει σ' ανησυχία;
Πρώτ' απ' όλα γιατί μας κάνει ν' αναρωτιόμαστε μήπως εμείς το προκαλούμε. Κοιτιόμαστε στον καθρέφτη -κυριολεκτικά ή μεταφορικά- και ψάχνουμε μήπως κάτι στην εικόνα μας ή τη στάση μας προσκαλεί σε θυμηδία, κάτι που τρομοκρατεί τους περισσότερους από μας. Έπειτα, γιατί υποθέτουμε ότι αυτός που χαμογελά ξέρει κάτι που εμείς αγνοούμε κι αυτό μας κάνει να νιώθουμε άβολα, μειονεκτικά, ακόμα και ηλίθιοι.
Άλλωστε, το χαμόγελο είναι εκδήλωση ευδιαθεσίας και χαλαρότητας. Σε μια συγκρουσιακή, λοιπόν, κατάσταση το χαμόγελο υπονοεί αίσθηση ασφάλειας και αυτοπεποίθησης, πράγμα που δίνει προβάδισμα έναντι του "αντιπάλου" στο ψυχολογικό πεδίο. Αισθάνεται τα "όπλα" του αποδυναμωμένα. Εξωθείται ν' αρχίσει να κοιτάζει πίσω από την πλάτη του και να ψάχνει να βρει το αδύναμο σημείο στα νώτα του. Και μόνο το γεγονός ότι μπαίνει σε θέση άμυνας δείχνει την ισχύ του πλεονεκτήματος που κερδίζει αυτός που μειδιά.
Στις μέρες μας τα περισσότερα ερεθίσματα που δεχόμαστε από το στενό και ευρύτερο περιβάλλον μας είναι από δυσάρεστα μέχρι και θλιβερά. Το χαμόγελο προβάλλει, λοιπόν, σαν ένα ισχυρό αντιβιοτικό κατά της απομόνωσης και της κατάθλιψης, που αποτελούν τις πιο ευρέως διαδεδομένες αλλά και διαρκώς υποδαυλιζόμενες ασθένειες της εποχής μας.
Ένας αδιάλειπτος καταιγισμός δυσοίωνων και φοβικών μηνυμάτων σκοτεινιάζει τον ουρανό της ζωής μας, προσωπικής και συλλογικής. Η απαισιοδοξία και η παραίτηση που αυτή επιφέρει μας ακινητοποιούν. Η παθητικότητα και η αδράνεια, όμως, των πολλών ποιον βολεύει; Ποιους υπηρετούν η ανασφάλεια, ο φόβος, η απόγνωση; Το χαμόγελο, τώρα, μετατρέπεται πια και σ' ένα πρώτο βήμα αντίστασης. Στα μάτια της χωρίς χιούμορ εξουσίας αποτελεί ισχυρή ένδειξη αμφισβήτησης. Έτσι, καθώς το χαμόγελο είναι μεταδοτικό και, παράλληλα, λειτουργεί συχνά ως προάγγελος του γέλιου, θέτει σε συναγερμό την κάθε εξουσία. Μην ξεχνάμε, εξάλλου, την ανατρεπτική δύναμη που έχει ως χαρακτηριστικό το γέλιο. Τι φοβάται περισσότερο η όποια εξουσία από την ίδια την ανατροπή της;
...Εσείς πότε χαμογελάσατε τελευταία;

Πέμπτη 9 Ιουλίου 2009

Τεκμηριώνοντας τον Ηράκλειτο

Λειτουργεί στη ζωή με μια διαρκή αντίφαση, βίαιη, συγκρουσιακή, διχοτομική. Πολλές φορές αυτή σπάζει σε μια σειρά από επί μέρους, συχνά ταυτόχρονες, αντιθέσεις.
Είναι εγκεφαλικός και, κατά βάθος, επιφυλακτικός τύπος, αλλά ο αυθορμητισμός, η ένταση και το απόλυτο της συναισθηματικής συμπεριφοράς διεκδικούν ακατάπαυστα την επικυριαρχία από την ψύχραιμη λογική. Αναζητούσε διακαώς δασκάλους και πρότυπα ζωής, όμως την ίδια στιγμή τα αμφισβητούσε, τα υπέσκαπτε, τα γκρέμιζε.
Βάζει πάνω απ' όλα την οικογένεια, εντούτοις οικογένεια δεν δημιούργησε. Σπούδασε, μελέτησε και λατρεύει το παρελθόν, αλλά προσπαθεί επίμονα να παρακολουθεί τη σύγχρονη τεχνολογία και σαγηνεύεται από τις άγνωστες δυνατότητες του μέλλοντος. Αν και βαθύτατα ανασφαλής, διάλεξε ως επάγγελμα να διδάξει. Και, ως εκ τούτου, ασκεί εξουσία, ενώ τη μισεί.
Αντλεί την ύψιστη ηδονή από κάθε είδους σωματική απόλαυση, αλλά γοητεύεται από τις πνευματικές αναζητήσεις, στις οποίες και αναλώνεται. Ποθεί την επικοινωνία, χωρίς όμως σχεδόν ποτέ να κάνει το πρώτο βήμα, οπότε και εκφράζεται λακωνικά, κοφτά. Αγαπά τον άνθρωπο, ωστόσο φοβάται τους ανθρώπους. Γι' αυτό και έχει λίγους φίλους, παρόλο που θεωρεί πολύτιμο θησαυρό τη φιλία. Θυμώνει συχνά και έντονα, αλλά οι άλλοι βλέπουν συμπεριφορά υπομονετική, διαλλακτική, ευγενική. Επιδιώκει την ειλικρίνεια, νιώθει όμως ανειλικρινής. Έχει ξεκάθαρες και αυστηρές προσωπικές ηθικές περιχαρακώσεις, παρά την ανοχή και την κατανόηση που εισπράττει ο προσφιλής περίγυρος.
Μολονότι βιώνει βαθύτατα τη διαφορετικότητα σε πάμπολλα πεδία και δεν έχει καμία διάθεση να την απαρνηθεί, αισθάνεται επιτακτική την ανάγκη της ένταξης σε σύνολο, την παραμυθία του ανήκειν. Ίσως φταίει το ότι πρωτόειδε το φως κι έκανε τα πρώτα βήματα σε μια χώρα, της οποίας δεν είχε την ιθαγένεια, αλλά την αγάπησε πολύ ως γενέθλια. Έκανε τη γνωριμιά της ζωής ανάμεσα σε αλλόγλωσσα και αλλόθρησκα πρόσωπα, αλλά η απόσπαση από αυτά δεν έγινε με ομαλό τρόπο. Από την άλλη, όταν βρέθηκε στην ανέκαθεν και μακρόθεν αγαπημένη πατρίδα, αυτή ακριβώς η εμπειρία έφερε την αποξένωση. Υπογράμμισε μια διαφορετικότητα, που ασφαλώς δεν επιθυμεί μεν, υφίσταται δε αναντίρρητα.
Ένας διαρκής εσωτερικός εμφύλιος η ζωή, με πολυπόθητη έκβαση την παλίντονο αρμονία.

Τρίτη 7 Ιουλίου 2009

Περί θανάτου και ζωής μετά από αυτόν (2)

Έχουμε συνηθίσει με τη χρήση του όρου "μετά θάνατον ζωή" να εννοούμε τη συνέχιση της ύπαρξης του θανόντος. Είτε πρόκειται μελλοντικά για τον εαυτό μας, όταν έρθει εκείνη η κρίσιμη στιγμή, είτε για προσφιλή μας πρόσωπα. Σπάνια σκεφτόμαστε αυτό το ζήτημα για ανθρώπους, που στη διάρκεια της ζωής τους μας άφησαν αδιάφορους ή τους αντιπαθήσαμε ή και τους μισήσαμε.
Όντας κατ' εξοχήν εγωπαθές ον, ο άνθρωπος περιστρέφει ακόμη και τους φιλοσοφικούς του στοχασμούς γύρω από τον εαυτό του και από εκεί τους εξαπλώνει με ομόκεντρους κύκλους, που μπορεί να επεκτείνονται όλο και ευρύτερα, μπορεί όμως και όχι.
Είναι πολλά τα μεγάλα πνεύματα που επιχείρησαν να δώσουν απάντηση στο ερώτημα τι γίνεται μετά το θάνατο. Πολλές απαντήσεις επικεντρώθηκαν στον άνθρωπο, ξεχωρίζοντάς τον από τα υπόλοιπα έμβια όντα ως το μόνο έμψυχο. Αλλά, τι είναι ψυχή; Κάποιες άλλες απαντήσεις, με αφετηρίες από τη μια τη στενή συναισθηματική σχέση του ανθρώπου με κάποια ζώα και από την άλλη την κεντρική ιδέα της μετεμψύχωσης, συμπεριέλαβαν στα φιλοσοφικά τους οικοδομήματα και τα ζώα. Ωστόσο, επιστημονικές μετρήσεις κατέγραψαν αλλαγές στο μαγνητικό πεδίο φυτών, οι οποίες πλησιάζουν πολύ σ' αυτό που θα ονομάζαμε ψυχολογική αντίδραση. Οπότε; Τα κενά των σχετικών απαντήσεων είναι τόσα ώστε να μην πείθομαι.
Δεν ξέρω, επομένως, αν υπάρχει κάτι πέρα από το θάνατο, τη μόνη σιγουριά της ζωής μας. Ξέρω, όμως, ότι σίγουρα πέρα από αυτό το τελικό όριο δεν υπάρχει ζωή, όχι πάντως με το συγκεκριμένο περιεχόμενο και τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά που αποδίδουν οι ζώντες σ' αυτόν τον όρο. Αν υπάρχει κάτι, αυτό είναι εντελώς διαφορετικό από αυτό που βιώνουμε εν ζωή. Και η γλώσσα δεν μπορεί να σχηματίσει λέξεις ή όρους για οτιδήποτε δεν εμπίπτει στην ανθρώπινη εμπειρία, υλική, συναισθηματική ή πνευματική.
Οδηγούμαι, λοιπόν, στην άποψη πως η μόνη βεβαιότητα που έχουμε είναι ότι ζωή -ως βίος, ως βίωμα- μετά θάνατον συνεχίζει να υφίσταται μόνο για όσους εξακολουθούν να ζουν. Άλλωστε, αυτούς κυρίως αφορά ο πόνος του θανάτου και, συνεπακόλουθα, η καταφυγή στην προσδοκία πως υπάρχει κάτι επέκεινα της τελευτής.
Ταυτόχρονα, από αυτήν ακριβώς τη σκέψη προκύπτει και η "δικαιοδοσία" των ζωντανών να αξιολογήσουν τη ζωή του εκλιπόντος, κατά πόσο συνεισέφερε ή κατά πόσο έβλαψε την κοινή υπόθεση, την περιπέτεια της ζωής όλων των εμβίων. Η αξιολόγηση αυτή θα καθορίσει το είδος, τη διάρκεια και την ευρύτητα της εμβέλειας που θα έχει η ανάμνησή του, η υστεροφημία του, όπως έλεγαν οι αρχαίοι. Μόνο που -το ξεκαθαρίζω και πάλι- αυτό δεν αφορά τον τεθνεώτα, ως δόξα ή φήμη, ως υπέρτατη ανταμοιβή ή τιμωρία. Οι μετά θάνατον συνθήκες, αν υπάρχουν, είναι άγνωστες. Αυτό αφορά τους ζωντανούς και τις γνωστές μας συνθήκες και περιστάσεις. Αφορά τους ζώντες και την ποιότητα του βίου τους, υλικού, συναισθηματικού, αισθητικού, πνευματικού και ηθικού.
Η συζήτηση, συνεπώς, περί της ευτυχίας αποκτά επιπλέον διαστάσεις. Η ευτυχία, που επιμένω ότι είναι καθαρά προσωπικό βίωμα του κάθε ανθρώπου, αντλείται και προσδιορίζεται από τις ηθικές του αντιλήψεις, την αισθητική του ευαισθησία και την κοινωνικοπολιτική του στάση. Από το πόσο περιορισμένες και κοντόφθαλμες είναι οι προσλαμβάνουσές του ή το πόσο αλληλέγγυος νιώθει προς όλους/όλα, όσοι/όσα θα ζήσουν μετά από αυτόν. Είτε τους/τα αγάπησε είτε όχι. Είτε τους/τα γνώρισε είτε όχι. Είτε ζουν είτε δεν έχουν γεννηθεί ακόμη.
Εδώ έγκειται η μεγάλη πρόκληση για τον άνθρωπο: να κατορθώσει να κάνει τη μεγάλη υπέρβαση, αυτήν του εαυτού του. Να καταφέρει δηλαδή να υποτάξει το πολύτιμο ατομικό εγώ του στην υπηρεσία ενός ευρύτερου συνόλου, όχι μόνο παναθρώπινου, αλλά και συμπαντικού. Όχι μόνον οικείου, αλλά και -το δυσχερέστερο- αγνώστου.

Δευτέρα 6 Ιουλίου 2009

Θερμή παράκληση

Δεν θέλω πια ούτε ν' ακούσω ούτε να δω ούτε να διαβάσω καμιά επιπλέον πληροφορία για τον Michael Jackson.
Ευχαριστώ.

Κυριακή 5 Ιουλίου 2009

Περί ευτυχίας (1)

Ξαφνικά τα μαθητικά ακούσματα -η κραυγή του Κροίσου πάνω στην πυρά "Σόλων! Σόλων!"- φωτίζεται από άλλη γωνία. Ο αρχαίος σοφός φαντάζει τώρα να έχει σπείρει ένα από τα πρώτα σποράκια, από τα οποία θα φυτρώσει η φιλοσοφία της ολοκληρωτικής απάρνησης του εαυτού.
Ή μήπως η επιλογή του συγκεκριμένου ανεκδότου και η κατάλληλη εκπαιδευτική αξιοποίησή του υπηρετούσε την αναζήτηση στηριγμάτων που θα τεκμηρίωναν σε σχήμα πρωθύστερου την ορθότητα νεότερων αντιλήψεων; Κάτι ανάλογο, ίσως, με εκείνο τον αλήστου -δυστυχώς!- μνήμης χαρακτηρισμό του Σωκράτη ως του πρώτου, προ Χριστού, χριστιανού;
Όπως και να 'χει, και στις δύο περιπτώσεις, δηλαδή και στην ηροδότεια αναφορά στον Σόλωνα και στη σύγχρονη επιφυλλίδα, γίνεται μια ανεπαίσθητη σημασιολογική μετατόπιση της έννοιας της ευτυχίας. Και τα δύο κείμενα φαίνονται ότι μιλούν για την ευτυχία, ενώ στην πραγματικότητα ασχολούνται με την αποτίμηση της ευτυχίας κάποιου από τρίτους.
Γιατί τι είναι ευτυχία; Είναι ένα αίσθημα ή συναίσθημα εξαιρετικά έντονης, πνευματικής αλλά και σωματικής, ευεξίας που βιώνει ένα υποκείμενο στιγμιαία ή, έστω, για μια μικρή χρονική περίοδο της ζωής του.
Είναι η πληρότητα που παραμυθεί την ψυχή μετά από μια χαλαρή, ειλικρινή, αδιαμεσολάβητη επαφή με άλλους ανθρώπους. Είναι η γαλήνη που καταλαγιάζει το ταραγμένο πνεύμα μετά την απόλαυση ενός καλλιτεχνικού γεγονότος, μιας παράστασης, ενός γλυπτού, ενός κονσέρτου, μιας ταινίας, ενός βιβλίου. Είναι η ανακούφιση που γενναιόδωρα προσφέρει μια σφιχτή γεμάτη εμπιστοσύνη παιδική αγκαλιά. Είναι η έκσταση που βιώνει το υποκείμενο στην αρμονική του ένωση με τη φύση μπροστά σε μια λαμπρή ανατολή ή μια παρήγορη δύση. Είναι το μεγαλείο κι η μεγαλοψυχία που χαρίζει η συμφιλίωση με τον μέγα μας αντίπαλο, τον εαυτό μας, μετά την επίτευξη ενός δύσκολου στόχου.
Η ευτυχία είναι βίωμα βραχύβιο, έντονο και εξαιρετικά σπάνιο. Η σπανιότητα αυτή αποδίδεται από το ίδιο το όνομά της: ευ-τυχ-ία είναι η εύνοια της τύχης ή, αλλιώς, ευ-δαιμον-ία είναι η εύνοια της θεότητας.
Πάνω απ' όλα, όμως, η ευτυχία είναι βίωμα. Βίωμα προσωπικό. Αφορά, επομένως, απολύτως τον εαυτό και, ασφαλώς, όσο ζει, όχι μετά θάνατον. Η αποτίμηση από τρίτους δεν έχει να κάνει με την ίδια την εμπειρία της ευτυχίας, αλλά μόνο με τις αιτίες από τις οποίες αυτή προκύπτει. Αξιολόγηση, και μάλιστα ηθική, με βάση προκρινόμενες αξίες μπορεί να γίνει μόνο στις πηγές, από τις οποίες αντλεί ο καθένας κι η καθεμιά μας την ευτυχία. Αυτό, ωστόσο, αποκτά κοινωνικές διαστάσεις και, σίγουρα, είναι διαρκώς υπό συζήτηση. Το ίδιο το βίωμα, όμως, δεν αποτιμάται. Ο άνθρωπος που αισθάνεται ευτυχισμένος δεν μπορεί να επιβάλει στον εαυτό του να νιώσει διαφορετικά -όπως, εξάλλου, ούτε και ο δυστυχισμένος άνθρωπος. Εδώ δεν κατορθώνει καν να ντύσει με λέξεις αυτό το βίωμα για να το περιγράψει στους άλλους. Μπορεί μόνο, πιθανόν, να προσπαθήσει να αποδώσει τις περιστάσεις, στις οποίες το γνώρισε.
Γι' αυτό, ευτυχία για μένα είναι να βρίσκομαι με ανθρώπους που την απολαμβάνουν σε συνθήκες ανάλογες με αυτές που τη βιώνω κι εγώ.

Σάββατο 4 Ιουλίου 2009

Αναβολές

Έπιασε στα χέρια της το βιβλίο. Το χτύπησε μαλακά να φύγει η σκὀνη και το χάιδεψε. Ήταν ένα βιβλίο που από καιρό ήθελε να διαβάσει. Ούτε που θυμότανε πότε το είχε αγοράσει. Μόνο που όλο και κάποια άλλα βιβλία απαιτούσανε να διαβαστούνε πρώτα. Κι έτσι, το συγκεκριμένο συνέχεια ξέμενε να την περιμένει.
"Θα το διαβάσω οπωσδήποτε αυτό το καλοκαίρι", αποφάσισε μέσα της.
Την ίδια στιγμή θυμήθηκε ότι με το ξάνοιγμα του καιρού ήθελε ν' αγοράσει και ν' ακούσει καμιά δεκαριά CD που της είχανε προκαλέσει το ενδιαφέρον. Ψαχούλεψε στα σκόρπια χαρτιά πάνω στο γραφείο της. Κάπου την είχε βάλει τη λίστα. Τη βρήκε. Ήτανε πολύ πιο μεγάλη απ' ό,τι θυμότανε.
Με συνδετήρα είχε κι άλλα τρία τέσσερα χαρτιά κολλημένα πίσω της. Τα ξεφύλλισε. Ήτανε κι άλλοι κατάλογοι. Ο ένας είχε ονόματα συγγραφέων και τίτλους βιβλίων. Ο άλλος απαριθμούσε ελλειπτικές σημειώσεις για διάφορα μέρη όπου ήθελε να πάει. Δεν μπόρεσε να τις αποκωδικοποιήσει. Ο τρίτος κατάλογος είχε μικροπραγματάκια που κάποτε ήθελε να ψάξει και ν' αποκτήσει. Στο τέταρτο χαρτί βρήκε λέξεις ξεκάρφωτες, άσχετες μεταξύ τους, στοιχισμένες άναρχα τη μία κάτω από την άλλη. Ονόματα, τοποθεσίες, ταινίες, θεατρικές παραστάσεις, ιδιότητες, χρώματα, συμπεριφορές, πράξεις και απραξίες, που κάποιες στιγμές είχε σκεφτεί ότι κάποτε θα τις σχολιάσει. Σ' όλες αυτές τις λίστες το μελάνι άλλαζε αποχρώσεις από καταχώριση σε καταχώριση θυμίζοντάς της τα στιλό που κατά καιρούς αγάπησε όλα αυτά τα χρόνια.
"Αν μη τι άλλο, είμαι οργανωμένη", σάρκασε.
Κρατώντας ακόμη τα χαρτιά στο χέρι, προσπάθησε να ισιώσει την πονεμένη μέση της κι έσυρε τις παντόφλες της μέχρι την πολυθρόνα της. Κάθισε και σκέπασε τα γόνατά της με το μάλλινο σάλι. Απόμεινε για λίγο ακίνητη με το βλέμμα τυφλό και το μυαλό έτοιμο να ταξιδέψει. Τ' αγαπούσε αυτά τα ταξίδια σ' όλη της τη ζωή.
Μόνο που... Μόνο που απόψε, να... κάτι δεν πήγαινε καλά. Κάτι την εμπόδιζε να φύγει. Να ξεκινήσει. Να σαλπάρει γι' άλλα μέρη. Τα χαρτιά που κρατούσε τη σπρώχνανε προς τα πίσω.
"Μα δεν θέλω να πάω πίσω. Έχω ξαναπάει εκεί. Κι έχω βρεθεί εκεί, έχω υπάρξει εκεί, στην πραγματικότητα", αντιστάθηκε ανήμπορα.
Τα χαρτιά, επίμονα, ανεμίσανε στο τρέμουλο του χεριού της.
Αφέθηκε. Παραδόθηκε. Υπέκυψε.
Ξεφύλλισε τις περασμένες μέρες της σαν σελίδες τηλεφωνικού καταλόγου. Σε μια μακρόσυρτη πομπή τα κεριά του Αλεξανδρινού τις αχνοφώτισαν. Ήτανε μονότονα γεμάτες από "θα" και "ύστερα". Λέξεις μονότονες σαν τον ήχο σιδηροτροχιάς που τη διατρέχει ένας ατέλειωτος συρμός αναβολών. Όλα τα "θέλω" και τα "λαχταρώ" της μεταφέρονταν στο μετά. Τα "πρέπει" τους έδιναν διαρκή μετάθεση γι' αργότερα.
"Morgen! Morgen! Nur nicht heute...!", θροΐσανε κοροϊδευτικά τα χαρτιά στο χέρι της.
Θρησκευόμενη χριστιανή δεν ήταν, ούτε και μουσουλμάνα. Διαπίστωνε όμως τώρα πως ολόκληρη η ζωή της θεμελιώθηκε πάνω σε μια διαρκή αποδοχή ότι μπορεί ν' αντέξει το τώρα, γιατί μετέπειτα θα..., ότι υπομένει το σήμερα, γιατί αύριο θα... Και αυτή η ακατάπαυστη αναβολή πήρε μέσα της σχεδόν μεταφυσικές διαστάσεις. Θα έβρισκε κάποτε τον παράδεισό της. Κάποτε. Πότε; Αφού δεν πίστευε στη μετά θάνατο ζωή -όχι πάντως για τον εαυτό της. Και, ασφαλώς, δεν θεωρούσε τον εαυτό της αθάνατο.
Μόνο στην πολιτική της συμπεριφορά διεκδίκησε νωρίτερα το καλύτερο αύριο. Κι αυτό, όμως, λες και δεν την αφορούσε την ίδια. Οποίες αντιφάσεις!
Οι μπλαβιασμένες φλέβες του χεριού της χαλαρώσανε. Τα χαρτιά με τις λίστες χαράξανε χαμόγελα στον αέρα πριν ακουμπήσουνε μαλακά χάμω. Σε λίγο έδυσε κι ο ήλιος και το δωμάτιο βυθίστηκε στο ήσυχο σκοτάδι.

Πέμπτη 2 Ιουλίου 2009

Περί καπνίσματος απορία

Λένε ότι ο πιο σίγουρος μακροπρόθεσμα τρόπος για ν' απαλλαγεί κάποιος από τον εθισμό του (στη νικοτίνη, στο αλκοόλ, στις υπόλοιπες ουσίες) είναι πρώτα να ομολογήσει ο ίδιος στον εαυτό του ότι έχει πρόβλημα κι ύστερα να οδηγηθεί μέσα από μοναχική εσωτερική διεργασία στην προσωπική απόφαση να το αντιμετωπίσει. Αντίθετα, κάθε εξωτερική επιβολή, αν προηγηθεί των δύο κρίσιμων σταδίων που προαναφέρθηκαν, μπορεί να οδηγήσει σε αντίθετα αποτελέσματα, ακόμη και σε επιδείνωση του προβλήματος εθισμού. Γιατί οι απαγορεύσεις, οι κυρώσεις και οι ποινές προκαλούν σχεδόν ενστικτώδεις αντιδράσεις. Έτσι δεν είναι;
Αυτή είναι μάλλον και η προσωπική μου επιφύλαξη για την αποτελεσματικότητα των πρόσφατων κατά του καπνίσματος μέτρων.
Το μόνο που τους αναγνωρίζω είναι η όποια προστασία θα καταφέρουν να εξασφαλίσουν στους αθώους, τους λεγόμενους "άκαπνους", ενήλικες ή ανήλικους. Αυτό ακριβώς θεωρώ ότι είναι και το πιο ισχυρό επιχείρημα για να κόψει κανείς το τσιγάρο: από αγάπη για τους άλλους (μια και τον εαυτό μας δύσκολα τον αγαπάμε πραγματικά). Μόνο που αυτή η οπτική δεν αξιοποιήθηκε αρκετά από την αντικαπνιστική εκστρατεία.
Σε αναμονή αποτελεσμάτων... μια παραπομπή:

Τετάρτη 1 Ιουλίου 2009

Φωτεινή είδηση, σκοτεινές σκέψεις

Αλιεύω από τα ψιλά των ειδήσεων: Άστεγη μπαίνει στο Χάρβαρντ.
Πρώτ' απ' όλα, υποκλίνομαι μπροστά στη δύναμη της θέλησης αυτής της κοπέλας. Η δύναμη αυτή ήταν ο μόνος σταθερός παράγοντας στη ζωή της. Ίσως και η μητέρα της -αυτό δεν μπορώ να το ξέρω με σιγουριά. Από την άλλη, είναι μάλλον βέβαιο ότι δεν ήταν κάποιο σχολείο που διαμόρφωσε και στήριξε αυτόν το χαρακτήρα. Άλλαξε άλλωστε 12 διαφορετικά σχολεία στη διάρκεια της φοίτησής της. Άρα, το επίτευγμά της είναι αποκλειστικά δικό της.
Θαυμασμός, λοιπόν.
Κι ύστερα, ντροπή. Ντροπή για κάθε μαθητή ή μαθήτρια που προφασίζεται πρόσκαιρες δυσκολίες και αντιξοότητες ώστε να μην ανταποκρίνεται, έστω και μακροπρόθεσμα, στις μαθησιακές υποχρεώσεις.
Τέλος, σαν πικρή απόγευση, περισυλλογή περί την πολιτική. Νέα ντροπή.
Αυτή η είδηση δεν έπρεπε να υπάρχει!
Εξηγούμαι. Τι έχουμε εδώ; Μια εξαιρετική περίπτωση στην οποία η ατομική μοναχική προσπάθεια -κοπιώδης, επίμονη, επώδυνη, μακρόχρονη- ευοδώνεται και επιβραβεύεται. Ε, και πού είναι το κακό; θα μου πεις. Μα ακριβώς αυτό: η εξαιρετικότητά της. Αποτελεί, κυριολεκτικά, εξαίρεση.
Ας το σκαλίσουμε λίγο. Τι επιτυγχάνει αυτή η εξαίρεση; Η επιβράβευση, από έναν ιδιωτικό φορέα (Χάρβαρντ), μιας ατομικής μεμονωμένης, μίας στο εκατομμύριο (μάλλον υπολογίζω υψηλότερο ποσοστό του πραγματικού), δεν αφήνει να σβήσει εντελώς η ελπίδα για την "αλήθεια" του αμερικάνικου ονείρου. Το αίσιον τέλος αυτής της ιστορίας λειτουργεί σαν άλλοθι. Αυτή η επιβράβευση -που καλά, πολύ καλά έκανε και έγινε, για να είμαι ξεκάθαρη- έρχεται να χρησιμοποιηθεί σαν ενισχυτικό στοιχείο, σαν απόδειξη της ορθότητας ενός συστήματος που στηρίζει (και στηρίζεται από) την ατομικότητα και που, γι' αυτό, καλλιεργεί τον ατομικισμό.
Πόσο δύσκολο είναι, σ' ένα τόσο φωτεινό κι ελπιδοφόρο παράδειγμα, να μιλήσει κανείς για τις αρνητικές πλευρές του! Πόσο μίζερο φαντάζει κάτι τέτοιο!
Μπορώ ωστόσο να ψελλίσω μόνο μερικά ερωτήματα: Γιατί έπρεπε αυτή η νέα κοπέλα να ζήσει όπως έζησε; Το κοινωνικό σύνολο δεν μπορούσε να της προσφέρει κάτι καλύτερο λίγο νωρίτερα; Πόσα άλλα παιδιά με την ίδια αφετηρία οδηγούνται σ' εντελώς διαφορετική κατάληξη; Η κοινωνία δεν μπορεί να εξασφαλίσει στα μέλη της τα στοιχειώδη;
Αυτά τα ερωτήματα όμως ξυπνούν συλλογικές ευθύνες, όπως απαιτούν και συλλογικές δράσεις. Αυτά τα ερωτήματα δημιουργούν ρωγμές στα θεμέλια του ατομικιστικού συστήματος και καλό είναι να μην πολυακούγονται.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...