Η ζωή δεν μετριέται από τον αριθμό των αναπνοών μας, αλλά από τις στιγμές που μας έκοψαν την ανάσα (George Carlin)


Αγαπώ τη Θάλασσα

Αγαπώ τη Θάλασσα.
Γιατί ξεκινάει με το θήτα των θέλω μου. Γιατί είναι ανοιχτή σαν τα άλφα που την απλώνουν. Γιατί το λάμδα της καμπυλώνει τη γλώσσα μου σε κύμα που σπάει μαλακά στο φράγμα των δοντιών μου. Γιατί τα σίγμα της μου χαϊδεύουν τ’ αφτιά σαν το φλοίσβο της σ’ έρημη παραλία.

Δευτέρα 31 Αυγούστου 2009

Επιστροφή στα θρανία

Έτσι, σιγά-σιγά ή γρήγορα-γρήγορα –τα πάντα είναι σχετικά, σαν το γνωστό ποτήρι με το νερό–, τελειώνει το καλοκαίρι και κάθε κατεργάρης ετοιμάζεται να καθίσει στον πάγκο του, στο θρανίο του, στην έδρα του.
Κάθε καινούργια αρχή κουβαλάει τις δικές της προσδοκίες και ελπίδες. Η πικρή πείρα όμως που συσσώρευσαν με τα χρόνια κάνει τους παλιούς να κρατάνε κάθε χρονιά και μικρότερο καλάθι. Κάθε νέα σχολική χρονιά που ξεκινά επιχειρεί να βάλει το λιθαράκι της ώστε να μετατραπεί η αισιόδοξη προσδοκία σε απλή περιέργεια και μετά σε… τι;
Όταν μια πρώτη του Σεπτέμβρη ξυπνήσω το πρωί και διαπιστώσω ότι ξεκινάω από απλή περιέργεια, τότε θα πρέπει ν’ αρχίσω να σκέφτομαι την έξοδό μου.
Για την ώρα, ετοιμάζω πάλι το καλαθάκι μου για αύριο. Πού ξέρεις; Μπορεί η φετινή χρονιά να μην είναι και τόσο άσχημη. Κάποιο νεανικό βλέμμα μπορεί να βρεθεί πάλι να με καρφώσει διαπεραστικό, κάποιο αυθόρμητο σχόλιο να με κολλήσει στον τοίχο με την ειλικρίνειά του, κάποια ευθεία ερώτηση να με αμφισβητήσει και να με θέσει σε εγρήγορση, κάποια τυχαία κουβέντα μέσα στην αίθουσα να κάνει και πάλι το αίμα να κυλήσει ζωντανό στις φλέβες…
Πού ξέρεις;

Κυριακή 30 Αυγούστου 2009

Πρώτη φορά στο νέο μουσείο της Ακρόπολης (3)

Μένω αρκετά λεπτά καθισμένη μετά το γύρο στην αρχαϊκή εποχή. Όχι μόνο για ν’ ανακτήσω κάποιες σωματικές δυνάμεις, αλλά και για να δώσω στον εαυτό μου την ευκαιρία να προετοιμαστεί και ψυχικά για την επίσκεψη στο χώρο του Παρθενώνα. Ούτως ή άλλως, έχω τη συνήθεια να χρονοτριβώ πάντα λίγο πριν από κάτι που με λαχτάρα περιμένω. Σαν να θέλω με την αναμονή να παρατείνω την ευχαρίστηση της προσδοκίας, αλλά και να ελέγξω το φόβο μπροστά στην πιθανότητα της απογοήτευσης. Τελικά σηκώνομαι και συνεχίζω την ανάβαση.
Στο επόμενο επίπεδο ρίχνω μόνο μια σύντομη κλεφτή ματιά στα δύο αετώματα του Παρθενώνα, που υπάρχουν σε μικρές αναπαραστάσεις δεξιά και αριστερά στο χώρο. Δύο ομάδες ξένων επισκεπτών τα έχουν πλησιάσει και αργοσαλεύουν μισοακούγοντας τους ξεναγούς τους. Με εκνευρίζουν, γιατί επιβάλλουν την προτεραιότητά τους με την αριθμητική τους υπεροχή. Εξάλλου οι ξενόγλωσσες πληροφορίες ηχούν παράταιρες και μου προκαλούν σύγχυση. Δεν πειράζει, θα τα δω καλύτερα στην επιστροφή.
Στο βάθος μια εγκατάσταση για προβολή ενημερωτικής ταινίας οριοθετείται μέσα στο χώρο από τις πλάτες των πολλών ορθίων που σχηματίζουν κλοιό γύρω από τα γεμάτα καθίσματα. Προσπερνώ και προχωρώ.
Επιτέλους βρίσκομαι στην αίθουσα του Παρθενώνα. Ο ναός έχει χαμηλώσει μπροστά μου σαν τον ενήλικο που γονατίζει μπροστά σ’ ένα παιδί για να βρεθεί στο ύψος των ματιών του, γιατί δεν θέλει να του δώσει την εντύπωση ότι του επιβάλλεται κοιτάζοντάς το αφ’ υψηλού. Για πρώτη φορά ένα κλασικό κτήριο με κάνει να νιώσω βαθιά μέσα μου πόσο πυρηνική είναι η έννοια του ανθρώπινου μέτρου για το σύνολο των πολιτισμικών εκφάνσεων αυτής της περιόδου. Το είχα συχνά πυκνά βιώσει στα έργα άλλων επιμέρους τεχνών, στα αγγεία, στα δραματικά έργα, στα αγάλματα. Δεν το είχα όμως αισθανθεί μπροστά σε κανένα κτήριο.
Η σύνθεση αλλά και η σύγκρουση αντιθέτων μέσα από το Λόγο, με τη διττή του σημασία, που αναδύεται σχεδόν αυτονόητη στη σφαίρα της λογοτεχνίας της κλασικής εποχής, πραγματώνεται εδώ πολλαπλά. Η δωρική αυστηρότητα του ρυθμού με τη χάρη και την κομψότητα της ιωνικής τέχνης. Η ίδια η θεματολογία του γλυπτού διάκοσμου: άνθρωποι που λατρεύουν θεούς και θεοί που υπηρετούν ανθρώπους, θεοί που διεκδικούν και άνθρωποι που προσφέρουν, πολεμικές συγκρούσεις όπου οι νικητές αντλούν δόξα από την αρετή των αντιπάλων και όπου οι ηττημένοι βγαίνουν νικητές στη συνείδησή μου (Κενταυρομαχία, Αμαζονομαχία, Γιγαντομαχία, Τρωικός πόλεμος).
Ολοκληρώνω λαίμαργα και με μιας το γύρο των γλυπτών του Παρθενώνα και είναι σαν να περπατάω πάνω σ’ έναν αόρατο διάδρομο εκεί ψηλά, στο ύψος που βρίσκονταν στην πραγματικότητα αυτές οι παραστάσεις. Στη συνέχεια κάθομαι και τις αφήνω να γεμίσουν το βλέμμα μου. Σε πρώτο πλάνο οι μετόπες μού θυμίζουν σλάιντ από πολεμικές συρράξεις που προβάλλονται με σταθερό ρυθμό, ενώ σε δεύτερο πλάνο η πομπή των Παναθηναίων στη ζωφόρο μοιάζει να κινείται σαν κινηματογραφικό φιλμ με φθαρμένα αρκετά καρέ του. Ομολογώ το προνόμιο που μου προσφέρει η εποχή μου να πλησιάσω τόσο κοντά αυτά τα αριστουργήματα.
Αφουγκράζομαι τα κενά και με κυριεύει η θλίψη όχι μόνο της απουσίας αλλά και, κυρίως, της οριστικής απώλειας. Δεν είναι αυτά σημάδια της φθοράς που φέρνει ο χρόνος. Είναι ακρωτηριασμός. Τελεία και παύλα.
Ανασηκώνομαι και στρέφω επιτέλους το πρόσωπό μου προς τα έξω. Απέναντί μου πάνω στο βράχο ο πολυτραυματίας ναός υψώνει τους κίονές στον αττικό ήλιο. Είχα πάρα πολλά χρόνια να σκεφτώ αυτό το ιδιάζον αττικό φως. Η μέρα όμως μου έκανε κι αυτό το χατίρι. Ο Αύγουστος είχε διώξει από την Αθήνα τα στίφη των αυτοκινήτων και τα μελτέμια είχαν καθαρίσει την ατμόσφαιρα. Η εικόνα με παρηγόρησε στη μητρική μου γλώσσα, με ζέστανε σα φυλαχτό, με ανακούφισε σαν πυξίδα.
Θα ξαναπάω, γιατί είναι πολλές οι κουβέντες που άφησα στη μέση…

Σάββατο 29 Αυγούστου 2009

Πρώτη φορά στο νέο μουσείο της Ακρόπολης (2)

Όταν τελειώνουν πια οι διαδικασίες της εισόδου στον κύριο χώρο του μουσείου, μηχανικά κάνω δυο τρία πλάγια βήματα για να μην δυσκολέψω την πρόσβαση στους επισκέπτες που ακολουθούν. Στέκομαι μερικά δευτερόλεπτα για να εγκλιματιστώ. Μόνο τόσα χρειάστηκαν για να με υποδεχθεί μαλακά ο χώρος.
Ο περισσότερος κόσμος στρέφεται αμέσως προς τις πλευρικές προθήκες όπου πλήθος αγγείων και άλλων χρηστικών αντικειμένων παρατάσσει την τεχνική, την τέχνη και την ποικιλία τους. Το γεγονός αυτό μου δίνει την ευκαιρία να υψώσω το βλέμμα μου. Ο πρώτος αυτός χώρος είναι ανηφορικός με μαλακά σκαλοπάτια και όντως δίνει την αίσθηση της κλιτύος, της ανάβασης προς το βράχο της Ακρόπολης. Οι δύο Νίκες υπομειδιούσες αλλά σοβαρές προσφέρουν το πρώτο γλυπτό καλωσόρισμα. Οι ανάγλυφες παραστάσεις από ιδιωτικές κατοικίες τραβούν την προσοχή μου με την τέχνη τους. Τα εντοιχισμένα γλυπτά που αναπαριστούν μέλη του σώματος ως αναθήματα σε ιερά, που βρίσκονταν στις πλαγιές του βράχου, αναδεικνύουν γι’ άλλη μια φορά το αλισβερίσι που ανοίγει ο αναγκεμένος άνθρωπος με τους εκάστοτε θεούς και αγίους του δρασκελώντας τους αιώνες ανάμεσα στους προσκυνητές της Τήνου και αυτούς του Ασκληπιού.
Φτάνω στην κορφή της ανηφόρας και ρίχνω μια κλεφτή ματιά πίσω μου. Απέναντί μου μεγαλόπρεπες, σεμνές, ευκίνητες μέσα στην ακινησία τους, προ πάντων όμως ωραίες οι αιώνιες Κόρες. Όταν κάνω το γύρο στο επόμενο επίπεδο και τις πλησιάζω, θαυμάζω το συνδυασμό της γυναικείας αυταρέσκειας με την κοριτσίστικη άνεση στο περίτεχνο χτένισμα και τις ανάλαφρες πτυχές της ενδυμασίας τους. Οι πέντε Καρυάτιδες με λυγισμένο το ένα γόνατο μοιάζουν να το ανεβοκατεβάζουν σε ανυπόμονο ρυθμό περιμένοντας την έκτη αδελφή τους να γυρίσει επιτέλους από το ταξίδι της. Θα έχουν πολλά να εκμυστηρευτούν η μια στην άλλη.
Ο χώρος των αρχαϊκών ευρημάτων με εκπλήσσει ευχάριστα. Βρίσκομαι ξαφνικά να κινούμαι ανάμεσα σε γλυπτά, που όλα έχουν ξανακερδίσει την τρίτη τους διάσταση. Πρώτη φορά μπορώ να τριγυρίσω γύρω από ένα άγαλμα και να το απολαύσω από όλες τις πλευρές του και από πολλές οπτικές γωνίες και αποστάσεις. Το εκπληκτικότερο είναι ότι από τη μια έχω την εντύπωση πως, όπως κινούνται οι επισκέπτες προς διάφορες κατευθύνσεις και με διαφορετικές ταχύτητες, το ίδιο κινούνται και τα αγάλματα έτσι διεσπαρμένα καθώς είναι μέσα στο χώρο. Έτσι κι αλλιώς τα περισσότερα, με ένα χαμόγελο που όλο και μεγαλώνει μαζί με την αυτοπεποίθησή τους, έχουν σπρώξει ήδη το ένα τους πόδι, άλλο λίγο κι άλλο πολύ, για να ξεκολλήσουν πια από τη στάση προσοχής και να κάνουν τα πρώτα τους βήματα. Ταυτόχρονα, από την άλλη, έχω την ευκαιρία να βιώσω με τη φαντασία μου την αίσθηση που είχαν γι’ αυτά οι άνθρωποι την εποχή που δημιουργήθηκαν, αφού αυτά ήταν λειτουργικά ενταγμένα μέσα στην καθημερινότητά τους, στους δρόμους, στις αυλές, στους περιβόλους των ναών τους.
Ξαφνικά αντιλαμβάνομαι ότι το βλέμμα μου αλλοιώνει το πραγματικό θέαμα. Έχει αποδυθεί ανεπίγνωστα σε μια διαδικασία προσθετικής μελών. Τα μάτια μου αρνούνται την αναπηρία κάποιων γλυπτών και, σαν να τα ευλόγησε ο ίδιος ο Ασκληπιός, την αναιρούν αναπτύσσοντας, όπου λείπουν, χέρια, πόδια, μηρούς, χαρακτηριστικά του προσώπου, πανωκόρμια ολόκληρα. Ανταποδίδω ευγενικά το αρχαϊκό μειδίαμα και αρχίζω διακριτικά ν’ απομακρύνομαι, πριν η παραισθητική μου διάθεση στήσει πια και κανονικό μαρμάρινο χορό.
Ολοκληρώνω τη βόλτα στον έκτο π.Χ. αιώνα περνώντας μπροστά από τα λίγα απομεινάρια του Εκατόμπεδου και του αρχαίου ναού. Τα βαριά τους μεγέθη μου υπενθυμίζουν τις διαμαρτυρίες της μέσης μου που απαιτεί πλέον έναν ελάχιστο, έστω, σεβασμό. Κάθομαι λοιπόν για να ξαποστάσω λίγο, να βάλω κάπως σε τάξη τις σκέψεις μου, αλλά και να δώσω την ευκαιρία στην πληθώρα και την ένταση των εντυπώσεων να καταλαγιάσουν και ν’ αφήσουν το καταστάλαγμά τους.

Παρασκευή 28 Αυγούστου 2009

Πρώτη φορά στο νέο μουσείο της Ακρόπολης (1)

Προχώρησα από την έξοδο του μετρό κι έστριψα αριστερά στο καλντερίμι της Διονυσίου Αρεοπαγίτου. Μεσοβδόμαδα πρωί κατά τις έντεκα και ο ήλιος είχε αρχίσει πια να καίει παρά το αυγουστιάτικο μελτέμι. Γύρω μου άνθρωποι κάθε ηλικίας απ’ όλα τα μέρη του κόσμου, με σκούρα γυαλιά, καπελάκι, ρουχισμό που υπάκουε πιο πολύ στην ανάγκη για δροσιά παρά στις επιταγές της αισθητικής και με το απαραίτητο μπουκαλάκι νερό ακολουθούσαν την ίδια κατεύθυνση με μένα.
Σε ελάχιστα μέτρα η φειδωλή σκιά των λιγοστών χαμηλών δέντρων διακόπηκε. Ένα μεγάλο άνοιγμα χώρου με ρουφάει προς τα κάτω, κι ας ήθελε το βλέμμα μου να μείνει κολλημένο ψηλά, εκεί, πάνω στον εμβληματικό βράχο. Οι αποχρώσεις του γκρι και του μαύρου με κυριεύουν, παρόλο που στη συνέχεια ανακαλύπτω στον περιβάλλοντα χώρο και το πράσινο του γκαζόν με μερικά κοντά δέντρα. Στρογγυλές τεράστιες κολόνες υψώνονται βαριές με χρώμα απροσδιόριστο –υπόλευκο ή γκρι; θα σε γελάσω. Αυτό που κυριαρχεί στο οπτικό μου πεδίο είναιτο σκούρο, σχεδόν μαύρο, χρώμα.
Το κτήριο φαντάζει στα μάτια μου σαν τεράστιο διαστημόπλοιο που ήρθε με επιθετικές διαθέσεις από το μέλλον για να προσγειωθεί σ’ αυτόν τον βίαια ανοιγμένο χώρο ανάμεσα στο σοφό παρελθόν και το ρευστό αλλά ζωντανό παρόν. Αλαζονικά παράταιρο αδυνατεί να ενσωματωθεί, αλλά αδιαφορεί παγερά γι’ αυτό. Το σκούρο γυαλί, που μοιάζει να καλύπτει τις πλευρές του, είναι στην πραγματικότητα το δομικό τους υλικό. Αποτελεί παραφωνία σ’ ένα χώρο που τον ενοποιούν στοιχεία με περισσότερο γνήσια γήινες καταβολές: τα τούβλα κι ο κισσός, ο γύψος και οι πλίνθοι στα γύρω καλαίσθητα κτήρια, οι ακανόνιστες πέτρες του λιθόστρωτου, τα βράχια που σκαρφαλώνουν ανάμεσα σε ξερόχορτα πάνω στο λόφο και τα καταπονημένα αλλά ανυποχώρητα μάρμαρα του ιερού βράχου. Μια μεταλλική γεύση πικρίζει το στόμα μου, αν και δεν διακρίνω μέταλλο στην κατασκευή. Πριν ακόμη κατέβω τα σκαλιά που οδηγούν στην είσοδο του κτηρίου, το αιχμηρό σχήμα του μου προκαλεί αμυντική διάθεση και τα μπράτσα μου κολλάνε ενστικτωδώς στο κορμί μου για να μη με γδάρουν οι γωνίες του.
Κάνω μια σύντομη στάση πάνω από τα ανασκαφικά ευρήματα που αινιγματικά με παρατηρούν μερικά μέτρα κάτω από τα πόδια μου. Είναι σαν να τα ακούω να παραπονιούνται, αλλά δεν εντοπίζω καμιά διευκρινιστική πινακίδα. Τους γυρίζω την πλάτη με το δυσάρεστο αίσθημα που με ταλανίζει κάθε φορά που προσπερνώ απαράκλητη έναν επίμονο μικροπωλητή. Λέω να ξορκίσω τις ενοχές μου αυτή τη φορά μ’ ένα «επιφυλάσσομαι» και προχωρώ.
Μετά το εκτυφλωτικό φως του εξωτερικού χώρου, η είσοδος μοιάζει σκοτεινή, αλλά δεν είναι. Τα μάτια γρήγορα προσαρμόζονται. Ωστόσο ο ηλεκτρονικός έλεγχος των χειραποσκευών και το πλήθος που με υπομονή στοιχίζεται στα ταμεία μού δίνουν την αίσθηση ότι μπαίνω σε αίθουσα αεροδρομίου. Το ίδιο συμβαίνει και όταν, έχοντας προνοήσει ήδη για το εισιτήριο, παρακάμπτω τις ουρές και υποχρεώνομαι να κατανοήσω σύντομα τον ηλεκτρονικό τρόπο επικύρωσης της εισόδου μου στον εκθεσιακό χώρο του μουσείου.
Τώρα πια νιώθω πραγματικά ότι βρίσκομαι στο νέο μουσείο της Ακρόπολης.

Πέμπτη 27 Αυγούστου 2009

Αίνιγμα

Τι είναι σκοτεινό, όλο γωνίες, απωθητικά ψυχρό έως και απειλητικό εξωτερικά, αλλά ολοφώτεινο, όλο καμπύλες και ομορφιά, ευγενικό προς τον άνθρωπο έως και γοητευτικό εσωτερικά;
Το νέο μουσείο της Ακρόπολης.

Τετάρτη 26 Αυγούστου 2009

Περί τέχνης (2)

Συνεχίζω το χθεσινό σημείωμα, επειδή η συντομία του δεν μου επέτρεψε ν’ αναφέρω μερικές ακόμη σκέψεις μου σχετικά με την προσφορά και την πρόσληψη της τέχνης. Απαραίτητο είναι να διευκρινίσω εξαρχής ότι δεν μιλώ, προφανώς, από τη θέση του ειδήμονος. Δεν διαθέτω καν μια θεωρητική κατάρτιση, έστω και στοιχειώδη. Ως αφετηρία, επομένως, γι’ αυτό το σχόλιο λειτουργούν κάποιες περιστασιακές κατά καιρούς παρατηρήσεις και πηγή των απόψεων, που διστακτικά και με πάσα επιφύλαξη διατυπώνω, είναι μόνο προσωπικά βιώματα.
Έλεγα λοιπόν ότι ένα απλό έργο αποκτά την ιδιότητα του έργου τέχνης τη στιγμή που προκαλεί στον αποδέκτη του μια συγκίνηση –ας την ονομάσουμε αισθητική, χάριν ευκολίας. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η ψυχική και πνευματική αυτή συγκίνηση έχει μεταφυσική προέλευση. Είναι στοιχείο που ο άνθρωπος ανά τους αιώνες το έχει προσεγγίσει και μελετήσει με επιμονή φιλοσοφικά και επιστημονικά. Έχει δηλαδή ήδη αναδειχθεί ότι υπάρχουν κανόνες και χαρακτηριστικά που μπορούν να ορίσουν ένα καλλιτεχνικό έργο. Ωστόσο δεν είναι αυτή η πλευρά που με απασχολεί. Αφού δεν είναι εφικτό, ίσως ούτε και επιδιωκτέο, να εντρυφήσουν όλοι οι άνθρωποι σε θεωρητικές αισθητικές αναζητήσεις, πιο πολύ με ενδιαφέρει το πώς οι «αδαείς στην τέχνη» άνθρωποι μπορούν να την διακρίνουν, να την αναγνωρίσουν και να απολαύσουν την προσφορά της.
Είναι πολύ σπάνιες οι φορές στις οποίες κάποιο έργο τέχνης λειτουργεί ως τέτοιο με τρόπο τυχαίο και ακούσιο. Αντιθέτως, υπάρχουν προϋποθέσεις κάτω από τις οποίες βιώνεται η καλλιτεχνική συγκίνηση. Πρωταρχική αλλά και βασική συνθήκη αποτελεί η δεκτικότητα που θέλω και μπορώ να επιδείξω μπροστά στο εκάστοτε έργο. Εννοώ ότι χρειάζεται να θέλω να δω, να θέλω ν’ ακούσω, να θέλω να παρατηρήσω, να θέλω να σκεφτώ για να διακρίνω το στοιχείο της τέχνης. Άρα, είναι αναγκαίο να ενεργοποιήσω τις αισθήσεις, αλλά και την ψυχή και το μυαλό μου για να έρθω σ' επαφή με την τέχνη. Παράλληλα, είναι απαραίτητο και να μπορώ να την προσεγγίσω. Ένα έργο τέχνης αποτελεί μήνυμα. Χρειάζομαι συνεπώς κάποια εργαλεία που θα με βοηθήσουν να το αποκωδικοποιήσω πρώτα και στη συνέχεια να το κρίνω. Τα εργαλεία αυτά τα αποκτώ σιγά-σιγά και γίνονται όλο και πιο αποτελεσματικά με τη συχνότερη επαφή μου με τις διάφορες μορφές τέχνης. Όσο πιο πολύ διαβάζω, τόσο επαρκέστερος αναγνώστης γίνομαι, όσο πιο πολύ θεώμαι, τόσο καλύτερος θεατής γίνομαι κ.ο.κ. Με άλλα λόγια καλλιεργώ την αισθητική μου παιδεία.
Έτσι φτάνω εκεί που ήθελα να καταλήξω. Δεν μπορούμε να διαμαρτυρόμαστε για το αισθητικό επίπεδο ενός λαού και την ελλιπή ή στρεβλή επαφή του με την τέχνη, αν δεν φροντίζουμε την ανάλογη παιδεία του. Δεν έχουν όλοι στη διάθεσή τους τις ευκαιρίες και τη δυνατότητα να προσεγγίσουν εντελώς μόνοι την τέχνη. Όλοι όμως διαθέτουν την ικανότητα να το κάνουν στις κατάλληλες συνθήκες. Ένα εκπαιδευτικό σύστημα μπορεί να τις παράσχει. Όχι βέβαια με κάποια μαθήματα «καλλιτεχνικών» και «μουσικής» που συχνά ισοδυναμούν με «διδακτικές» ώρες περιφρονημένες και από τους εκπαιδευτικούς και από τα παιδιά. Η βιωματική μέθοδος είναι η πιο παραγωγική σε όλους τους τομείς της παιδείας, πολύ περισσότερο όμως στην αισθητική παιδεία.
Επαναλαμβάνω ότι αυτό που με προσελκύει κάθε φορά σε επικοινωνία με την τέχνη είναι η επίμονη προσδοκία μου να βιώσω ξανά την υψηλή συγκίνηση που αυτή προσφέρει. Αν ένα εκπαιδευτικό σύστημα μπορεί να προσφέρει στα παιδιά μερικές μόνο τέτοιες συγκινήσεις στη διάρκεια της φοίτησής τους, τότε έχει επιτύχει έναν σημαντικότατο στόχο.

Τρίτη 25 Αυγούστου 2009

Περί τέχνης (1)

Τι είναι αυτό που ανεβάζει ένα ανθρώπινο έργο από το επίπεδο της απλής δημιουργίας σ’ αυτό της τέχνης; Δεν μιλάω για τη διάκριση ανάμεσα στην τεχνική, που επιχειρεί να αναπληρώσει κενά της φύσης όσον αφορά τις ανάγκες του ανθρώπου, και την τέχνη, που μιμείται με οποιονδήποτε τρόπο τα υπάρχοντα ήδη στη φύση –μια διάκριση που έχει γίνει κιόλας από τον Αριστοτέλη. Εννοώ εκείνο το απροσδιόριστο στοιχείο που διαθέτουν κάποια έργα, τα οποία δεν δημιουργήθηκαν για να καλύψουν συγκεκριμένες πρακτικές ανάγκες του ανθρώπου, ανταποκρίνονται ωστόσο σε ουσιαστικές πνευματικές και συναισθηματικές του αναζητήσεις.
Τι είναι αυτό που μετατρέπει ένα μουσικό έργο από απλή σύνθεση ήχων σε καλλιτεχνικό δημιούργημα; Τι είναι αυτό που προβιβάζει μια φράση από απλό λεκτικό σύνολο σε ποίηση; Τι είναι αυτό που κάνει την αφήγηση μιας μικρής ή μεγάλης ιστορίας να εγγράφεται στο χώρο της υψηλής πεζογραφίας; Τι είναι αυτό που προάγει μια ζωγραφιά ή έναν γλυμμένο όγκο από τυχαία ανάμειξη χρωμάτων ή απλή απεικόνιση σε έργο εικαστικής τέχνης; Τι είναι αυτό που αναβαθμίζει μια εικόνα από την απλή τεχνική επεξεργασία του φωτός και της σκιάς για την αναπαράσταση μιας πραγματικότητας στο επίπεδο της καλλιτεχνικής φωτογραφίας; Τι είναι αυτό που καθορίζει ότι μια χειρονομία, ένα βήμα, ένα άλμα, μια κάμψη ή ένα τάνυσμα του σώματος δεν συνιστά απλή κίνηση αλλά χορευτική τέχνη; Τι είναι αυτό που οδηγεί μια θεατρική παράσταση ή μια ταινία κινηματογραφική από την απλή αναπαράσταση μιας υπόθεσης στη σφαίρα της τέχνης; Κι ακόμα, τι είναι αυτό που μετατρέπει ένα κτήριο από απλό κτίσμα σε αρχιτεκτονικό δημιούργημα;
Θέλησα να θίξω τους περισσότερους τομείς της καλλιτεχνικής δημιουργίας όχι από διάθεση πλατειασμού, αλλά με στόχο την αναζήτηση του κοινού παρονομαστή τους. Μια μονολεκτική απάντηση προκύπτει σχεδόν αβίαστα σε όλα τα προηγούμενα ομοιογενή ερωτήματα: συγκίνηση. Είναι το στοιχείο εκείνο που συν-κινεί τον ψυχικό ή και τον πνευματικό κόσμο των ανθρώπων μπροστά σ’ ένα έργο τέχνης. Ένα στοιχείο που αναταράσσει ή καταπραΰνει, ξεσηκώνει ή καθησυχάζει, θυμώνει ή παρηγορεί, ενθουσιάζει ή θλίβει, προκαλεί ή κατευνάζει, αναλύει ή συνθέτει, οργανώνει χαοτικές σκέψεις ή διαλύει πεποιθήσεις, αντικρούει ή ενισχύει θέσεις, διατυπώνει επιτακτικά ερωτήματα ή προτείνει πειστικές απαντήσεις. Η συγκίνηση που προκαλεί ένα έργο είναι το τεκμήριο της ένταξής του στο στερέωμα της τέχνης
Με ιδιαίτερη προσοχή προσπάθησα να αποφύγω έννοιες που δημιουργούν όρους απεύθυνσης, όρους δηλαδή που υποδηλώνουν στενό προκαθορισμό των δεκτών του καλλιτεχνικού μηνύματος. Σ’ αυτή την επικοινωνία αυστηρά συγκεκριμένος είναι μόνο ο πομπός, αλλά αυτό ενδιαφέρει, κυρίως, την ιστορία και τη βιογραφία. Το ίδιο το μήνυμά της όμως κάποια στιγμή χειραφετείται από τον πομπό του. Η υποδοχή και οι συνθήκες αυτής της επικοινωνίας είναι ρευστές μέσα στο χώρο και το χρόνο, γι’ αυτό και σχετικές. Οι συνθήκες ζωής μιας κοινωνίας, οι κανόνες, οι ανάγκες και οι προσδοκίες της αλλάζουν διαρκώς. Όπως, επίσης, οι άπειρες διαφοροποιήσεις –όσες και οι ατομικότητες– μεταξύ των δεκτών ενός καλλιτεχνικού μηνύματος δεν επιτρέπουν την ενιαία αντιμετώπισή τους, παρά μόνο την ταξινόμησή τους σε ομάδες τοπικές, χρονικές, παιδευτικές, πολιτισμικές, ίσως και οικονομικές.
Είναι προφανές ότι αφήνω έξω από τον προβληματισμό μου τα σημεία εκκίνησης και τις προθέσεις των δημιουργών. Δεν τις γνωρίζω, δεν μπορώ να τις γνωρίζω και, μάλλον, δεν επιθυμώ να τις γνωρίζω. Αλλά και προσπερνώ επίσης τις προϋποθέσεις αποδοχής και αποκωδικοποίησης του μηνύματος ενός έργου τέχνης. Θεωρώ τον εαυτό μου τυχαίο αποδέκτη αυτού του έργου και διερευνώ μόνο το αν και πόσο ασκεί κάποια επίδραση πάνω μου. Η επικοινωνία μου με τον όποιον καλλιτέχνη είναι μόνο έμμεση, ενώ η κοινωνία μου με το έργο του άμεση. Η ένταξή μου σ’ ένα ενιαίο ομαδικό κοινό είναι περιστασιακή, συγκυριακή και όχι πάντα εξασφαλισμένη ή αυτονόητη. Οι διερωτήσεις μου λοιπόν αφορούν το καλλιτεχνικό έργο αυτό καθεαυτό.
Ένα έργο τέχνης μιλάει και καταφέρνει να επικοινωνήσει μαζί μου. Μου προσφέρει τη δυνατότητα να συν-κινηθώ μαζί του και ν’ απομακρυνθώ από κάπου ή να κατευθυνθώ προς κάπου. Μισεί την ακινησία και το τέλμα μου. Με κινητοποιεί. Κινεί την ψυχή και το πνεύμα μου σε βάθος και ύψος και εύρος, που ήταν για μένα άγνωστα πριν το γνωρίσω. Πάντοτε όμως με την αδιόρατη αίσθηση ότι αυτή η κίνηση δεν είναι μοναχική. Γι’ αυτό και μίλησα για συν-κίνηση. Το καλλιτεχνικό δημιούργημα με βελτιώνει, με εμπλουτίζει και, προ πάντων, με συν-τροφεύει. Εν τέλει, με αλλάζει. Ένα έργο υψηλής τέχνης δεν με αφήνει ποτέ όπως ήμουν πριν την επαφή μου μ’ αυτό.
Με αυτό το κριτήριο, διαισθητικά δηλαδή και εκ του αποτελέσματος, διακρίνω το απλό έργο από το καλλιτέχνημα.

Κυριακή 23 Αυγούστου 2009

Έλλειψη διορατικότητας

Παντελής έλλειψη διορατικότητας φαίνεται ότι διακρίνει όσους καταπιάνονται με την εκτός σχεδίου οικοδόμηση. Και είναι πολύ περισσότεροι απ’ όσους νομίζουμε αυτοί που επωφελούνται από την όλη κατάσταση.
Δεν μπορεί κανένας απ’ όλους αυτούς επιτέλους να κάνει μια οριστική πρόβλεψη; Τόσο δύσκολο είναι να υπολογίσουν μια και καλή πόσα τέλος πάντων είναι τα οικόπεδα που τους είναι απαραίτητα για τα σχέδιά τους; Δεν μπορούν πια, αδερφέ, να καταλήξουν σ’ έναν τελικό αριθμό στρεμμάτων; Να πουν: Να, τόσα χρειαζόμαστε!
Να καεί ό,τι είναι να καεί μέσα σ’ έναν Αύγουστο. Να ξεμπερδεύουμε μια κι έξω. Να πονέσουμε, να θρηνήσουμε, να θυμώσουμε, να φωνάξουμε μια φορά και μετά να το πάρουμε στο τέλος απόφαση. Αυτό ήταν.
Από ’κει και πέρα θα προσπαθήσουμε να (επι)ζήσουμε σε φαλακρή γη. Δεν θα μιλάμε για την ποιότητα του αέρα που αναπνέουμε. Δεν θα μας απασχολούν ούτε στο ελάχιστο οι κλιματικές αλλαγές. Δεν θα διαμαρτυρόμαστε για τις εκάστοτε πλημμύρες. Δεν θα σχολιάζουμε τους 43 και τους 44 βαθμούς Κελσίου του καλοκαιριού μας. Δεν θα παραπονιόμαστε διόλου για αλλεργίες και αναπνευστικά προβλήματα. Θα κοιτάμε μόνο με φθόνο τους τυχερούς που θα έχουν σπίτι εις τας εξοχάς. Έτσι κι αλλιώς δεν θα θυμόμαστε πλέον τι σήμαινε κάποτε η λέξη «εξοχή»! Θα έχουμε δημιουργήσει με αυτήν άλλον έναν έξοχο(!) αστικό –κυριολεκτικά– μύθο.
Όσο για τους οραματιστές αυτής της νέας εποχής, τους οικοπεδοφάγους, αυτοί για την ώρα μάς προσφέρουν άλλο ένα τεκμήριο της «υπεροχής» της ελληνικής γλώσσας: μπορείτε να μεταφράσετε αυτήν τη λέξη σ’ οποιαδήποτε άλλη γλώσσα; Είδατε πόσο «φτωχές» είναι οι κακόμοιρες;

Σάββατο 22 Αυγούστου 2009

Το 'χουμε ξαναδεί το έργο

Πάλι η φωτιά βγάζει κοροϊδευτικά τη γλώσσα της, τις χιλιάδες γλώσσες της, στους πυροσβέστες που τρέχουν και δεν προλαβαίνουν. Πάλι οι φλόγες της κολάσεως στήσανε τον τρελό χορό τους γύρω από την απόγνωση κατοίκων που τα σπίτια τους καίγονται ή κινδυνεύουν. Πάλι τα εναέρια μέσα πυρόσβεσης άργησαν να επέμβουν ή είναι πολύ λίγα για να μπορέσουν ν’ αναχαιτίσουν τις πολλαπλές και σε διαφορετικά σημεία πύρινες επιθέσεις. Πάλι το ρίξαμε στις προσευχές μπας και σταματήσουν τα μελτέμια στην εποχή ακριβώς των μελτεμιών. Πάλι οι οθόνες μας γέμισαν καπνούς και φλεγόμενα δέντρα και ανθρώπους με κουβάδες και λάστιχα. Πάλι τα «ανεπεξέργαστα πλάνα» μαζί με τις κραυγές απελπισίας ήρθαν να καλύψουν «χωρίς κόστος»(!) τα κενά που φέρνει η θερινή ραστώνη στο πρόγραμμα των τηλεοπτικών σταθμών. Πάλι ανεύθυνοι υπεύθυνοι και αναρμόδιοι αρμόδιοι και πρωτοκλασάτοι πολιτικάντες και δημοσιογράφοι με εισαγγελικό ύφος βουτήξανε τα μικρόφωνα. Πάλι θα χορτάσουμε βαθυστόχαστες αναλύσεις και θλιβερούς απολογισμούς και γενναιόδωρες υποσχέσεις και παχιά λόγια και αυστηρές εξαγγελίες και… και…
Μωραί παρθένοι κι αυτοί κι εμείς.
Το ’χουμε ξαναδεί το έργο. Ξανά και ξανά και ξανά. Φτάνει πια!
Δεν έχουμε πια το δικαίωμα να μην απαιτήσουμε ν’ αλλάξουν όλοι, μα όλοι, και οι πρωταγωνιστές και η υπόθεση και η έκβαση της πλοκής. Δεν έχουμε πλέον κανένα άλλοθι και καμιά δικαιολογία.
Γιατί καταστρέφεται το σπίτι των παιδιών μας. Η γη.
Έτσι, απλά.

Παρασκευή 21 Αυγούστου 2009

Η μικρή Ελένη κάθεται και κλαίει...

Έχει περάσει πολύς καιρός, κοντά δυο μήνες, από την πρώτη βδομάδα του Ιουνίου και με υπομονή περιμένω να καταπέσει λιγάκι ο κουρνιαχτός από τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών στο χώρο της ανανεωτικής και ριζοσπαστικής αριστεράς.
Περιμένω όπως περιμένει κανείς μια ομάδα παιδιών, που έπεσαν κι έγδαραν τα γόνατά τους, να σταματήσουν κάποια στιγμή τις γοερές κραυγές για να μπορέσει να συνεννοηθεί μαζί τους. Όπως περιμένει κανείς να σταματήσουν πλέον τα μυξοκλάματα για να γίνει αντιληπτό επιτέλους τι προσπαθούσαν να κάνουν πριν πέσουν, γιατί έπεσαν, πόσο σοβαρά είναι τα τραύματά τους, τι χρειάζονται ως θεραπεία οι πληγές. Αυτά όμως δεν σταματάνε τις φωνές και τις στριγκλιές. Αντίθετα, τα βάζουν με όλα και με όλους, ρίχνουν το φταίξιμο το ένα στο άλλο και συνεχίζουν να πασαλείβουν τα αίματα δημιουργώντας μεγαλύτερη σύγχυση για το πραγματικό μέγεθος και την πραγματική φύση των πληγών.
Είναι προφανές –και αυτονόητο, για μένα– ότι δεν θα σηκωθώ βέβαια να φύγω παρατώντας τα πάντα. Αλλά και η υπομονή έχει όρια. Κάποια στιγμή τέλος πάντων αυτή η αναταραχή πρέπει να καταλαγιάσει. Πρέπει να σταματήσουν τα παιδιαρίσματα, για να μην πω τα μωρουδίσματα. Η ψυχραιμία εξέλιπε εντελώς. Η σοβαρότητα, η ωριμότητα, η περισυλλογή, η αξιοπρέπεια, η ανοχή, η ικανότητα για ειλικρινή αυτοκριτική και ανάληψη ευθυνών, ο σεβασμός, η συλλογικότητα, ο ρεαλισμός, η μαχητικότητα, αλλά και το ηθικό ανάστημα παρουσίασαν μεγάλο έλλειμμα. Ακόμα και η στοιχειώδης ευφυΐα τίθεται πλέον σε αμφισβήτηση, όπως δείχνει το τελευταίο επεισόδιο (βλ. Π. Κοροβέσης) στο σίριαλ. Όλα αυτά ξαφνικά έγιναν ζητούμενα στον συγκεκριμένο πολιτικό χώρο. Έναν ευρύτατο, στη βάση του, πολιτικό χώρο ο οποίος εμπνέει και κινητοποιεί ανθρώπους, που ακριβώς αυτά τα στοιχεία έχουν ως διακριτικά χαρακτηριστικά των πολιτικών τους αντιλήψεων και της κοινωνικής τους δράσης.
Αντίθετα από τα αναμενόμενα, ο συγκεκριμένος πολιτικός φορέας μοιάζει πάρα πολύ με μια μικρογραφία του τρόπου με τον οποίο η χώρα μας συνολικά συνηθίζει να λειτουργεί σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο, δηλαδή αυτιστικά. Κινείται σαν να αδιαφορεί ή, μάλλον, να αγνοεί ότι υπάρχουν πράγματα που συμβαίνουν και έξω από τα στενά της όρια. Ο αγώνας της ζωής συνεχίζεται με μικρά, μεγάλα ή κοσμοϊστορικά γεγονότα ερήμην μας. Δεν είναι δυνατόν να τρωγόμαστε μέσα στο σπίτι μας για το ποιος θα καθίσει στην πολυθρόνα ή τον καναπέ, ποιος θα κλειστεί στο δωμάτιό του, ποιος θ’ αλλάξει την καμένη λάμπα, ποιος θα βάλει το όνομά του στο κουδούνι, ποιος θα μαγειρέψει και ποιος θα αποφανθεί αν είναι καλός ο νοικοκύρης. Δεν επιτρέπονται όλα αυτά, όταν έξω από την πόρτα μας γίνεται χαλασμός και εμείς δεν είμαστε εκεί, έξω, «[σ]την πολιτεία με τα ροζιασμένα χέρια της, την πολιτεία του μεροκάματου,/την πολιτεία που ορκίζεται στο ψωμί και στη γροθιά της».
Αριστερά σημαίνει να κοιτάμε κατάματα την πραγματικότητα, γύρω μας και μέσα μας, και να ενεργούμε με ατομική συνείδηση και συλλογική δράση για να μετατρέψουμε το όνειρο για μια δίκαιη και αλληλέγγυα πανανθρώπινη κοινωνία από ουτοπία σε εφικτό στόχο. Ποια σχέση έχουν όλα αυτά που συμβαίνουν στο συγκεκριμένο χώρο με τα χαρακτηριστικά και τις επιδιώξεις των αριστερών πολιτών;

Πέμπτη 20 Αυγούστου 2009

Δεν δίνει του αγίου του νερό

Έτσι λέγανε κάποτε με απέχθεια για την τσιγγουνιά που εκφραζόταν με παγερή αδιαφορία για τον πάσχοντα συνάνθρωπο. Τι γίνεται όμως όταν δικάζεται και τιμωρείται κάποιος, επειδή προσπάθησε να κρατήσει στη ζωή κάποιους άγνωστους σ’ αυτόν απελπισμένους ανθρώπους προσφέροντάς τους λίγο νερό; Ποια ρήση μπορεί να επινοηθεί για να στιγματίσει μια τέτοια αποτρόπαιη περίσταση;
Ας ξεκινήσουμε από τα βασικά. Υπάρχει σαφής εννοιολογική διαφορά μεταξύ δικαίου (: το σύνολο κανόνων που ρυθμίζουν την κοινωνική συμβίωση) και δικαιοσύνης (: το σύστημα με το οποίο εξασφαλίζεται η εφαρμογή των κανόνων δικαίου μιας κοινωνίας). Στο πλαίσιο δε του δικαίου, υπάρχει η διάκριση ανάμεσα στο φυσικό (άγραφο, εθιμικό) και το θετικό (γραπτό, θεσμοθετημένο) δίκαιο. Ένα παμπάλαιο ερώτημα αναδύεται γι’ άλλη μια φορά και απαιτεί απαντήσεις.
Από την εποχή των σοφιστών ξεκίνησε η διερεύνηση της σχέσης –συχνότατα, της σύγκρουσης– ανάμεσα στο φυσικό δίκαιο και το θεσμικό δίκαιο. Πάνω στην ακμή του δουλοκτητικού συστήματος αμφισβητήθηκε ο ίδιος ο θεσμός της δουλείας, για ν’ αναφέρουμε ένα πρώτο παράδειγμα. Ο Σοφοκλής, κινούμενος μέσα στο πλαίσιο των ίδιων αντιλήψεων, προκρίνει ηθικά τον άγραφο νόμο έναντι του γραπτού μέσω της σύγκρουσης του Κρέοντα και της Αντιγόνης στην ομώνυμη τραγωδία του –ανεξάρτητα από το αν προσδίδει επιπλέον και μια θρησκευτική χροιά σ’ αυτή την αντιπαράθεση. Στη διάρκεια των αιώνων που ακολούθησαν οι άνθρωποι βελτίωσαν τους όρους της ατομικής και συλλογικής τους ζωής διορθώνοντας, άλλοτε βίαια κι άλλοτε ειρηνικά, τη νομοθεσία που ρύθμιζε την ομαλή λειτουργία του κοινωνικού συνόλου. Και το έκαναν αυτό κάθε φορά ανατρέχοντας στο φυσικό δίκαιο, μελετώντας το και ανασύροντας από εκεί δικαιώματα που τα θεσμοθέτησαν στη συνέχεια ως φυσικά δικαιώματα του ανθρώπου, όπως το δικαίωμα της ζωής, της ελευθερίας κ.ά. Για την αλήθεια του πράγματος είναι αρκετή μια ματιά στα κείμενα της γαλλικής και της αμερικανικής επανάστασης, όπως αργότερα και στις διάφορες διακηρύξεις που υπογράφτηκαν στο πλαίσιο του Ο.Η.Ε. ή άλλων διεθνών οργανισμών.
Τι γίνεται όμως τώρα; Περιπτώσεις σαν το περιστατικό, που λειτούργησε ως αφορμή γι’ αυτό το σημείωμα και που πιθανόν να μην είναι μεμονωμένο, αποκαλύπτουν πολλά για την εποχή μας. Οι περισσότεροι μιλούν για περίοδο στασιμότητας ή κρίσης. Κρίσης οικονομικής, κοινωνικής, ηθικής. Αυτά που καταγράφονται όμως γύρω μας, κοντά και μακριά μας, δεν δείχνουν απλώς μια στασιμότητα ή κρίση. Αποτελούν τεκμήρια οπισθοδρόμησης. Επιστρέφουμε πίσω σε εποχές όπου η δικαιοσύνη, ως σύστημα εφαρμογής των ισχυόντων σε μια κοινωνία νόμων, έρχεται σε κατά μέτωπο σύγκρουση με το πανανθρώπινο δικαίωμα για ζωή.
Δεν πρόκειται μάλιστα για απλή σύγκρουση μεταξύ δικαιοσύνης και φυσικού δικαίου. Το αμερικανικό δικαστήριο δικάζει και τιμωρεί κάποιον, επειδή επιχείρησε να βοηθήσει κάποιους ανθρώπους να ζήσουν και τους ευχήθηκε καλή τύχη στην προσπάθειά τους! Η δικανική αυτή απόφαση επομένως όχι μόνο παραγνωρίζει το φυσικό τους δικαίωμα για ζωή, αλλά και ανασκευάζει πλήρως την ισχύ του φυσικού δικαίου, διότι όχι μόνο δεν διασφαλίζει το δικαίωμα στη ζωή, αλλά και τιμωρεί αυτόν που επιχείρησε να το στηρίξει ενστερνιζόμενος και εφαρμόζοντας το φυσικό δίκαιο. Πάνω σε ποια ηθική βάση το ίδιο αυτό δικαστήριο θα τιμωρήσει κάποιον που με την αδιαφορία του –την «εγκληματική αμέλειά» του, όπως είναι ο νομικός όρος– επέτρεψε ή και προκάλεσε το θάνατο κάποιου ανθρώπου;
Αν μεταφέρουμε το περιστατικό στις δικές μας συνθήκες, το υποθετικό σκηνικό θα ήταν το εξής: Μερικοί «παράνομοι» μετανάστες επιχειρούν να μπουν στη χώρα μας διασχίζοντας τις θάλασσες που την περιβάλλουν. Η βάρκα τους βουλιάζει μεσοπέλαγα. Κάποιο περαστικό ψαροκάικο τους περιμαζεύει και τους διασώζει. Οι ψαράδες ωστόσο οδηγούνται στο δικαστήριο και τιμωρούνται για «υπόθαλψη σε λαθρομετανάστευση»!
Πόσα σκαλιά μεσολαβούν ανάμεσα στην αδιαφορία μας για τα πραγματικά αίτια της «παράνομης» μετανάστευσης (ποιος άλλωστε θέλει πραγματικά και επιλέγει ελεύθερα να φύγει από την πατρίδα και τους οικείους του για να γίνει μετανάστης;) και την υιοθέτηση της προαναφερθείσας συμπεριφοράς από την κοινωνία μας; Φοβάμαι πως δεν είναι και τόσο πολλά όσο νομίζουμε!
Είναι όμως τόσα ακριβώς όσα μεσολαβούν από τη στασιμότητα και την κρίση μέχρι την οπισθοδρόμηση και τη σήψη.

Τετάρτη 19 Αυγούστου 2009

Ελεύθερες πτώσεις

Όλα γύρω είναι τόσο φωτεινά, σχεδόν διάφανα, που δεν μπορώ να ξεχωρίσω χρώματα. Βρίσκομαι στον ουρανό. Όχι ακριβώς, αλλά πάντως πάρα πολύ ψηλά. Όχι σε κάποιο ψηλό κτήριο και ασφαλώς όχι μέσα σ’ αεροπλάνο. Είμαι στον αέρα. Είναι δύσκολο να πω με απόλυτη ακρίβεια πού τέλος πάντων βρίσκομαι, αφού αυτό το πού αλλάζει συνεχώς μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου.
Κινούμαι με μεγάλη ταχύτητα. Δεν πετάω. Πέφτω. Έχω απλώσει χαλαρό το σώμα μου μπρούμυτα στον αιθέρα με τα χέρια και τα πόδια ορθάνοιχτα σαν πεντάκορφο αστέρι, αλλά η κίνησή μου είναι κάθετη εφόρμηση. Διασχίζω τα στρώματα του αέρα το ένα μετά το άλλο. Νιώθω την πυκνότητά τους, αλλά και τα κενά ανάμεσά τους σε κάθε τετραγωνικό εκατοστό του δέρματός μου. Ανασαίνω τη φρεσκάδα τους και τα προσπερνώ ένα προς ένα σπεύδοντας να συναντήσω το επόμενο.
Η γη μεγαλώνει μπροστά στα μάτια μου κι αρχίζω να διακρίνω λεπτομέρειες. Δεν υπάρχει εκεί κάτω αστικός χώρος. Η απουσία ανθρώπινης ύπαρξης είναι παντελής. Η επιφάνεια του εδάφους, που πλησιάζει με διαυγή βραδύτητα αλλά και πολύ γρήγορα, κυματίζει νωχελικά ανάμεσα σε ακίνητες πεδιάδες, λιβάδια απείθαρχα και νωθρούς λόφους. Δεν διακρίνω πουθενά βράχους και τα βουνά υψώνονται γαλαζωπά πέρα μακριά στον ορίζοντα, σχεδόν στο ύψος των ματιών μου. Το βλέμμα μου ξεφυλλίζει με προσήλωση τα χρώματα που καθένα με τη σειρά του χειραφετείται από την ενιαία θολούρα που δεν τα άφηνε να ξεχωρίσουν. Με γραμμές άλλοτε αυστηρές κι άλλοτε ενδοτικές διαχωρίζεται το σκούρο καφετί, σχεδόν μαύρο του οργωμένου χώματος από το χλωρό πράσινο των νεαρών σπαρτών και το κουρασμένο κίτρινο που περιμένει τη σειρά του για το θερισμό. Πού και πού μικρές ή μεγάλες συστάδες δέντρων υποβάλλουν τις δικές τους προτάσεις σ’ όλες τις δυνατές αποχρώσεις του πράσινου, του κίτρινου, του καστανού, ακόμα και του κόκκινου. Ρουφάω διψασμένα το άρωμα του νοτισμένου χώματος, του φρέσκου φύλλου, του τριμμένου ξερόχορτου, του σκαλισμένου κορμού, της πρώτης πρωινής δροσιάς πάνω στα πέταλα των λιγοστών λουλουδιών.
Στο μεταξύ, εξακολουθώ να πέφτω. Κανένα σφίξιμο. Καμιά ανησυχία. Κανένας ίλιγγος. Ούτε καν αυτός που τόσο επιδιώκαμε παιδιά όταν γυρίζαμε σα σβούρα γύρω από το κέντρο του σύμπαντός μας, τον εαυτό μας. Ή τότε που μπαίναμε γεμάτοι από την προσδοκία του φόβου στα τρενάκια του λούνα παρκ λαχταρώντας τον ελεγχόμενο πανικό που μας προκαλούσε το κενό στο στομάχι στις ψηλές κι απότομες κατηφόρες.
Πέφτω. Αλλά δεν πέφτω από κάπου. Πέφτω προς κάπου. Υπάρχει διαφορά.
Πέφτω και δεν έχω το δυσάρεστο, σχεδόν αμήχανο συναίσθημα που δημιουργεί η προσπάθεια να στηριχτείς σ’ έναν τοίχο που τελικά δεν υπάρχει πίσω σου. Δεν έχω καν την ανεπαίσθητη σκοτοδίνη του ανθρώπου που λικνίζεται με την πλάτη προς τη φορά που κινείται το τρένο. Πέφτω απολαμβάνοντας την πτώση και τα δώρα της, σαν το πλούσιο ταξίδι του μεγάλου Αλεξανδρινού.
Πέφτω κι έχω συνάμα τη βαθιά επίγνωση του πότε και πώς θα τελειώσει αυτή η κίνηση. Θέλω ν’ απαλλάξω τον εαυτό μου από τα δυσάρεστα κι αποφασίζω ότι, μια και δεν υπάρχει κανένας λόγος να φοβάμαι προκαταβολικά, θα χορτάσω το εξαίσιο θέαμα και τη μοναδική αίσθηση. Μόνο στο τέλος, εκεί λίγα εκατοστά πριν αγγίξω την αγκαλιά του προορισμού μου, θα κλείσω τα μάτια. Και αυτό κάνω.
Την άλλη μέρα το πρωί με διαψεύδει το μαξιλάρι μου.

Τρίτη 18 Αυγούστου 2009

Μαγικό φίλτρο

(:φίλητρον :φίλος :φιλῶ, δηλ. αγαπώ)
Αγαπάμε τους φίλους μας, διότι είναι μια μικρή πολύτιμη δόση ελευθερίας στη ζωή μας, αφού τους διαλέγουμε εμείς και γιατί από μας εξαρτάται το πόσο πολύ και για πόσο καιρό θα τους αγαπάμε. Αγαπάμε τους φίλους μας, επειδή καλύπτουν τα κενά μας και ικανοποιούν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο τις εκάστοτε ανάγκες μας. Αγαπάμε τους φίλους μας, αφού μας μοιάζουν κι έχουν τις ίδιες επιθυμίες, τις ίδιες προτιμήσεις και τα ίδια γούστα με μας. Πολύ συχνά μάλιστα έχουν και τις ίδιες αντιλήψεις και ασπάζονται τις ίδιες αρχές με τις δικές μας.
Ταυτόχρονα όμως τους αγαπάμε το ίδιο, επειδή είναι διαφορετικοί από μας και μας συμπληρώνουν σε ό,τι είμαστε ελλιπείς. Είναι τα κομμάτια που απουσιάζουν από το παζλ του εαυτού μας για να αισθανθεί ολόκληρος. Τα μάτια τους είναι ο καθρέφτης μας. Μέσα σ' αυτά αναγνωρίζουμε την εικόνα μας. Αυτήν που μας αναπαριστά όπως νομίζουμε ότι (ή θα θέλαμε να) είμαστε, αυτήν που μας δείχνει ειλικρινά όπως είμαστε, αυτήν που μας προβάλλει όπως θα έπρεπε να είμαστε. Αν είμαστε δε τυχεροί και διαλέξαμε καλούς καθρέφτες, στα μάτια των φίλων μας διακρίνουμε και τις τρεις αυτές εικόνες, οπότε ανάλογα ρυθμίζουμε και την πορεία μας στη ζωή.
Στη γέννηση μιας φιλίας βέβαια δεν είναι καθόλου αμελητέος ο παράγοντας τύχη, μιας και είναι ζήτημα συγκυρίας το αν θα βρεθούν στο δρόμο μας άνθρωποι που θέλουμε ή μπορούμε να χτίσουμε και να διατηρήσουμε μαζί τους μια τέτοια σχέση. Ωστόσο είναι πάντοτε προσωπική μας υπόθεση το αν θα αναγνωρίσουμε ως τέτοια μια ευκαιρία και το αν και τι θα κάνουμε για να την αξιοποιήσουμε.
Είναι αλήθεια πως η φιλία –αυτή πολύ περισσότερο ίσως από τις άλλες ανθρώπινες σχέσεις– απαιτεί προσπάθεια και εγρήγορση, αλλά είναι εξίσου γεγονός ότι προσφέρει απλόχερα και γενναιόδωρα την ανταμοιβή της. Η ίδια η ύπαρξη της φιλίας αναιρεί την έννοια της μοναξιάς. Μοιράζει τον πόνο και πολλαπλασιάζει τη χαρά. Ο φιλικός λόγος ενθαρρύνει σαν φανατικός οπαδός τον αγώνα μας και καταπραΰνει τις πληγές μας αποτελεσματικότερα κι από το καλύτερο βάλσαμο.
Η φιλία, προ πάντων, φωτίζει μπροστά μας την ελπίδα ότι μπορεί κάποτε ακόμη και ν’ αγαπήσουμε, έστω και λιγάκι, τον εαυτό μας.

Δευτέρα 17 Αυγούστου 2009

Μισημένες λέξεις

Το πιο απεχθές λεκτικό σύνολο: ποτέ ξανά!
Να ξέρεις με απόλυτη σιγουριά πως στιγμές πολύτιμες δεν θα επαναληφθούν, γιατί το άλλο πρόσωπο δεν είναι πια εδώ να τις ξαναζωντανέψεις μαζί ή να δημιουργήσεις καινούργιες –και πάλι– μαζί. Όταν δια παντός, μαζί με το άλλο πρόσωπο, έχουν αναχωρήσει εικόνες ακίνητες και σκηνές ολόκληρες, ήχοι μουγγοί και ψίθυροι ηχηροί, βλέμματα απλανή κι εύγλωττες ματιές. Όταν σιγούν για πάντα κουβέντες του αέρα και συζητήσεις εμβριθείς. Όταν δεν σου γεμίζουν πια την ψυχή μυρωδιές αγαπημένες και οικεία αρώματα, γιατί δεν υπάρχει πια η πηγή τους. Όταν το δέρμα δεν αναριγά πλέον από τα φευγαλέα αγγίγματα ούτε προσδοκά τα πολυπόθητα χάδια, όταν το σώμα δεν έχει πού να κουρνιάζει πια, γιατί… ποτέ ξανά!
Να ξέρεις ότι δεν θα σου δοθεί άλλη ευκαιρία να πεις ή να κάνεις κάποια πράγματα που παρέλειψες από φόβο ή ανέβαλες από αλαζονεία. Να γνωρίζεις πως δεν έχεις πια τη δυνατότητα να μιλήσεις ή να ενεργήσεις με άλλο, καλύτερο τρόπο. Να υποκύπτεις στην ακλόνητη βεβαιότητα ότι είναι αδύνατον πλέον ν’ αλλάξεις, να διορθώσεις καταστάσεις και συμπεριφορές, τον ίδιο τον εαυτό σου. Να πρέπει να επιβιώσεις κουβαλώντας το άχθος του «ὅ γέγονε, γέγονε». Να υποχρεώνεσαι να συμβιβαστείς με το αέναο των εκκρεμοτήτων σου, που θα πρέπει τώρα να τις μετονομάσεις σε τύψεις, γιατί… ποτέ ξανά.
Η απόγνωση του αδυσώπητου και αμετάκλητου «ποτέ πια!». Είναι η ομολογία μιας πλήρους ήττας. Είναι η αποδοχή ενός τέλους. Είναι η σκληρότερη δοκιμασία που έχεις να περάσεις, γιατί καλείσαι να την αντιμετωπίσεις μέσα στη μοναξιά της οριστικής απώλειας.

Τετάρτη 12 Αυγούστου 2009

Είμαστε ό,τι σκεφτόμαστε;

Στη ζωή μας διαρκώς αναρωτιόμαστε, προβληματιζόμαστε, αναλύουμε, διερευνούμε και επινοούμε, σχεδιάζουμε και προγραμματίζουμε. Τις πιο πολλές φορές μάλιστα όλα αυτά έχουν ως αντικείμενο όχι μόνο τον εαυτό μας αλλά και τους άλλους ανθρώπους, γιατί επηρεάζουν με τρόπο άμεσο ή έμμεσο τη ζωή μας. Προσπαθούμε να κατανοήσουμε τις σκέψεις και τα συναισθήματά τους, τα κίνητρα και τους στόχους τους με απώτερο σκοπό να προβλέψουμε τις αντιδράσεις και τις πράξεις τους.
Το κάνουμε αυτό είτε στην καθημερινότητά μας με τα προβλήματά της είτε στη διάρκεια ενός παιχνιδιού (ποδόσφαιρο ή πινγκ πονγκ, κρυφτό ή σκάκι). Άλλωστε αυτός είναι και ένας βασικός ρόλος του παιχνιδιού: προετοιμάζει και εξασκεί για τον αγώνα της ζωής. Γι’ αυτό και το παιχνίδι εξακολουθεί να αποτελεί την ευκολότερη και αποτελεσματικότερη μέθοδο μάθησης.
Όταν καταφέρνουμε λοιπόν να μπούμε στο μυαλό του άλλου –ας πούμε του ποινικού απατεώνα ή του κοινωνικού αριβίστα–, γινόμαστε και ένα μαζί του; Το ότι μπορούμε καμιά φορά να μπούμε στη θέση του σημαίνει ότι ταυτιζόμαστε μ’ αυτόν, ότι είμαστε ίδιοι μ’ αυτόν; Η απάντηση εύκολα προκύπτει αρνητική, γιατί υπάρχει μια λεπτή αλλά ουσιαστική διαφορά ανάμεσα στο «σκέφτομαι και δρω με τον ίδιο τρόπο» και το «καταλαβαίνω πώς σκέφτεται και γιατί δρα έτσι ο άλλος». Η δυνατότητα κατανόησης της σκέψης και της συμπεριφοράς του άλλου καταδεικνύει ευφυΐα, πνευματική, συναισθηματική ή κοινωνική. Εξάλλου αυτό που ορίζει τελικά την ποιότητα της ηθικής δεν είναι η σκέψη ή η πρόθεση, αλλά η πράξη.
Υπάρχει όμως και ένα στάδιο που συχνά διαφεύγει της προσοχής μας. Είναι αυτό που μεσολαβεί ανάμεσα στη σκέψη και την πράξη. Μιλάω για κείνο το στάδιο στο οποίο παίρνουμε την τελική απόφαση για την όποια πράξη μας. Είναι η στιγμή κατά την οποία επιλέγουμε ποια ποιότητα ηθικής διεκδικούμε. Τότε βρισκόμαστε επί ξυρού ακμής για τα μικρά και μεγάλα «ναι» και «όχι» της ζωής μας. Εκεί συμπυκνώνεται η ανθρώπινη υπόστασή μας και η τραγικότητα των μικρών και μεγάλων διλημμάτων της.

Σάββατο 8 Αυγούστου 2009

Ο άνθρωπος ή το σύστημα;

Το πρόβλημα της ανεργίας, που στην εποχή μας χτυπά απειλητικά την πόρτα σε όλο και περισσότερα σπιτικά εργαζομένων, είναι πολυσυζητημένο και μπορεί να καταντάει τετριμμένο και κουραστικό ως ανάγνωσμα. Μόνο που να, είναι ανθρώπινο πρόβλημα και ως τέτοιο δεν μπορεί εύκολα να αγνοηθεί.
Η οικονομική κρίση της περιόδου που διανύουμε έφερε στην επικαιρότητα ξανά τη θεωρητική συζήτηση στο οικονομικό, άρα και κοινωνικό, σύστημα που ακολουθεί η υφήλιος. Οικονομολόγοι, πολιτικοί, ειδικοί αναλυτές και δημοσιογράφοι επισημαίνουν τα κενά, τις αδυναμίες, τις στρεβλώσεις του και προβάλλουν τις προτάσεις τους για την επίλυση των δυσλειτουργιών του. Δεν ανήκω σ’ αυτούς. Ανήκω στην τάξη των εργαζομένων και με αυτή μου την ιδιότητα προσεγγίζω το ζήτημα.
Μια πρώτη εντύπωση, που θα μπορούσα να καταγράψω από την προσπάθειά μου να παρακολουθήσω τους ειδικούς, είναι ότι από τις περισσότερες προτάσεις τους περί ανάκαμψης και ανάπτυξης απουσιάζει ο άνθρωπος ως η βασικότερη παράμετρος. Ακούω και διαβάζω για μεθόδους, τεχνικές, αριθμούς, δομές, πολιτικές, ποσοστά και στατιστικές για τη θεραπεία και τη βελτίωση του συστήματος, αλλά ελάχιστα έως καθόλου μαθαίνω για το πώς οι άνθρωποι θα επιβιώσουν μέσα σ’ αυτό το σύστημα, αφού η αντιμετώπιση της ανεργίας φαίνεται να μην προκρίνεται στις προτεραιότητες των μεγάλων εγκεφάλων. Μειώσεις μισθών και συντάξεων, όπως και επινοήσεις μορφών «ευέλικτης απασχόλησης» (προσοχή: όχι εργασίας), αλλά και περιορισμός προσωπικού (διάβαζε: απολύσεις). Θαρρείς και ένας μηχανισμός μπορεί να λειτουργήσει χωρίς τα γρανάζια του, για να χρησιμοποιήσω όρους της βιομηχανικής εποχής, που στο όνομα της βασίλισσας παραγωγής αφαίρεσε ουσιαστικά στοιχεία από την υπόσταση του ανθρώπου. Ήταν η εποχή που το «σύστημα» θεοποιήθηκε και θεωρήθηκε πιο σημαντικό από τον ίδιο τον άνθρωπο, για την υπηρεσία του οποίου υποτίθεται ότι αναπτύχθηκε. Τι να το κάνω αν οι αριθμοί ευημερούν, αλλά δυστυχούν οι άνθρωποι;
Το ζήτημα της ανεργίας είναι πολύ σημαντικό για να υποβιβάζεται στην τελευταία θέση της ατζέντας. Πρώτο απ’ όλα πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι ο άνθρωπος, που χωρίς τη θέλησή του απομακρύνεται από την εργασία, στερείται τη δυνατότητα βιοπορισμού του, κάτι που αποτελεί συνταγματικό του δικαίωμα.
Υπάρχει όμως και ένα θέμα πολύ πιο βαθιά ανθρώπινο. Η ανάγκη του ανθρώπου να παράγει έργο είναι συστατικό στοιχείο της ίδιας της ουσίας του. Δεν εργάζεται μόνο για την επιβίωσή του. Τα χέρια και το μυαλό του παράγουν έργο ακόμη κι όταν έχει λύσει το πρόβλημα του βιοπορισμού του, σχεδόν αυθόρμητα. Διαφοροποιείται από τα υπόλοιπα έμβια όντα και ως προς αυτό: δεν αρκείται στην εύρεση και την κατανάλωση τροφής του, τον ύπνο και την αναπαραγωγή. Χρειάζεται να ενεργεί και πέρα από αυτόν το στενό κύκλο. Ο άνθρωπος έχει ανάγκη την εργασία ως παραγωγή έργου, γιατί έτσι βιώνει αληθινά τη ζωή του, έτσι αποδεικνύει ότι είναι ζωντανός: ως δημιουργός. Αρκεί να ρίξουμε ένα βλέμμα στο πώς μαραζώνουν οι απερχόμενοι από την ενεργό εργασιακή δράση, αν δεν έχουν κάποια άλλη δραστηριότητα στην οποία να μπορούν να διοχετεύσουν τη δημιουργικότητά τους.
Σε παρένθεση υποστηρίζω την άποψη ότι η παραγωγή έργου είναι εργασία και όχι δουλειά (εκ της δουλείας). Γι’ αυτό και είναι λίγες οι λέξεις που παρήχθησαν με αυτή τη σημασιολογική συνάφεια από την ετυμολογική ρίζα του "δουλεύω" (ακόμα και η «αναδουλειά» δεν είναι ακριβώς συνώνυμη της ανεργίας). Και ασφαλώς η εργασία δεν ταυτίζεται με την απασχόληση. Μπορούμε να απασχολήσουμε ένα παιδί που δεν μπορεί ή δεν ξέρει ακόμη πώς ν’ αξιοποιήσει ικανοποιητικά το χρόνο του. Δεν είναι δυνατόν όμως να «απασχολήσουμε» έναν εργαζόμενο! Ο όρος «ευέλικτη απασχόληση», που έγινε του συρμού στις μέρες μας, μάλλον αναδεικνύει την «ευελιξία» όσων εκμεταλλεύονται το έργο που παράγουν οι εργαζόμενοι.
Επιπλέον η απώλεια της εργασίας επιφέρει καίρια ψυχολογικά τραύματα: η αδυναμία της αυτάρκειας και του αυτεξούσιου προκαλεί αίσθημα ανελευθερίας, η αδυναμία της προσφοράς και συνεισφοράς συνοδεύεται από απογοήτευση, αίσθημα αχρηστίας, χαμηλή έως και μηδενική αυτοεκτίμηση. Όλα αυτά οδηγούν στην περιθωριοποίηση, με τις όποιες συνέπειες έχει αυτή για το άτομο και την κοινωνία.
Μήπως λοιπόν στη συζήτηση για την οικονομική κρίση, εκτός από τους πολιτικούς, τους οικονομολόγους και τους δημοσιογράφους, θα πρέπει να λάβουν το λόγο και οι κοινωνιολόγοι και οι ψυχολόγοι; Μήπως, λέω…

Παρασκευή 7 Αυγούστου 2009

Ο φόβος και οι "άλλοι"

Στη Βρετανία είχαν τους Ινδούς, τους Πακιστανούς και τους προερχόμενους από άλλες πρώην βρετανικές αποικίες. Στη Γαλλία τις εισροές από τις δικές της πρώην αποικίες. Στην Ισπανία έχουν τους μετανάστες από την Αφρική. Το ίδιο και στην Ιταλία, αλλά είχαν και τους Αλβανούς και τον φτωχό αγροτικό -«τεμπέλη»- νότο. Στην Ουγγαρία θυμήθηκαν τους Εβραίους, αλλά έχουν και τους Ρομά, που τους έχουν και στη Βουλγαρία και την Τσεχία. Στην Εσθονία και τη Λετονία έχουν τους ρωσικής καταγωγής. Στη χώρα μας είχαμε τους Ρομά, τους μουσουλμάνους, τους Εβραίους, τους καθολικούς, κατόπιν αποκτήσαμε τις Φιλιππινέζες, τους Αλβανούς και τους λοιπούς Βαλκάνιους, πριν διευρυνθεί η ποικιλία τους και από τους εξ Ασίας και Αφρικής προερχόμενους.
Τι τους έχει όλους αυτούς η Ευρώπη; Μα «ξένους», βέβαια! «Ξένους». Όχι όμως με την αρχαία σημασία της λέξης: φίλος από πατρογονική φιλοξενία (εξ ου και ο Ξένιος Ζευς)! «Ξένους» με τη σύγχρονη, τη μοντέρνα έννοια: ξένος= διαφορετικός= εχθρικός. Στις περισσότερες χώρες υπάρχουν δύο κατηγορίες κατοίκων: εμείς και οι «άλλοι». Αυτοί οι «άλλοι» έχουν πάντοτε «υποδεέστερη» φυλετική καταγωγή, εθνικότητα, θρησκεία, γλώσσα, συνήθειες, ήθη, πολιτισμό.
Δεν τους θέλουμε. Αλλά τους χρειαζόμαστε. Όχι μόνο για να κάνουν όλες τις δουλειές που εμείς φυσικά δεν καταδεχόμαστε να κάνουμε, αλλά και για να εκμεταλλευτούμε την αδυναμία, στην οποία έχουν περιέλθει από την ανάγκη της επιβίωσης. Δεν είναι άνθρωποι, είναι ανδράποδα. Υπάρχουν γύρω μας απλώς έτσι, χωρίς δικαιώματα, χωρίς συναισθήματα, χωρίς προσωπικότητα κι αξιοπρέπεια, ακόμη και χωρίς όνομα. Είναι βολικά «ξένοι» και, γι’ αυτό, τους χρειαζόμαστε.
Μπορούμε να τους αξιοποιήσουμε σαν σάκους του μποξ και να ξεθυμάνουμε πάνω τους όλα τα άγχη και τις φοβίες μας, όλες τις ανασφάλειες και τις μειονεξίες μας, όλα τα συμπλέγματα και τις ανικανότητές μας. Αντί ν’ αγκαλιάσουμε τη διαφορετικότητά τους για να κάνουμε πιο πλούσιο και πιο βαθύ τον πολιτισμό μας, τους στερούμε τη φωνή για να μπορούμε να λέμε χωρίς αντίλογο ότι για όλα όσα δεν πάνε καλά στη ζωή μας φταίνε αυτοί, οι «ξένοι».
Ένα πολύ χρήσιμο εργαλείο για την εκκόλαψη –ξανά- του αυγού του φιδιού. Το αυγό του φιδιού που βρίσκει την απαραίτητη θαλπωρή στην αγκαλιά του φόβου, ο οποίος τόσο έντεχνα καλλιεργείται διαρκώς και παντοιοτρόπως από τους έχοντες και εξουσιάζοντες. Όλα εκεί συντείνουν: στην ένταση του φόβου για τη ζωή, την υγεία, την περιουσία, την ευμάρειά μας. Κι όταν ο φόβος υιοθετείται από τους πολλούς, εύκολα στοχοποιούνται οι «άλλοι», οι «ξένοι». Γίνονται τόσο εύκολα αποδιοπομπαίοι τράγοι!
Έτσι δεν αντιλαμβανόμαστε ότι χρειάζεται και να σκεφτούμε λιγάκι, να προβληματιστούμε, ν’ αναζητήσουμε τις πραγματικές αιτίες της δυσλειτουργίας μας και να δράσουμε ανάλογα. Όπως καταναλώνουμε τα διαφημιζόμενα προϊόντα της αγοράς, έτσι καταναλώνουμε και συνθήματα και φόβους. Γιατί είμαστε πια μόνο καταναλωτές και καθόλου πολίτες.
Ο 18ος και ο 19ος αιώνας με τις επαναστάσεις τους υποσχέθηκαν πολλά στην Ευρώπη και τον κόσμο ολόκληρο. Ο 20ός αιώνας έδωσε τα δικά του σκληρά μαθήματα με τη γέννηση και την άνοδο του φασισμού σ’ όλες τις εκδοχές του. Δεν μπορούμε ούτε ως δικαιολογία να προβάλουμε την άγνοια.
Αυτό το δικαίωμα δεν το έχουμε!

Πέμπτη 6 Αυγούστου 2009

Η διάρκεια του εφήμερου

Υπάρχουν κάποια έντομα που ζουν μόνο είκοσι τέσσερις ώρες. Σε κάποιο ντοκιμαντέρ άκουσα να τα αποκαλούν εφήμερα. Η λέξη με τσίμπησε και, ξαφνικά, ο χρόνος της ζωής και η ζωή του χρόνου πήραν άλλες διαστάσεις.
Συνηθίσαμε εμείς, μες στη μακρόχρονη(!) ζωή μας, να χρησιμοποιούμε τον όρο «εφήμερο» συγκαταβατικά, σχεδόν περιφρονητικά. Δεν εκτιμούμε τα εφήμερα, γιατί δεν έχουν διάρκεια, μέγεθος μέσα στο χρόνο. Έχουμε γενικά την τάση να προκρίνουμε το πολύ και το μεγάλο.
Αναζητούμε το ελιξίριο της ζωής. Παλεύουμε να υποτάξουμε την αιωνιότητα. Αλλά, επειδή δεν μπορούμε –ακόμη(;)– να την κατακτήσουμε, εφευρίσκουμε την αιώνια μετά θάνατον ζωή. Βαυκαλιζόμαστε, από την άλλη πλευρά, με μια άνεση μακροβιότητας, την οποία συχνά δεν διαθέτουμε, παραμελώντας και περιφρονώντας τα πολύτιμα μικρά και στιγμιαία. Πολύτιμα, γιατί ακριβώς είναι φευγαλέα. Και, ενώ η ζωή μάς προσφέρει επανειλημμένα την ευκαιρία να διορθωθούμε, εμείς, παρερμηνεύοντας αυτές ακριβώς τις επαναλήψεις, θεωρούμε δεδομένο ότι θα είναι επ’ άπειρον και ανά πάσα στιγμή στη διάθεσή μας. Μέχρι να συνειδητοποιήσουμε ότι πάει, έφυγαν δια παντός οι πολύτιμες φευγαλέες στιγμές. Τότε πια είναι αργά.
Το στιγμιαίο όμως αποκτά την αξία του από τη σπανιότητα ή και τη μοναδικότητά του. Πώς θα ήταν αν στη ζωή μας βλέπαμε μόνο μία ανατολή και μόνο μία δύση του ήλιου; Πώς θα ήταν αν η νεότητα και η ακμή μας διαρκούσαν μόνο μερικές ώρες; Πώς θα ήταν αν τρώγαμε μόνο μία φορά και δεν κοιμόμαστε ποτέ στη ζωή μας; Πώς θα ήταν αν στη ζωή μας δεν υπήρχαν οι λέξεις «χτες» και «αύριο»; Πώς θα ήταν αν κάναμε μόνο μία φορά στη ζωή μας έρωτα; Πώς θα ήταν αν πεθαίναμε αμέσως μετά τη γέννα των παιδιών μας;
Πώς θα ήταν αν ολόκληρη η ζωή μας συμπυκνωνόταν σε μία μέρα;

Τρίτη 4 Αυγούστου 2009

Ενύπνιες εκπλήξεις

Έβλεπε πάντα πολλά όνειρα. Σ’ άλλα απ’ αυτά συμμετείχε ενεργά, αγωνιώντας ή διασκεδάζοντας –συνήθως το πρώτο, αλλά καθόλου σπάνιο και το δεύτερο. Σε άλλα όνειρα παρακολουθούσε τη δράση προσώπων οικείων ή αγνώστων, με έντονη ωστόσο την αίσθηση της προσωπικής παρουσίας στο χωροχρόνο της εξέλιξης σαν καλός θεατής που αντιδρά συναισθηματικά ή και εγκεφαλικά στην υπόθεση του έργου που διαδραματίζεται μπροστά του.
Κάτι που συνειδητοποίησε αργά ήταν το ότι στη συντριπτική τους πλειοψηφία αυτά τα όνειρα ήταν έγχρωμα. Κι αυτό το αντιλήφθηκε, όταν με έκπληξη σε μια συζήτηση έμαθε πως υπάρχουν άνθρωποι που βλέπουν μόνο ασπρόμαυρα όνειρα. Σχεδόν τους λυπήθηκε. Φαινόταν τόσο φυσιολογικό να βλέπει έγχρωμα όνειρα! Θυμήθηκε χρωματικές αποχρώσεις απαλές και ποικίλες σαν αυτές της φύσης που δεν τη στρέβλωσε ακόμη η ανθρώπινη παρουσία. Γεύτηκε χρώματα έντονα κι εκρηκτικά, πίδακες φωτός και λάμψης. Υπήρξαν και χρώματα καθαρά, σκέτα, χωρίς αποχρώσεις, σαν αυτά που προτιμούν τα παιδιά στις πρώτες τους ζωγραφιές. Δεν έλειψαν, βέβαια, και χρώματα πρόστυχα, που μύριζαν αποστροφή ή επίκριση ή ενοχή. Τα χρώματα ήταν πάντα εκεί, τόσο αναμενόμενα που δεν τα πρόσεχε.
Αυτό που πραγματικά ξάφνιασε ήταν ένα όνειρο γεμάτο μουσική, ένα όνειρο με πρωταγωνίστρια τη μουσική. Για πρώτη φορά –τουλάχιστον απ’ όσα η μνήμη είχε καταγράψει– η κυριαρχία της όρασης υποχωρούσε αφήνοντας στο προσκήνιο την ακοή. Και όχι μόνο. Δεν ήταν οι συνηθισμένοι ήχοι ή κρότοι, οι συνηθισμένες κουβέντες ή κραυγές ή, έστω, τα ψιθυρίσματα, που συχνά πυκνά επιβίωναν μετά το ξύπνημα. Αυτή τη φορά ήταν μια πανδαισία μουσικής και τραγουδιού, που διέγειρε τ’ αφτιά κι έπαλλε τις φωνητικές χορδές. Ρυθμός και μελωδία, ένταση και τρυφερότητα. Και συμμετοχή. Γιατί ήταν ταυτόχρονα ακροατής προσεκτικός αλλά και ενθουσιώδης παραγωγός αυτής της αρμονίας, ιδιότητες βιωμένες μοναχικά αλλά και συλλογικά.
Ξύπνησε με τ’ αφτιά πλημμυρισμένα και το λαιμό κουρασμένο και όλο το είναι κατακτημένο από νότες.
Ένα αναπάντεχο μουσικό δώρο. Γεμάτο χρώματα κι αυτό!
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...