Η ζωή δεν μετριέται από τον αριθμό των αναπνοών μας, αλλά από τις στιγμές που μας έκοψαν την ανάσα (George Carlin)


Αγαπώ τη Θάλασσα

Αγαπώ τη Θάλασσα.
Γιατί ξεκινάει με το θήτα των θέλω μου. Γιατί είναι ανοιχτή σαν τα άλφα που την απλώνουν. Γιατί το λάμδα της καμπυλώνει τη γλώσσα μου σε κύμα που σπάει μαλακά στο φράγμα των δοντιών μου. Γιατί τα σίγμα της μου χαϊδεύουν τ’ αφτιά σαν το φλοίσβο της σ’ έρημη παραλία.

Παρασκευή 18 Σεπτεμβρίου 2009

Η ανία των ζώων

Η αγέλη των νεαρών σκυλιών τριγυρνούσε βαριεστημένη μέσα στη νύχτα. Δεν πεινούσε, δεν διψούσε, δεν αντιμετώπιζε κανένα πρόβλημα επιβίωσης. Τριγυρνούσε χορτάτη και ασφαλής. Κανονικά έπρεπε να είναι ικανοποιημένη. Δεν ήταν όμως. Κάτι της έλειπε. Είχε συγκεντρωθεί από νωρίς στο συνηθισμένο στέκι της και παρακολουθούσε την ώρα να κυλά με βασανιστικά αργό ρυθμό. Μερικά από τα σκυλιά είχαν ξαπλώσει στη ζεστή ακόμη άσφαλτο και με τη γλώσσα κρεμασμένη έξω χάζευαν τους περαστικούς. Δυο τρία απ’ αυτά μύριζαν το ένα την ουρά του άλλου χωρίς όμως και πολλή όρεξη να προχωρήσουν παραπέρα το ερωτικό παιχνίδι. Κάποια άλλα είχαν αρχίσει να πειράζουν το ένα το άλλο με τον γνωστό χοντροκομμένο τρόπο τους και σύντομα τα άγρια παιχνίδια τους άγγιξαν τα όρια του κανονικού σκυλοκαβγά τρομάζοντας τους λιγοστούς περαστικούς. Πολύ σύντομα η αγέλη είχε κυριαρχήσει στο χώρο, καθώς οι άνθρωποι φρόντισαν προνοητικά να παρακάμπτουν την περιοχή. Τα σκυλιά σε λίγο κουράστηκαν να γαυγίζουν και άραξαν, χωρίς όμως και να ησυχάσουν. Ο αρχηγός της αγέλης, ένας νεαρός δυνατός σκύλος που επέβαλε την εξουσία του με τη βιαιότητα και την επινοητικότητά του, σήκωσε το κεφάλι του. Καταλάβαινε ότι αυτό που είχε κυριεύσει την αγέλη ήταν η ανία, η βαριεστιμάρα. Αυτό που έλειπε από τη βραδιά ήταν η δράση. Ένιωθε ότι η ίδια η εξουσία του δεν είχε λόγο ύπαρξης, αν η αγέλη αφηνόταν να βυθιστεί στην αδράνεια. Άσε που μπορούσε η ηγεμονία του να αμφισβητηθεί από κάποιον επίδοξο διεκδικητή. Αποφάσισε λοιπόν να χτυπήσει την ανία στη ρίζα της. Ανασηκώθηκε, τέντωσε αργά αργά τα πόδια του, σάρωσε την πλατεία γύρω ερευνητικά με το βλέμμα του και μύρισε τον αέρα. Σε μερικά λεπτά διέκρινε στο βάθος μια μικρόσωμη μοναχική ανθρώπινη σκιά. Αναγνώρισε τον Μάμπο, τον καλόβολο ανθρωπάκο που καθημερινά όλο και κάτι έβρισκε στις τσέπες του ή στις σακούλες που κρατούσε, κάτι για να φιλέψει κάποιο πεινασμένο αδύναμο σκυλάκι. «Επιτέλους, θα διασκεδάσουμε λιγάκι», σκέφτηκε. «Θα του κόψω ολόκληρο κομμάτι από τη γάμπα» δήλωσε στα υπόλοιπα σκυλιά και όρμησε πρώτος γαυγίζοντας άγρια. Η πρώτη του απόπειρα απέτυχε και ζήτησε από τα μέλη της αγέλης του να ακινητοποιήσουν τον ανθρωπάκο. Εκείνα όμως, είτε επειδή φοβόντουσαν, είτε επειδή κάποτε είχαν γευτεί κάποια λιχουδιά ή κάποιο χάδι από τον Μάμπο, είτε επειδή απλώς βαριόντουσαν, δεν κουνήθηκαν από τη θέση τους. Μόνο μια σκύλα ακολούθησε τον αρχηγό. Αυτή κατόρθωσε ν’ ακινητοποιήσει τον άνθρωπο αρπάζοντας γερά στα δόντια της το ένα του μπατζάκι. Ο αρχηγός των σκύλων είχε πια την ευκαιρία να περάσει στη δράση. Διασκέδασε την ανία του δαγκάνοντας, ξεσχίζοντας, κομματιάζοντας τον ανυπεράσπιστο ανθρωπάκο. Ματωμένος και παραπατώντας ο Μάμπο προσπάθησε να απομακρυνθεί. Ένας ηλικιωμένος σκύλος, παλιός και έμπειρος φύλακας, που ξεκουραζόταν στο κατώφλι του σκυλόσπιτού του πήρε είδηση την επίθεση. Γαύγισε δυνατά σημαίνοντας συναγερμό. Ο αρχηγός της αγέλης τα χρειάστηκε και έδωσε το σύνθημα της άτακτης φυγής. Πρόλαβαν όμως και τους έκοψαν το δρόμο δυο τρία άλλα σκυλιά που ανταποκρίθηκαν γρήγορα στο κάλεσμα του σκύλου-γεροφύλακα. Μια άλλη περαστική σκυλίτσα πλησίασε το αιμόφυρτο σώμα του Μάμπο και μύρισε την αδύναμη ανάσα του. Άρχισε αμέσως να γλείφει με περισσή φροντίδα τις πληγές του χαϊδεύοντάς τον ταυτόχρονα με τη μουσούδα της για να του δώσει κουράγιο…
Το περιστατικό, με μια αντιμετάθεση σκύλων και ανθρώπων στους επί μέρους ρόλους, δημοσιεύτηκε ως είδηση.

Κυριακή 13 Σεπτεμβρίου 2009

Ο τρόμος της λευκής σελίδας

Τα νοήματα φτεροκοπούν σαν τρομαγμένα πουλιά και χτυπούν στα τοιχώματα του εγκεφάλου ψάχνοντας να βρουν ανοιχτό παράθυρο προς την ελευθερία. Ο χώρος γεμίζει από ήχους που παραμένουν άναρθροι και η πίεσή τους χτυπά στα μηνίγγια της ψυχής. Δεν χωράνε σε λεκτικούς κορσέδες και δεν υποτάσσονται σε καμία τάξη. Γλιστράνε και ξεγλιστράνε σαν υδράργυρος ή μήπως σα μικρές σταγόνες αίματος;
Είναι τόσα πολλαπλά και τόσο διαφορετικά και τόσο άμεσα συνδεδεμένα μεταξύ τους. Όλα όμως διεκδικούν πιεστικά τη διατύπωσή τους και την απαιτούν ταυτόχρονα. Η λευκή σελίδα γίνεται πρόκληση και απειλή συνάμα.
Πρέπει κάποτε να εφευρεθεί ένας τρόπος γραπτής έκφρασης που να μπορεί να αποτυπώνει τη χαώδη κατάσταση της ανθρώπινης σκέψης. Να μπορείς να γράφεις γραμμές ανάμεσα στις γραμμές κι ανάμεσά τους άλλες γραμμές. Να μπορείς ν’ ανοίγεις άπειρες παρενθέσεις και αγκύλες πριν να σε υποχρεώσουν οι κανόνες του συντακτικού να βάλεις τελεία. Να μπορεί ο αναγνώστης σου ν’ αντιλαμβάνεται όλους τους αστερίσκους και τις παραπομπές της κάθε λέξης την ίδια στιγμή που διαβάζει αυτή τη λέξη. Μόνο τότε θα μπορεί πραγματικά να ανα-γιγνώσκει αυτά που γράφεις, αυτά που θέλεις να πεις.
Ακόμη και το λεγόμενο υπερκείμενο, που διέθεσε η τεχνολογία στη διάθεσή σου, δεν αρκεί. Γιατί δεν καταφέρνει να νικήσει το χρόνο. Μέσα σου η λέξη είναι μια νοηματική ολότητα μαζί με τους αστερίσκους της και τις παραπομπές της. Όλα μαζί αποτελούν ένα σημασιολογικό φορτίο που αγωνίζεσαι να μοιραστείς. Ο διαφορετικός χρόνος της ανάγνωσής τους κατακερματίζει αυτό το όλον σε μια κύρια σημασία και στις επεξηγήσεις και τις συμπληρώσεις της. Η κατάτμηση του χρόνου ανάγνωσης τεμαχίζει και αυτό που προσπαθείς να πεις ή να γράψεις. Αυτό που εκπέμπεις είναι τελικά λειψό, ορφανό, απογυμνωμένο από τα απαραίτητα συμφραζόμενά του, που απομένουν φυλακισμένα μέσα σου να σε ταλαιπωρούν.
Θάνατος από πνιγμό μπροστά σε μια λευκή σελίδα.

Δευτέρα 7 Σεπτεμβρίου 2009

Κλαυσίγελως

Ένα πολύ σύντομο ανέκδοτο:
Η ελληνική Αριστερά αγωνίζεται στο στίβο των πολιτικών προβλημάτων της κοινωνίας μας και δίνει την εκλογική μάχη ενωμένη.
Μπου χα χα!!!

Σάββατο 5 Σεπτεμβρίου 2009

Τα ανέκδοτα ως δείκτης

Τα ανέκδοτα, όποιο είδος χιούμορ και να τα διέπει (καυστικό, κρύο, πνευματώδες, λεκτικό, χοντροκομμένο, λεπτό, μαύρο κ.λπ), αποτελούν έναν ιδιάζοντα δείκτη μέτρησης μιας περιρρέουσας ατμόσφαιρας.
Μπορεί κανείς με αυτά να μετρήσει κατ’ αρχάς το βαθμό ευφυΐας του πομπού αλλά και των αποδεκτών τους. Μπορεί κανείς να διακρίνει τις κοινωνικές αντιλήψεις αυτού που τα αφηγείται και των ακροατών του. Από τα ανέκδοτα που λέγονται σε μια παρέα μπορεί κανείς να διακρίνει τον συνεκτικό της κρίκο όπως και το βάθος της οικειότητας που υπάρχει μεταξύ των μελών της. Μπορεί όμως από την άλλη μεριά και να καταγράψει την αδιόρατη αμηχανία μιας κοινωνικής ομήγυρης από τυχαία πρόσωπα, αφού πολλές φορές η αφήγηση ανεκδότων έρχεται να καλύψει ακριβώς την αδυναμία να βρεθούν άλλοι κοινοί τόποι συζήτησης. Όπως και να έχει, τα ανέκδοτα δηλώνουν την ανάγκη αλλά και τη διάθεση για την ευθυμία που εκτονώνει πιέσεις.
Τα περισσότερα ανέκδοτα επιτυγχάνουν το στόχο τους, την πρόκληση του αυθόρμητου γέλιου, μέσω της έκπληξης. Και το γέλιο γίνεται τόσο πιο πηγαίο όσο πιο δυνατή είναι η έκπληξη. Η έκπληξη, που αποτελεί την αποκορύφωση ενός ανεκδότου και το μέτρο της ποιότητάς του, στηρίζεται κυρίως στην ανατροπή του αναμενόμενου, του προβλέψιμου. Το χιούμορ, ως ανατρεπτική αντιμετώπιση της πραγματικότητας, αποκτά έτσι ένα στοιχείο επαναστατικό. Είναι μια μορφή αντίδρασης σε ό,τι μας θλίβει, σε ό,τι μας θυμώνει, σε ό,τι μας περιορίζει. Είναι μια εύθυμη, θετική προβολή του ανθρώπινου φαντασιακού. Εδώ εντοπίζεται και η λυτρωτική του δύναμη.
Παλιότερα τα ανέκδοτα στις παρέες έδιναν και έπαιρναν. Ακόμη και σε δύσκολες συλλογικά περιόδους, όπως η μεταπολεμική ή η εποχή της χούντας, τα ανέκδοτα έπαιζαν τον εποικοδομητικό τους ρόλο. Οι άνθρωποι κρατούσαν με αυτά ζωντανές τις προσδοκίες και τα όνειρά τους, γιατί διέθεταν αξιακές αφετηρίες. Στην εποχή μας έχουν εκλείψει οι ηθικές σταθερές, έχουν θολώσει τα σημεία αναφοράς, τα οράματα για ένα καλύτερο αύριο γίνονται όλο και πιο φασματικά. Η πραγματικότητα σε όλους τους τομείς της καταπιέζει αφόρητα τον άνθρωπο. Τα ανέκδοτα λειτουργούν και πάλι ως δείκτης. Μόνο που τώρα καταδεικνύουν τα κοινωνικά και πολιτικά μας αδιέξοδα με την απουσία τους. Ποια ήταν η τελευταία φορά που ακούσαμε ένα καλό καινούργιο ανέκδοτο;
Δεν είναι ότι δεν έχουμε ανάγκη, και μάλιστα επιτακτική, να γελάσουμε. Κάθε άλλο. Το κουράγιο για αντίδραση και η ελπίδα της ανατροπής είναι που χάνονται. Η δύναμη να γελάσουμε, έστω και με τον εαυτό μας και την κατάντια μας όπως παλιά, ξεθύμανε. Αυτό είναι και το πιο ανησυχητικό.
Ένα ανέκδοτο, ρε παιδιά, γιατί χανόμαστε!

Τετάρτη 2 Σεπτεμβρίου 2009

Ο πολιτισμός στο χώρο της δουλειάς

Οι μαθητές και οι μαθήτριες απολαμβάνουν τις τελευταίες μέρες της θερινής τους σχόλης, τουλάχιστον οι μικρότερης ηλικίας, ή έχουν ήδη μπει στο μαγγανοπήγαδο της φροντιστηριακής μελέτης, κυρίως οι των δύο τελευταίων τάξεων. Όλοι όμως, φαντάζομαι, χαίρονται την ελευθερία έξω από το σχολικό μαντρί. Μέχρι λοιπόν ν’ αντικρίσω τα καινούργια, ίσως και φρέσκα, βλέμματά τους γύρω μου κι απέναντί μου, περιορίζομαι –ή συμβιβάζομαι(;)– στην παρατήρηση των ενηλίκων.
Όλοι μας έχουμε τις αδυναμίες μας, τα ελαττώματά μας και, βέβαια, τις στιγμές όπου η πίεση της δουλειάς γίνεται αφόρητη, τουλάχιστον για όσους από μας θέλουμε και προσπαθούμε ν’ ανταποκριθούμε στις απαιτήσεις της ικανοποιητικά. Τότε όμως, σ’ αυτές τις δύσκολες στιγμές της έντασης, είναι που μετριόμαστε. Τότε είναι που καταθέτουμε τα διαπιστευτήρια της ευγένειάς μας, της αξιοπρέπειάς μας, της αίσθησης που έχουμε για το δίκαιο.
Όταν δεν εκτονώνουμε τον εκνευρισμό μας σε ανθρώπους που δεν τον προκάλεσαν. Όταν δεν κρυβόμαστε πίσω από την ισχύ της όποιας θέσης μας στην ιεραρχία για να προσβάλουμε όσους προσωπικά αντιπαθούμε και δεν μπορούν να μας αντιμετωπίσουν με ίσους όρους. Όταν δεν ξεσπάμε την οργή μας επί δικαίων και αδίκων, γιατί μας λείπει η διαύγεια της ψυχραιμίας. Όταν δεν τα βάζουμε με αθώους που αδυνατούν να μας αντικρούσουν, γιατί φοβόμαστε τους πραγματικούς ενόχους ή δεν αντέχουμε να αντιπαρατεθούμε με ισχυρούς χαρακτήρες. Όταν δεν υποσκάπτουμε το κύρος και την αξία των συναδέλφων μας για την επαγγελματική μας αναρρίχηση. Όταν δεν σφετεριζόμαστε τη δουλειά τρίτων για την προσωπική μας ανάδειξη. Όταν δεν προφασιζόμαστε αδυναμία, για ν’ αποφύγουμε τα δύσκολα και το ξεβόλεμά μας. Όταν δεν μειώνουμε τη δουλειά των άλλων, για να προβάλουμε τη δική μας ή, το χειρότερο, για να κρύψουμε τη δική μας ανικανότητα.
Τότε είναι που δίνουμε τα δείγματα της ηθικής μας, της ανθρωπιάς μας εν τέλει.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...