Η ζωή δεν μετριέται από τον αριθμό των αναπνοών μας, αλλά από τις στιγμές που μας έκοψαν την ανάσα (George Carlin)


Αγαπώ τη Θάλασσα

Αγαπώ τη Θάλασσα.
Γιατί ξεκινάει με το θήτα των θέλω μου. Γιατί είναι ανοιχτή σαν τα άλφα που την απλώνουν. Γιατί το λάμδα της καμπυλώνει τη γλώσσα μου σε κύμα που σπάει μαλακά στο φράγμα των δοντιών μου. Γιατί τα σίγμα της μου χαϊδεύουν τ’ αφτιά σαν το φλοίσβο της σ’ έρημη παραλία.

Σάββατο 24 Οκτωβρίου 2009

Παιδικές ερωτήσεις

Το νήπιο μόλις που είχε ξεφύγει από το στάδιο της μονολεκτικής έκφρασης και άρχιζε να σχηματίζει τις πρώτες του ολοκληρωμένες προτάσεις. Ακολουθώντας το αρχέγονο ένστικτο της επιβίωσης, οι περισσότερες φράσεις του ήταν επιταγές που ζητούσαν την ικανοποίηση των αναγκών του.
Πολλές ήταν όμως και οι απορίες που διατύπωνε. Μόνο που αυτές αιφνιδίαζαν επανειλημμένα με την ποικιλία τους θέτοντας σε διαρκή εγρήγορση τους αποδέκτες των ερωτήσεων. Δεν είναι καθόλου εύκολο ν’ απαντήσεις στην ερώτηση –και μάλιστα διπλή: «Γιατί, μαμά, ο ήλιος κρύβεται πίσω από τα σύννεφα; Για να μη βρέχεται;». Κοίταζες τα μάτια του και σχεδόν έβλεπες το μυαλουδάκι του να έχει βάλει σε πλήρη λειτουργία όλα του τα γρανάζια.
Οι παιδικές ερωτήσεις σε βρίσκουν σαν κεραυνοί εν αιθρία. Σε αφοπλίζουν με τη διαύγεια και την αυστηρότητά τους. Σε εκπλήσσουν με την ευστοχία τους. Αγνοούν περιφρονητικά τα συμφραζόμενα των μεγάλων ακολουθώντας την ελεύθερη πτήση του μυαλού που δεν έχει μάθει ακόμη να υπακούει σε κανόνες. Έχουν την επιμονή που αποκαλύπτει μιαν ανάγκη εξίσου ζωτική με την πείνα και τη δίψα. Την ανάγκη του ανθρώπου να μάθει και να κατανοήσει.
Πόσο απάνθρωπο μπορεί να χαρακτηριστεί ένα εκπαιδευτικό σύστημα που εκμηδενίζει αυτή την ανάγκη; Πόσο αντίθετο προς την ανθρώπινη φύση είναι ένα σχολείο που κάνει το παν ώστε να μη γεννιούνται πια αυτά τα ζωτικά «γιατί» στα παιδικά μυαλά; Θαρρείς και είναι δυνατό να προχωρήσουμε χωρίς φρέσκα «τι, ποιος, πώς, πού;» και, προ πάντων, «γιατί;»!
Με αφορμή αναμνήσεις από τα παιδικά χρόνια του Y.B.-N.

Κυριακή 18 Οκτωβρίου 2009

Μετρητές οικειότητας

Πολύ συχνά αισθανόμαστε οχληρή αμηχανία ή ακόμα και αναίτια ενοχή, όταν κάποιες στιγμές μεταξύ των ανθρώπων που βρίσκονται μαζί μας σ’ ένα χώρο κυριαρχεί η σιωπή. Αρχίζει τότε μια πανικόβλητη αναζήτηση ενός κοινού τόπου, ενός θέματος για συζήτηση, θαρρείς κι αυτή η σιωπή μειώνει ακόμα περισσότερο τη θερμοκρασία στην παγωμένη ατμόσφαιρα. Ο καιρός ή τα ανέκδοτα είναι συνήθως η κατάληξη σε τέτοιου είδους απεγνωσμένες απόπειρες.
Εξίσου συχνή είναι και η εμπειρία ανάλογων δυσάρεστων συναισθημάτων, όταν πάλι άνθρωποι στενά συνδεδεμένοι μεταξύ τους που βρίσκονται στον ίδιο χώρο μαζί μας αρχίζουν να καβγαδίζουν με έντονο ύφος. Άλλοτε μας δημιουργούν την ανάγκη να παρέμβουμε ως διαιτητές με κίνδυνο να παρεξηγηθούμε κι από τις δύο αντιμαχόμενες πλευρές και άλλοτε να καταφύγουμε σε αυτοεξευτελιστικές συμπεριφορές του είδους «δεν ξέρω, δεν καταλαβαίνω τίποτε», «σφυρίζω αδιάφορα», «άλλα λόγια, ν’ αγαπιόμαστε».
Και οι δύο αυτές καταστάσεις είναι εξαιρετικά δυσάρεστες. Θεωρούμε ότι πηγάζουν είτε από απλή αδιαφορία είτε από αγένεια είτε από βαθύτατη περιφρόνηση αυτών των ανθρώπων για τις συνέπειες που προκαλεί στους τρίτους η συμπεριφορά τους. Γι’ αυτό, πολλές φορές αποφεύγουμε το συγχρωτισμό με τα άτομα που υποβάλλουν σε τέτοιου είδους ταλαιπωρία την ψυχική μας γαλήνη, αν όχι και τις αντοχές μας.
Από την άλλη μεριά, υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι γύρω μας –πολύ λίγοι αυτοί–, μπροστά στους οποίους δεν λογοκρίνουμε το θυμό μας ούτε αποφεύγουμε ενώπιόν τους να συγκρουστούμε με τους δικούς μας. Νιώθουμε ότι η γνώμη τους και τα συναισθήματά τους για μας και τα δικά μας πρόσωπα δεν θα επηρεαστούν, γιατί θεωρούμε ότι μας ξέρουν ήδη καλά κι έχουν κάνει τις επιλογές τους. Δεν θα χρειαστεί κάποια διαδικασία αποκατάστασης, αφού δεν διαταράσσεται καθόλου η ισορροπία των σχέσεων.
Με τον ίδιο τρόπο, υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι, εξίσου λίγοι, που μαζί τους η σιωπή δεν γίνεται καθόλου ενοχλητική. Μοιάζει να συνεχίζει άηχα και εξίσου αποτελεσματικά μιαν ήδη αρχινισμένη συζήτηση. Παίρνει τη μορφή ενός ιδιότυπου σεβασμού στην ελευθερία του άλλου ν’ αποσυρθεί για λίγο από το διάλογο καταφεύγοντας στον εαυτό του και τις εσωτερικές του διεργασίες. Και δεν προκύπτει καμία ανάγκη να διατυπωθεί δικαιολογία ή απολογία για τη σιωπή αυτή.
Αν μπορούμε επομένως να διακρίνουμε τις δύο πρώτες απωθητικές καταστάσεις από τις θετικές τους εκδοχές με κριτήριο το πόση ενόχληση μπορεί να προκαλέσει μια σιωπή ή μια σύγκρουση, τότε έχουμε στη διάθεσή μας δυο αρκετά αξιόπιστους μετρητές οικειότητας.

Παρασκευή 16 Οκτωβρίου 2009

Μάθημα λογοτεχνίας

Πρωινό Παρασκευής, στα μέσα του τρελά αποσυντονισμένου Οκτώβρη, που μέχρι προχτές φορούσε τα κλεμμένα ρούχα και το λιόφωτο στεφάνι του Ιούνη. Άλλα έλεγε το ημερολόγιο και άλλα η ατμόσφαιρα. Σήμερα όμως είναι αλλιώς. Σαν να κοίταξε ξαφνικά το ρολόι του ο καιρός και να κατάλαβε ότι άργησε. Η αλλαγή, αν και προεγνωσμένη από τους μετεωρολόγους, είναι εντυπωσιακή.
Έξω από τα σκονισμένα σχολικά παράθυρα με τις τραβηγμένες, χωρίς την απειλή του ήλιου, κουρτίνες ο κόσμος σκοτείνιασε από έναν ουρανό που έσκυψε συνοφρυωμένος πάνω από την πόλη. Τα μαύρα σύννεφα πλάκωσαν τη σπάνια για αστικό σχολικό κτήριο ανοιχτή θέα κι έμοιαζαν να θέλουν να εισβάλουν μέσα στις αίθουσες.
Όταν ξέσπασε το ακατάσχετο κλάμα τους, τα εφηβικά βλέμματα, ένα-ένα, άρχισαν κι αυτά να ξεστρατίζουν. Στην αρχή με σύντομες, φευγαλέες ματιές ξεκολλούσαν από τον πίνακα, από τ’ ανοιχτά βιβλία και τα τετράδια, από το πρόσωπο της καθηγήτριας, για να ξεκλέψουν στιγμιότυπα της πρώτης δυνατής, πραγματικά φθινοπωρινής, μπόρας. Το νερό της βροχής ξέπλυνε με λεπτές κλωστές τη σκόνη και γρήγορα τις μετέτρεψε σε καραβόσκοινα που μαστίγωναν την αυλή, το στέγαστρο των κερκίδων, τις μπασκέτες και τα λιγοστά δέντρα.
Τώρα πια μέσα στη σχολική αίθουσα αποξεχάστηκαν εντελώς τα μητρικά αμαρτήματα και τα παιδικά παράπονα του παραμελημένου Βιζυηνού. Τα εφηβικά μάτια απέμειναν να κοιτούν τον έξω κόσμο βυθισμένα σε βαθιά ρέμβη. Με μια ασυνείδητα κατακτημένη ελευθερία. Σε μια σιωπή εκ των έσω και, ταυτόχρονα, εσωστρεφή. Δεν υπήρχε καμιά απολύτως πρόκληση ή αναίδεια ή ανία. Μόνο ένας συγχρονισμένος ομαδικός και κατά μόνας ρεμβασμός, σεβαστικός και σεβαστός συνάμα.
Η καθηγήτρια έριξε κι εκείνη μια ματιά έξω. Και κατάλαβε. Κατάλαβε πολύ καλά. Ωστόσο εκείνη τη γοήτευσαν περισσότερο αυτά τα νεανικά βλέμματα που δραπέτευαν από τα κλειστά παράθυρα με διακριτική αποφασιστικότητα και ακουμπούσαν πάνω στο νερό μαλακά –ακόμα και στοχαστικά, θα μπορούσε να πει– τη δικιά τους υγρασία. Διάβασε στους ανάλαφρους κυματισμούς τη μελαγχολία της οριστικής αποδοχής ότι το καλοκαίρι και τ’ αστεία του έφυγαν πια. Διάβασε τη μελαγχολία της συννεφιάς που απάγει το γαλανό φως. Διάβασε τη μελαγχολία του κλεισμένου μέσα που κοιτάει με νοσταλγία το έξω. Διάβασε τη μελαγχολία του θέλω που υποκύπτει στο πρέπει. Διάβασε τη νοτισμένη λέξη του τέλους.
Διάβασε... Εξάλλου, μάθημα λογοτεχνίας είχε.

Πέμπτη 8 Οκτωβρίου 2009

Ο αγώνας του θυμού

Να επιμένεις ν’ αγωνίζεσαι για να καταφέρεις να κρατήσεις ζωντανή την ευκαιρία ν’ αγωνίζεσαι δείχνει, αν μη τι άλλο, συνέπεια σε μια συγκεκριμένη στάση ζωής, που βασικό χαρακτηριστικό της είναι η άρνησή σου να ενδώσεις. Σημαίνει αταλάντευτη προσήλωση στις αξίες που σε κινητοποιούν.
Να μπαίνεις στο γήπεδο με το θυμό να σε πλημμυρίζει, επειδή στα αποδυτήρια και στον πάγκο οι προπονητές τσακώνονται ακόμα για την τακτική του παιχνιδιού, κι εσύ να συντονίζεσαι αρμονικά με τους συμπαίκτες σου, να τα δίνετε όλα και ν’ ανατρέπετε κάθε προγνωστικό, που ήθελε την ομάδα να πέφτει κατηγορία, δείχνει ότι εσύ τουλάχιστον αγαπάς και ιδρώνεις για τη φανέλα. Σημαίνει ότι τιμάς την ιστορία της και πιστεύεις στο μέλλον της, αδιαφορώντας για την αντίξοη διαιτησία.
Όχι, δεν μιλάω για την ΑΕΚ και τους φιλάθλους της. Μιλάω για τον ΣΥ.ΡΙΖ.Α. και τους ψηφοφόρους του. Μιλάω για την πολιτική τους συμπεριφορά και τις βαθιά ριζωμένες πεποιθήσεις τους. Και μιλάω, βέβαια, για το θυμό τους, που καλό είναι να μην τον αφήσουν να ξεθυμάνει.
Τον δικό μου το θυμό θα τον κρατήσω στην ίδια ένταση αναμμένο. Θα τον προφυλάξω από την πιθανή βροχή των πολλών μικρών «εγώ» και τις μικρομέγαλες προδοσίες τους. Θα τον προστατεύσω από τα ψυχρά ρεύματα της παραίτησης και της απάθειας. Θα τον συδαυλίζω διαρκώς με το πείσμα του «εμείς» που έρχεται από πολύ παλιά και την ελπίδα που οδηγεί πολύ μακριά.
Το δικό μου το θυμό θα τον κρατήσω ζωντανό για να μου επιβεβαιώνει ότι είμαι ακόμα ζωντανή.

Κυριακή 4 Οκτωβρίου 2009

Κυριακή εκλογών

Βγήκα από το σπίτι μου σε μια κυριακάτικη ηλιόλουστη Αθήνα. Προχωρημένο πρωινό, κοντά μεσημέρι. Η κίνηση στους δρόμους ήρεμη και το μόνο ασυνήθιστο είναι η αυξημένη, για Κυριακή, συχνότητα εμφάνισης των μαζικών μέσων μεταφοράς. Οι άνθρωποι μοιάζουν να κάνουν τη βόλτα τους ανέμελα σπρώχνοντας τα καροτσάκια των μωρών ή κρατώντας χαλαρά από το χέρι τα νήπια. Συναντώ και αρκετούς ηλικιωμένους, που συνήθως τέτοια ώρα ή έχουν ήδη πιάσει θέση στα λιγοστά παραδοσιακά καφενεία ή έχουν επιστρέψει σπίτι τους μετά τον εκκλησιασμό. Το βλέμμα μου συλλαμβάνει και αρκετούς νεώτερους, που κανονικά θα βρίσκονταν ακόμη στο κρεβάτι τους μετά το ξενύχτι του Σαββατόβραδου ή θα είχαν ήδη απομακρυνθεί από το άστυ σε μια σύντομη απόδραση.
Μερικοί προσπαθούν να ισορροπήσουν στη μασχάλη τις πολυσέλιδες εφημερίδες με όλες τις προσφορές τους. Ό,τι δεν προλαβαίνουν μέσα στη βδομάδα να διαβάσουν, θα το ξεφυλλίσουν σήμερα. Γι’ αυτό άλλωστε και τα κυριακάτικα φύλλα έχουν αλλάξει πια σε ποσότητα και ποιότητα. Προσφέρουν κυρίως μια συνοπτική παρουσίαση των ειδήσεων ολόκληρης της εβδομάδας και είναι λίγες οι περιπτώσεις που περιέχουν και φρέσκο υλικό. Αναμασούν τετριμμένες αναλύσεις, τα άρθρα θέσεων σπανίζουν και καλύπτουν το κενό του υποβαθμισμένου λόγου τους με πολλές, περιττές πολλές φορές, φωτογραφίες σαν να πρόκειται για εικονογραφημένα περιοδικά. Την κατάσταση προσπαθούν να σώσουν τα ένθετα, κυρίως αυτά που ασχολούνται με τα «πολιτιστικά» –όρος όμως που το περιεχόμενό του έχει αποκτήσει την ιδιότητα του λάστιχου για να χωρέσει όλα τα γούστα. Κάποτε οι εφημερίδες ήταν δημοσιογραφικές. Τώρα πια δεν είναι. Θα πρέπει να τους βρούμε καινούργιο όνομα.
Έλεγα λοιπόν ότι βγήκα από το σπίτι μου αυτό το ήρεμο κυριακάτικο πρωινό. Για να ψηφίσω, φυσικά. Τίποτε όμως στην ατμόσφαιρα της γειτονιάς μου δεν μύριζε εκλογές. Και μάλιστα, βουλευτικές εκλογές. Λείπουν οι ήχοι των φωνών που συζητούν, διαφωνούν, διεκδικούν, συγκρούονται, πειράζουν ή κοροϊδεύουν. Λείπουν βέβαια και τα ανέκδοτα, ευρηματικά ή μη. Λείπουν τα χρώματα των κομμάτων και οι εικόνες των ταμπλό και των εκλογικών περιπτέρων σε κάθε πλατεία της πόλης. Λείπει εκείνος ο χαρακτηριστικός μικρός ή μεγάλος ηλεκτρισμός, η φανερή ή υποδόρια ένταση. Λείπει αυτό το κατιτίς που δεν μπορώ να προσδιορίσω.
Από την άλλη μεριά, σκέφτομαι ότι η γειτονιά μου φιλοξενεί πάρα πολλούς μετανάστες και η όλη διαδικασία τούς αφήνει απέξω, όσο και αν το αποτέλεσμα των εκλογών επηρεάζει άμεσα και τη δική τους ζωή.
Λες σε άλλες γειτονιές να είναι αλλιώς τα πράγματα; Πολύ αμφιβάλλω. Μου ήταν ιδιαίτερα αισθητή και στις υπόλοιπες συναναστροφές μου αυτή η πλαδαρότητα, η αδιαφορία, η αποστασιοποίηση, ακόμη και η αποστροφή ως αντιμετώπιση της εκλογικής διαδικασίας. Νομίζω ότι αυτό είναι αποτέλεσμα μιας συνεχούς και συνεπούς υπόγειας διεργασίας που εξελίσσεται την τελευταία εικοσαετία και που προσπαθεί να πείσει τους πολίτες για το περιττό και το μάταιο της ελάχιστης, έστω, συμμετοχής δια της ψήφου στα κοινά. Είναι προφανές ότι καθόλου δεν με είλκυαν οι φανατισμένες κομματικές συγκρούσεις του άλλοτε. Νοσταλγώ όμως τις παθιασμένες αντιπαραθέσεις ανθρώπων που είχαν πολιτική ιδεολογία και πίστευαν στις προοπτικές της.
Η κοινωνία των πολιτών, που πολλοί ευαγγελίζονται, υπονομεύεται σταθερά από τη μεγαλύτερη μερίδα του πολιτικού κόσμου και υποσκάπτεται έντεχνα από τον κυρίαρχο δημόσιο λόγο που αρθρώνεται στις μέρες μας. Μας μετατρέπουν σιγά-σιγά από πολίτες που συμμετέχουν και δρουν σε υπηκόους που παρακολουθούν και υφίστανται.
Αυτός είναι ο μεγαλύτερος φόβος μου.

Σάββατο 3 Οκτωβρίου 2009

Κάλπη εν όψει

Εξακολουθώ να ψηφίζω, γιατί επιμένω να διεκδικώ το δικαίωμα να πω και τον δικό μου λόγο για τα κοινά μας πράγματα, έστω και με τον ψιθυριστό πια ήχο που κάνει ο χάρτινος φάκελος που πέφτει μέσα στην κάλπη. Χρειάζομαι να πω αυτό που έχω να πω και να δηλώσω αυτό που υποστηρίζω, ανεξάρτητα από το αν ακούγομαι ή όχι. Με την αποδοχή ότι ανήκω στη μειοψηφία και ότι η πλειοψηφία θα επιβάλει τη θέλησή της. Έχω ανάγκη, για τη γαλήνη της συνείδησής μου, να εκφράσω τη γνώμη μου, να εκδηλώσω τη διαφωνία μου, να διατυπώσω την κριτική μου. Δεν βολεύομαι στη σιωπή της αποχής. Τις δυσκολίες της επιλογής δεν τις αγνοώ. Δεν αναγνωρίζω ωστόσο στον εαυτό μου το περιθώριο να τις προβάλλω ως δικαιολογία. Το θεωρώ φυγομαχία.
Απορρίπτω το «ωχ αδελφέ» και το «όλοι ίδιοι είναι» δεν με έχει πείσει απόλυτα. Η απόσυρση στην ιδιώτευση εξυπηρετεί την πολιτική άποψη ακριβώς που καταδικάζω. Αρνούμαι να παραχωρήσω στους επιδέξιους εκμεταλλευτές και τα πολιτικά τους ανδρείκελα τα ελάχιστα εκατοστά δημόσιου χώρου που μου αναλογούν. Αυτή την ελάχιστη ευθύνη δεν μπορώ να την αποποιηθώ.
Εξακολουθώ να πιστεύω στον Άνθρωπο. Και την ανθρωπιά την ορίζω ως συνισταμένη της ελευθερίας, της ισότητας, της δικαιοσύνης, της αλληλεγγύης για όλους τους ανθρώπους. Φρονώ ότι είναι ανθρώπινα χαρακτηριστικά η ευγένεια και ο σεβασμός προς το διαφορετικό. Θεωρώ ότι ο πλανήτης μας και το σύμπαν ολόκληρο είναι το σπίτι που μας χωράει όλους και το οποίο πρέπει να διαφυλάξουμε για τις επερχόμενες γενεές ανθρώπων. Με ενοχλούν οι υποκριτές και οι αριβίστες. Με θυμώνουν οι εγωιστές και οι αλαζόνες. Με εξοργίζουν οι αδιάφοροι και οι σιωπούντες που βρίσκουν κατόπιν εορτής τη μιλιά τους για να πουν «τα ’λεγα εγώ».
Γι’ αυτό τοποθετούμαι στην Αριστερά.
Με πνίγουν όμως οι «ιδεολογικοί» κορσέδες που απαιτούν από μένα να περιμένω μια μεταφυσικής πλέον διαστάσεως σοσιαλιστική ανατροπή.
Γι’ αυτό επιλέγω την πολύχρωμη Αριστερά που αγωνίζεται με ανενδοίαστη πίστη στον Άνθρωπο και για το συνάνθρωπο. Με ευαισθησία και ανυποχώρητη συνέπεια για το περιβάλλον. Την Αριστερά που διαρκώς ανανεώνεται και ανανεώνει, την Αριστερά που υιοθετεί ριζοσπαστικές θέσεις, την Αριστερά που ακατάπαυστα κινητοποιείται. Την Αριστερά που, αν θέλετε, τολμά να δημοσιοποιεί τους εσωτερικούς καβγάδες της και να δέχεται την κριτική των φίλων της και να αποδέχεται τις συνέπειες των σφαλμάτων της.
Επιμένω, βλέπετε, ότι τα όνειρα είναι εφικτά.

Παρασκευή 2 Οκτωβρίου 2009

Στην εποχή της έντασης

Να ξεκινάς κάθε μέρα για το σχολείο αρκετά νωρίτερα, γιατί τα παιδιά δεν έχουν ακόμη παραλάβει τα σχολικά εγχειρίδια (σε τρία από τα επτά αντικείμενα που διδάσκεις) και πρέπει να τους βγάλεις τις απαραίτητες φωτοτυπίες. Να φτάνεις στο σχολείο και να μην προλαβαίνεις να πεις την καλημέρα σου, γιατί πρέπει επειγόντως να σταλούν το τάδε και το δείνα e-mail που απαιτούν το Γραφείο Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης ή το Υπουργείο, αλλά δεν υπάρχει γραμματέας στη σχολική μονάδα και ο καθηγητής της Πληροφορικής τρέχει και, φυσικά, δεν προλαβαίνει τα πάντα. Ας μπορούσες τουλάχιστον να πεις ότι η εισαγωγή της τεχνολογίας στη διοίκηση της εκπαίδευσης απλοποίησε κάποιες διαδικασίες! Κάθε άλλο. Όλα όσα κάναμε παλιά εγγράφως (εννοώ: χειρόγραφα), τώρα γίνονται και ηλεκτρονικά, με αποτέλεσμα τα γραφειοκρατικά καθήκοντα να πολλαπλασιάζονται αντί να μειώνονται! Να προχωράει κούτσα-κούτσα η σχολική σου μέρα και να προσπαθείς να γνωριστείς με τα νέα παιδιά με τα οποία θα συνεργαστείς εφέτος και να μαθαίνεις ότι το αυριανό πρόγραμμα δεν ισχύει, γιατί κάποιοι συνάδελφοί σου μετακινούνται σε άλλες σχολικές μονάδες λόγω προσωρινής τοποθέτησης ή εξαιτίας λανθασμένων εκτιμήσεων στις αρχικές τοποθετήσεις ή κατόπιν ενστάσεων κατά των οριστικών τοποθετήσεων. Να υποχρεώνεσαι σε νέα κατανομή των διδασκομένων αντικειμένων μεταξύ των εκπαιδευτικών που διδάσκουν τα αντικείμενα του κλάδου σου, επειδή στις αρχές του Οκτωβρίου γίνονται ακόμη μετακινήσεις διδασκόντων στις σχολικές μονάδες. Να χτυπάει κόκκινο το θερμόμετρο του εκνευρισμού μεταξύ των συναδέλφων με καθημερινές γκρίνιες, παρεξηγήσεις, παράπονα, εγωισμούς και μονομερείς διεκδικήσεις, αφού η απόλυτη ρευστότητα, η διαρκής ανασφάλεια και οι συνεχείς αλλαγές είναι το μόνο σταθερό στίγμα της παιδευτικής διαδικασίας που υποτίθεται ότι ξεκινά με την έναρξη της σχολικής χρονιάς. Να μαθαίνεις ότι ούτε οι διευθυντές των σχολικών μονάδων στη Διεύθυνση Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, όπου υπηρετείς, θα παραμείνουν σίγουρα στη θέση τους, μιας και «πέφτουν» οι πίνακες ορισμού τους λόγω σοβαρότατων παρατυπιών κατά τη διαδικασία επιλογής τους, που πραγματοποιήθηκε πριν 2-3 χρόνια και είχε από τότε καταγγελθεί, αλλά μόνο τώρα η δικαιοσύνη απεφάνθη. Να φεύγεις κάθε μέρα από το σχολείο και να μην έχεις μπορέσει ούτε για μια στιγμή να γευτείς τη χαρά και την ικανοποίηση από ένα επάγγελμα που διάλεξες επειδή το αγαπάς πολύ. Να φτάνεις στο σπίτι σου με συσσωρευμένο θυμό και να σκέφτεσαι την προετοιμασία της δουλειάς σου για την επόμενη μέρα με βαθιά απόγνωση, γιατί πριν καλά-καλά κλείσει ο πρώτος μήνας του σχολικού έτους σε ακυρώνει ήδη η εξάντληση.
Απαιτεί τελικά πολλή αγάπη, πολύ μεράκι, πολλή δύναμη και μια δόση μαζοχισμού το να θέλεις ακόμη να υπηρετείς στην ελληνική δημόσια εκπαίδευση!
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...