Η ζωή δεν μετριέται από τον αριθμό των αναπνοών μας, αλλά από τις στιγμές που μας έκοψαν την ανάσα (George Carlin)


Αγαπώ τη Θάλασσα

Αγαπώ τη Θάλασσα.
Γιατί ξεκινάει με το θήτα των θέλω μου. Γιατί είναι ανοιχτή σαν τα άλφα που την απλώνουν. Γιατί το λάμδα της καμπυλώνει τη γλώσσα μου σε κύμα που σπάει μαλακά στο φράγμα των δοντιών μου. Γιατί τα σίγμα της μου χαϊδεύουν τ’ αφτιά σαν το φλοίσβο της σ’ έρημη παραλία.

Παρασκευή 24 Δεκεμβρίου 2010

Καλά Χριστούγεννα!

Ξέρω… Ξέρω… Η γερμανική δεν είναι και η πιο δημοφιλής γλώσσα αυτό τον καιρό.
Έλα όμως που αγαπώ πολύ τα γερμανικά χριστουγεννιάτικα τραγούδια; Χώρια που είναι συνδεδεμένα με τις τρυφερότερες παιδικές αναμνήσεις μου…
Και τι καλύτερο για τις φετινές χριστουγεννιάτικες ευχές από ένα χορωδιακό κομμάτι που, ενώνοντας και εναρμονίζοντας πολλές φωνές, δημιουργεί την προδιάθεση και για ανάλογη ψυχική διαδικασία;
Το τραγούδι που ακολουθεί το έχω σε χιλιοπαιγμένο βινύλιο με την παιδική χορωδία της Βιέννης. Ουράνιος ήχος! Δυστυχώς δεν το βρήκα σε φιλμάκι, αλλά η εκτέλεση που ακολουθεί ήταν από τις πιο σεβαστικές που μπόρεσα να βρω.
Πρόκειται για ένα χριστουγεννιάτικο τραγούδι της Βοημίας, με βάση το οποίο έγραψε το γερμανικό κείμενο στα 1870 ο Carl Rieder, διευθυντής της εκκλησιαστικής χορωδίας της Λειψίας. Οι στίχοι του προσκαλούν τους ποιμένες να δουν τη γέννηση του Σωτήρα και να δοξάσουν όσα ο ουρανός υπόσχεται: επί γης ειρήνη!
Πρόσκληση σε πίστη, λοιπόν!
Η δικιά μου πίστη;
Είναι η πίστη στην αλληλεγγύη, τη δικαιοσύνη, την αγάπη, την αλήθεια, την αισιοδοξία, την αξιοπρέπεια, τη συνέπεια, τη μαχητικότητα. Είναι η πίστη που πηγάζει από τον Άνθρωπο και κατευθύνεται στην ανθρωπιά.
Η πίστη στον Γιο του Ανθρώπου!
Έχετε τις θερμότερες ευχές μου!

Σάββατο 11 Δεκεμβρίου 2010

Να γιατί εξακολουθώ να ονειρεύομαι...

Σε μια προσπάθεια να καταδείξω ότι δεν είναι ρομαντική ονειροπόληση τα όσα αναφέρθηκαν στην προχθεσινή ανάρτηση παίρνω τη σκυτάλη από την Ginger και αναδημοσιεύω χωρίς πολλά σχόλια ένα μαντάτο που τεκμηριώνει τη βασιμότητα όσων επιμένουν να αισιοδοξούν.
Στον 1ο Πανελλήνιο Μαθητικό Διαγωνισμό Ψηφιακού Βίντεο της ΕΡΤ, ανάμεσα στα συνολικά 57 σχολεία που πήραν μέρος, το πρώτο βραβείο για τη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση απονεμήθηκε στη συμμετοχή του 2ου Γυμνασίου Πρέβεζας με το βίντεο του Λουκά Λελόβα που ακολουθεί.
Δεν θα σταθώ στην ποιότητα του έργου. Μπορούμε ο καθένας και η καθεμιά μας να κρίνουμε. Θα στρέψω όμως την προσοχή στον αριθμό των συμμετοχών: 57!
Μόνο;
Ή
Τόσα πολλά;
Θέμα οπτικής, σαν το μισό ποτήρι νερό…
Προσωπικά θα συγχαρώ όχι μόνο τους βραβευθέντες, αλλά και όσους προσπάθησαν με τη συμμετοχή τους να κάνουν το κάτι παραπάνω.

Ωστόσο, θα καταγράψω έναν ακόμη προβληματισμό που μου προκλήθηκε κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας αυτής της ανάρτησης. Αφού διἀβασα την ωραία ανάρτηση της Ginger, προσπάθησα να συγκεντρώσω περισσότερες πληροφορίες. Η μηχανή αναζήτησης με παρέπεμπε μόνο σε ιστολόγια. Περιόρισα την αναζήτηση στην κατηγορία των ειδήσεων, αλλά το αποτέλεσμα ήταν μηδενικό. Άρχισαν να με ζώνουν τα φίδια της καχυποψίας. Μπήκα στην ιστοσελίδα της ΕΡΤ με ανάλογο αποτέλεσμα. Τελικά, χρησιμοποιώντας τα φραγκοχιώτικα (που τώρα τα λέμε greeklish) ανακάλυψα αυτό.
Η ερώτησή μου είναι γιατί, αν εξαιρέσουμε κάποιες τοπικές ειδησεογραφικές ιστοσελίδες, τα υπόλοιπα ΜΜΕ έθαψαν την είδηση; Ακόμα και η διοργανώτρια του διαγωνισμού ΕΡΤ την έχωσε κάπου στο βάθος!
Γιατί;

Τρίτη 7 Δεκεμβρίου 2010

Έχω ένα όνειρο... (I have a dream...)

Ονειρεύομαι ένα σχολείο όπου τα παιδιά και οι δάσκαλοι θα έρχονται με χαμογελαστά πρόσωπα, ανάλαφρο βήμα και καθάριο βλέμμα, γιατί θα ξέρουν το σκοπό που υπηρετεί. Ένα σχολείο όπου οι δάσκαλοι θα αγαπάνε αυτό που κάνουν και τα παιδιά θα εκτιμούν αυτό που παίρνουν. Ένα σχολείο όπου δάσκαλοι και παιδιά δεν θα στέκονται οι μεν απέναντι στα δε, αλλά θα είναι σύντροφοι σ’ ένα κοινό, συναρπαστικό ταξίδι.
Ονειρεύομαι ένα σχολείο όπου διαρκώς θα επιδιώκεται η γνώση, θα οξύνεται η κρίση και θα καλλιεργείται η κοινωνικότητα. Ένα σχολείο όπου θα είναι αυτονόητες κάποιες αξίες όπως ο σεβασμός του άλλου, η δικαιοσύνη, η ισότητα, η ειλικρίνεια, η συνεργασία και η αλληλεγγύη. Ένα σχολείο όπου η ανθρωπιά και η ελευθερία θα ανθίζουν.
Ονειρεύομαι ένα σχολείο όπου θα φωτίζονται όλες τις εκφάνσεις του πολιτισμού και όλοι οι πολιτισμοί. Ένα σχολείο όπου η καθημερινή συναναστροφή όλων των μελών της κοινότητάς του θα θεμελιώνεται στην αμοιβαία εμπιστοσύνη. Ένα σχολείο όπου οι επιδοκιμασίες και οι προτροπές θα είναι περισσότερες από τις επικρίσεις και τις απαγορεύσεις.
Ονειρεύομαι ένα σχολείο ανοιχτό για να ξεδιπλώνουν τα παιδιά όλες –τις όποιες– κλίσεις τους και να απολαμβάνουν την ικανοποίηση της αναγνώρισής τους. Ένα σχολείο ανοιχτό για τους δασκάλους που δεν θέλουν μόνο να διδάσκουν, αλλά και να στηρίζουν και να συνεργάζονται και –γιατί όχι;– να μαθαίνουν. Ένα σχολείο ανοιχτό στο μέλλον, γιατί θα σέβεται κριτικά το παρελθόν.
Ονειρεύομαι ένα σχολείο ανοιχτό στον κόσμο και τη ζωή. Ένα σχολείο ανοιχτό με θέα στους ανοιχτούς ορίζοντες της ψυχής και του πνεύματος.
Ονειρεύομαι ένα σχολείο ΑΝΟΙΧΤΟ!

Δευτέρα 29 Νοεμβρίου 2010

Είσοδος; Έξοδος; Όπως το δει κανείς...

 Updated
Άνοιξε την πόρτα και βγήκε μέσα. Έκανε ψύχρα. Η ατμόσφαιρα βούρκωνε βαριά, αλλά δεν έλεγε να ξεσπάσει σε κλάμα. Η μυρωδιά της κλεισούρας τρυπούσε τα ρουθούνια. Έκλεισε τα μάτια μπας και να διακρίνει καλύτερα μες στο μισόφωτο. Σκιές σε πολύ αργή κίνηση θύμιζαν το έξω απ’ όπου είχε βγει. Κάλυψε τ’ αφτιά με τις παλάμες κι αφουγκράστηκε. Η σιωπή ήταν εκκωφαντική. Έσφιξε τα δόντια, σφράγισε τα χείλη και κραύγασε. Οι βουβές λέξεις φτερούγισαν τρομοκρατημένες αναζητώντας την είσοδο προς τα έξω. Η εξορία στο μέσα είναι κατάσταση οριακή.
Και μετά… Μετά, ένα φτερό ακούμπησε ανάλαφρα το πόμολο κι αυτό ορθάνοιξε τα χαμόγελα. Μουσική από την (ε)ξωτική Βενεζουέλα δραπέτευσε από τον Ιούνιο για ν’ αερίσει τη συννεφιά με το χάδι του ενθουσιασμού. Νερένια ζεστασιά ξέπλυνε τη στυφή σκόνη. Μια Ελένη, ακυρώνοντας πολλά αδειανά πουκάμισα, αρχίνησε διακριτικά το παραμύθι. Την κόκκινη κλωστή δεμένη άρπαξε ένα Μυκονιάτικο πινέλο για να ζωγραφίσει φωτεινές νότες, δώρο για μια ξεχασμένη ονομαστική γιορτή. Ένας Κένταυρος χτύπησε δυνατά τις οπλές του στο χώμα, για να θυμίσει ότι η ζωή χτίζεται πάνω σ’ αυτό και χάρη σ’ αυτό. Βαθυγάλανα άστρα λαμπύρισαν την υπενθύμιση της ομορφιάς και λόγια μαχητικά σπάθισαν την αισιοδοξία τους. Λευκές και μαύρες σκέψεις συναντήθηκαν σ’ ένα σιδηροδρομικό σταθμό και συμφιλιώθηκαν με τις διαφορές τους. Οι σκιές εξαφανίζονται στο διακριτικό πέρασμα της ανεράιδας και τα χρώματα με ελεύθερη ζωγραφική γιορτάζουν το θρίαμβό τους. Η ποίηση τινάζεται και πάλι ψηλά, σταλαματιά σταλαματιά, από την ολοπόρφυρη ακακία. Μια πατρίδα μακρινή, δυο πατρίδες μακρινές, τρεις πατρίδες μακρινές και αλλοτινές διασώζονται στη θαλασσένια αγκαλιά που τις χαϊδεύει, την ώρα που η καλή μάγισσα τινάζει το ραβδί της και αρωματίζει με αφρούς μακρινών κυμάτων τη νίκη του φωτός.
Ευχαριστώ με μια αγαπημένη άρια από την Turandot του Puccini με τον Placido Domingo, την προτίμησή μου από τους θεωρούμενους τρεις μεγάλους τενόρους της εποχής μας. Κυρίως για την τελευταία της φράση:
Al alba vincero! (την αυγή θα νικήσω).

Σάββατο 20 Νοεμβρίου 2010

Από νέα βάση

Επανασυνδέομαι με τον έξω (και τον έσω) κόσμο και καλησπερίζω!
Βρε παιδιά, μήπως είδατε εσείς κάπου εκείνο το πολύτιμο ρηχό συρταράκι του γραφείου μου; Ανοίγω μια κούτα με την ένδειξη «γραφείο» και βρίσκω μέσα βάζα. Ανοίγω την άλλη με την ένδειξη «σαλόνι» κι ανακαλύπτω –προφανώς– τάπερ και λάμπες. Στα «κουζινικά» εντάχθηκαν, όπως είναι αυτονόητο, κάποιοι φάκελοι με σημειώσεις λογοτεχνίας και αρχαίων! Μαζί με τα ποτήρια βολεύτηκαν κι οι πένες μου! Βολεύτηκαν πάντως… Α, και τα μαχαιροπήρουνα για την κρεβατοκάμαρα προορίζονταν. Βρήκαν όμως το δρόμο τους. Εκείνο το συρταράκι ωστόσο, πουθενά! Χαμένο στη μετάφραση. Στη μετακόμιση, ήθελα να πω… Μήπως το πήρε το μάτι σας πουθενά;
Τέλος πάντων.
Σιγά σιγά θα πιάσω ρυθμό. Συνέβησαν πολλά σ’ αυτό το μεσοδιάστημα και πρέπει να τα τακτοποιήσω κι αυτά λιγουλάκι μέσα μου.
Για την ώρα, ευχαριστώ για τα ζεστά λόγια συμπαράστασης που έστειλαν οι καλές φίλες που απέκτησα απροσδόκητα εδώ μέσα και που κράτησαν ζωντανή την επαφή. Μου λείψατε. Να το πιστέψετε αυτό.

Και για να μη χάνουμε τη φόρμα μας, δημοσιεύω κι εγώ μια φωτογραφία του 2007 με το συνοδευτικό της κείμενο που έλαβα από μια πολύ καλή συνάδελφο και φίλη και που, απ’ ό,τι διαπιστώνω, κυκλοφορεί αρκετά στο διαδίκτυο.
«H εφτάχρονη πιτσιρίκα που πουλάει τα γλυκά στο δρόμο της Δαμασκού και ταυτόχρονα γράφει τα μαθήματά της (!) δεν άφηνε με τίποτε τον Wasim Kheir Beik να τη φωτογραφίσει. Τελικά ο φωτογράφος του πρακτορείου SANA πήρε αυτό που ήθελε με φακό από 30 μέτρα απόσταση (μαζί και το πρώτο βραβείο για το 2007 από την Ένωση Αραβικών Πρακτορείων Ειδήσεων), χαρίζοντας και σε μας τη θαυμάσια αυτή εικόνα με τα συγκινητικά μηνύματα…»
Τα σχόλια τ’ αφήνω σε σας. Ξέρετε εσείς…

Κυριακή 24 Οκτωβρίου 2010

Το βλέμμα και το αντικείμενο του βλέμματος

Μιλάμε συχνά για το πόσο επηρεάζεται η αντίληψή μας για πρόσωπα, πράγματα και καταστάσεις από την οπτική γωνία, κάτω από την οποία τα κοιτάζουμε. Είχα θίξει αυτό το θέμα και σε παλιότερη ανάρτηση. Οι περισσότεροι συμφωνούμε στο ότι αποκτούμε σφαιρικότερη αντίληψη για το παρατηρούμενο αντικείμενο, αν φροντίσουμε να το εξετάσουμε από πολλές γωνίες και, αν αυτό είναι δυνατό, από μη «κοινές» γωνίες.
Στην (αρκετά ρομαντική, είναι η αλήθεια) ταινία Ο κύκλος των χαμένων ποιητών ο δάσκαλος προσπάθησε —και κατάφερε— να το καταδείξει στους μαθητές του. Τους ζήτησε, χωρίς άλλες διευκρινίσεις, να περπατήσουν στην αυλή και τους αποκάλυψε πόσο αυθόρμητα και, βέβαια, εντελώς ασυνείδητα αυτοί στοιχίστηκαν σ’ ένα κοινό βηματισμό προτιμώντας την εύκολη ενσωμάτωση στην ομαδική (μαζική) αντίδραση.
Τους ανέβασε όρθιους πάνω στην έδρα και τους ζήτησε να κοιτάξουν από εκεί την αίθουσα. Οι μαθητές ανακάλυψαν την «άλλη» οπτική όχι μόνο του χώρου, αλλά και των προσώπων και των καταστάσεων. Και το απέδειξαν στο τέλος της ταινίας.

Υπάρχει όμως και η άλλη πλευρά του ζητήματος. Εννοώ το κατά πόσο επηρεάζεται το παρατηρούμενο από το βλέμμα του παρατηρητή. Αυτό άλλωστε έχει απασχολήσει και όσους προβληματίζονται από την ασφάλεια των συμπερασμάτων που προκύπτουν από κάποιο πείραμα, εφόσον ο πειραματιστής, στην ουσία, αποτελεί και αυτός μέρος του πειράματος.
Απομακρύνομαι τώρα από το πεδίο της επιστήμης και στρέφω την προσοχή μου στο χώρο της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Βλέπουμε συχνά νέους, αλλά και ώριμους, ανθρώπους να διαμορφώνουν την εικόνα τους ανάλογα με το «βλέμμα» εκείνου που τους κοιτάζει. Άλλοτε να προσπαθούν να επιβεβαιώσουν την καλή ή την κακή κρίση του γι’ αυτούς και άλλοτε να την ανασκευάσουν.
Ένα εύκολο παράδειγμα μπορεί να έρθει από τη σχολική ζωή. Όλοι έχουμε διαπιστώσει τις θετικές συνέπειες μιας κουβέντας του είδους «είμαι σίγουρη ότι μπορείς να τα καταφέρεις» σ’ ένα παιδί με χαμηλή αυτοεκτίμηση, αλλά και τις αρνητικές επιπτώσεις στην ψυχολογία, όπως και τη συμπεριφορά, ενός παιδιού που δεν προάγεται στην επόμενη τάξη (υιοθετεί την ταμπέλα του διετούς, συνηθίζω να λέω). Κάτι ανάλογο συμβαίνει και στους μεγαλύτερους σε ηλικία ανθρώπους. Οι ερωτευμένοι, ας πούμε, αισθάνονται και, τελικά, γίνονται ωραίοι, γιατί είναι ωραίοι στα μάτια των ανθρώπων που τους αγαπούν.
Από την άλλη, υπάρχουν και οι άνθρωποι που φροντίζουν επιφανειακά να «φορούν» την εικόνα που θεωρούν ότι προτιμά ο «παρατηρητής» τους. Και τότε τα πράγματα μπλέκονται. Γιατί χάνεται η αλήθεια.
Οι σκόρπιες αυτές σκέψεις ξεπήδησαν από μια παλιά φωτογραφία και την ιστορία της. Είναι τραβηγμένη στο πάρκο που περιβάλλει το περίφημο μουσείο της Βίλα Μποργκέζε. Στη βόλτα μας εκεί μας είχε κάνει εντύπωση το πόσο βαριεστημένοι φαίνονταν κάποιοι έφιπποι ένστολοι. Προχωρούσαν αργά καμπουριαστοί πάνω στ’ άλογά τους και κουβέντιαζαν αδιάφορα. Όταν αποσπάστηκα όμως από την παρέα για να τους φωτογραφίσω, έστησαν αμέσως ευθυτενές το κορμί τους και κοίταξαν αγέρωχα μπροστά τους.

Η φωτογραφία τελικά δεν κατέγραψε την αλήθεια.
ΥΓ: Έχει όμως μια κάποια αξία και για έναν άλλο, τυχαίο, λόγο. Μπορείτε να τον βρείτε;

Update: Από διαφορετική σκοπιά είχα προσεγγίσει το ζήτημα και σε τούτη την ανάρτηση.

Τετάρτη 13 Οκτωβρίου 2010

Κλαδιά και ρίζες

Είναι ένας δεκαπεντάχρονος έφηβος της εποχής του. Παθιασμένος με το ποδόσφαιρο γενικά και ειδικά με την ομάδα του, που είναι φυσικά η ομάδα που υποστηρίζει ο πατέρας του και προτιμούσε ο παππούς του. Από νωρίς εξοικειωμένος με την τεχνολογία της ενημέρωσης και της ψυχαγωγίας. Μετρημένος στις εκδηλώσεις του από χαρακτήρα και με διακριτικό χιούμορ, είναι λιγομίλητος αλλά του αρέσει πολύ ν’ ακούει, κυρίως αφηγήσεις που φροντίζει να τις τροφοδοτεί με σύντομες καίριες ερωτήσεις. Από νήπιο φανέρωσε μια ιδιαίτερη ικανότητα να μπαίνει στη θέση του άλλου και να κατανοεί τη συναισθηματική του κατάσταση. Έχει την ωριμότητα του μεγαλύτερου παιδιού της οικογένειας, αλλά διατηρεί ακόμα αμόλυντη την παιδική του αθωότητα. Είχε την τύχη να έχει στη ζωή του γι’ αρκετά χρόνια τη μητέρα της μητέρας του και τον πατέρα του πατέρα του και νιώθει προνομιούχος απέναντι στ’ αδέλφια του για τα όσα πρόλαβε να ζήσει κοντά στη γιαγιά και τον παππού του.
Κάθεται τώρα δίπλα στη θεία του ανάμεσα σε μισογεμάτες κούτες, σ’ ένα διάλειμμα από το επίπονο άδειασμα συρταριών και ντουλαπιών. Του δείχνει το γενεαλογικό δέντρο που με κόπο και σύστημα είχαν καταγράψει τα μεγαλύτερα αδέλφια του παππού του. Εκείνος συγκεντρώνεται στο γραφικό χαρακτήρα του παππού του, ο οποίος είχε φροντίσει να συμπληρώσει τα νεότερα κλαδιά αυτού του δέντρου που όλο και απλώνεται. Το βλέμμα του κάποια στιγμή υψώνεται υγρό και βαρύ προς το μέρος της. Έχει διακρίνει τα ονόματα των μικρότερων αδελφών του, αλλά… «Εμένα, εμένα δεν με αναφέρει!» ψιθυρίζει χαμηλόφωνα και γρήγορα σκύβει το κεφάλι σαν να μετάνιωσε που μίλησε. Για μερικά δευτερόλεπτα η θεία του τον κοιτά απορημένη. Γρήγορα συνέρχεται και του εξηγεί. «Μα εσύ, χαρά μου, είσαι ήδη καταγεγραμμένος στο αρχικό κείμενο» και του δείχνει το όνομα και την ημερομηνία της γέννησής του. Η συννεφιά διαλύεται αμέσως και το γαλάζιο βλέμμα του ξαναφωτίζεται.
Απλώνει τώρα το χέρι του στην επόμενη νάιλον θήκη και βγάζει πολύ προσεκτικά, σχεδόν ευλαβικά, ένα ταλαιπωρημένο από τα χρόνια χαρτί. «Και αυτό τι είναι;» αλλάζει τάχα μου θέμα συζήτησης. «Είναι το προσκλητήριο του γάμου του πατέρα του παππού σου» τον πληροφορεί η θεία του με τον κόμπο της θύμησης του δικού της παππού. Εκείνος παρατηρεί με προσοχή τα καλλιτεχνικά γράμματα στο ντελικάτο χαρτί που είναι χωρισμένο κάθετα στα δύο. «Έτσι γινόταν τότε: χωριστά οι δύο οικογένειες, αριστερά του μελλόνυμφου και δεξιά της μελλόνυμφης…» του εξηγεί.
Το βλέμμα του προσηλώνεται στοχαστικά στο χαρτί που κρατάει. Διασχίζει δεκαετίες, πάνω από αιώνα. Φτάνει σ’ άλλη ήπειρο. Βυθίζεται βαθιά στο χώμα και αναζητεί ρίζες. Αυτός, το νιο πράσινο κλαράκι, –το βλέπεις– αντλεί χυμούς…

Δευτέρα 4 Οκτωβρίου 2010

Διώκοντας το διαφορετικό

Διαβάζοντας τον τελευταίο καιρό δημοσιεύματα σχετικά με τις πολιτικές επιλογές του Γάλλου Προέδρου Σαρκοζί που οδήγησαν σε απελάσεις Ρομά από τη χώρα του και τις εντάσεις και τις αντιδράσεις που αυτές προκάλεσαν, σκέφτηκα λιγάκι τη μοίρα αυτών των ανθρώπων.
Η εποχή μας χαρακτηρίζεται από μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών, που οφείλονται σε διάφορες αιτίες (φυσικές καταστροφές, πολεμικές συγκρούσεις, πείνα, πολιτικές διώξεις κ.λπ.). Και τώρα, βλέπουμε να εκδηλώνεται μπροστά στα μάτια μας άλλο ένα επεισόδιο διαχωρισμού, απομόνωσης και υποτίμησης. Θέλω να πω, ότι πέρα από τον τρόπο που οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις προσπαθούν ν’ αντιμετωπίσουν την οικονομική κρίση επιρρίπτοντας ευθύνες σε οποιονδήποτε άλλο εκτός από τις ίδιες τους τις πολιτικές (άρα και οικονομικές και κοινωνικές) επιλογές, διακρίνω επιπλέον και μια υφέρπουσα –ή και εμφανώς εκδηλούμενη– τάση εκμετάλλευσης ρατσιστικών ενστίκτων, που επιβιώνουν και αναβιώνουν λόγω της οικονομικής και πολιτικής συγκυρίας.
Στην ανθρώπινη ιστορία πάντα η έννοια του αποδιοπομπαίου τράγου αξιοποιήθηκε σε σκοτεινές εποχές, ειδικά σε βάρος ομάδων ανθρώπων που μπορούσαν εύκολα να απομονωθούν από το υπόλοιπο κοινωνικό σύνολο λόγω της όποιας διαφορετικότητάς τους. Η συντριπτική πλειονότητα των ευρωπαϊκών λαών –από την περίοδο της ανόδου της αστικής τάξης και, ιδιαίτερα, μετά τη Γαλλική επανάσταση– διαμορφώνουν την εθνική τους συνείδηση με βάση σταθερούς κατά το μάλλον ή ήττον γεωγραφικούς προσδιορισμούς. Ένας λαός λοιπόν που διαφοροποιείται ως προς αυτόν τον παράγοντα από τους υπόλοιπους εύκολα περιθωριοποιείται και γίνεται δακτυλοδεικτούμενος, ακριβώς επειδή εύκολα αλλά και, κυρίως, υποκριτικά μπορούν να προβληθούν οι αρνητικές πλευρές του, που όμως συνήθως αποτελούν απόρροια της αρνητικής αντιμετώπισής του από τους επίσημους κρατικούς φορείς. Φαύλος κύκλος, επομένως.
Στέκομαι σ’ αυτό το –πολιτισμικό, το τονίζω– χαρακτηριστικό των Ρομά. Γιατί; Γιατί θέλω να υπενθυμίσω την πολιτισμική συνεισφορά αυτών των ανθρώπων κάνοντας μια πολύ σύντομη περιήγηση ανά την Ευρώπη. Γιατί δεν θέλω να οδηγούμαι σε εύκολα και αβασάνιστα συμπεράσματα για ό,τι συμβαίνει γύρω μου.

Ξεκινώ από τον δικό μας Κώστα Χατζή που, τραγουδώντας για τους ταπεινούς –όχι μόνο δικούς του– ανθρώπους, συγκίνησε πολλά ευαίσθητα αφτιά –όχι μόνο δικών του ανθρώπων.

Πετάγομαι μέχρι την Ισπανία και απολαμβάνω τη μουσική και το χορό τους μέσα από την εκπληκτική ταινία Κάρμεν του Κάρλος Σάουρα.

Κάνω άλμα προς την κεντρική Ευρώπη και με μισόκλειστα μάτια αφήνομαι σ’ ένα ζάρντας (czardas) παιγμένο από παιχνιδιάρικα ουγγαρέζικα βιολιά.

Επιστρέφω στη Γαλλία για έναν ερωτικό ρεμβασμό με το τραγούδι των ισπανόφωνων Gipsy Kings.

Και κλείνω, χωρίς σχόλια προφανώς, με τον μεγάλο Django Reinhardt.

Σάββατο 25 Σεπτεμβρίου 2010

Οι μικρές στιγμές

…Το χέρι σημάδεψε βιαστικά την κλειδαριά. Γύρισε μηχανικά το κλειδί. Η πόρτα όμως δεν άνοιξε. Στιγμιαία αμηχανία. Ύστερα, σε αργή κίνηση, υποταγμένο στην αμετάκλητη πραγματικότητα, το χέρι διάλεξε το άλλο κλειδί, αυτό της ασφαλείας, και άνοιξε τελικά την πόρτα του έρημου και σκοτεινού σπιτιού. Τώρα πια, βλέπεις, χρειάζεται ν’ ανοίξουν δύο κλειδαριές για να μπει στο σπίτι της…
…Από το ραδιόφωνο δίπλα της οι χορδές του Andrés Segovia σταλάζουν τρυφερά στ’ αφτιά της τις αναμνήσεις από την Αλάμπρα (Recuerdos de la Alhambra) του Francisco Tárrega. Αυθόρμητα το χέρι απλώνεται στο διακόπτη της έντασης με την πρόθεση ν’ απλώσει τους ήχους του αγαπημένου του οργάνου μέχρι το δωμάτιό του. Δευτερόλεπτα μετά σταματά μετέωρο. Η μελαγχολία, βλέπεις, δεν χρειάζεται ένταση για να υπογραμμίσει τον αδειανό χώρο…
…Το τηλέφωνο χτυπάει μέσα στη νύχτα. Στην άλλη άκρη της γραμμής η φωνή του δεκαπεντάχρονου ανιψιού της κάνει κοκοράκια από τον ενθουσιασμό: «Θεία, το πήρα! Το πήρα, θεία, το Lower!» Σηκώνεται βιαστικά από το γραφείο της. «Μπράβο, καρδιά μου!», του λέει καμαρώνοντας. Με το ακουστικό στο χέρι κινείται ήδη προς το σαλόνι. «Μισό λεπτό, χαρά μου, να…» Προλαβαίνει να σταματήσει τη φράση της. Το παιδί δεν χρειάζεται να πικραθεί στις νικητήριες στιγμές του με άστοχες κουβέντες. «Μισό λεπτό να… πάρω τα τσιγάρα μου», μπαλώνει το κενό της άδειας πολυθρόνας. Η χαρά, βλέπεις, μπορεί να σου αφήσει τη στιφάδα του καπνού, αν δεν μπορείς να τη μοιραστείς μ’ αυτόν που μοιράστηκες την προσδοκία της…

Πέμπτη 9 Σεπτεμβρίου 2010

Αγαπώ... ν' αγαπώ!

Είπα να διακόψω προσωρινά τη σιωπή μου και ν’ αποδεχτώ την πρόσκληση της Margo σ’ ένα παιχνίδι που δεν είναι καθόλου παιχνίδι. Ξεκινάει σαν τέτοιο και εξελίσσεται σε μια απόπειρα μερικής αυτοπαρουσίασης. Είναι μια διαδικασία αρκετά δύσκολη, αν θέλει κανείς να είναι ταυτόχρονα και ειλικρινής. Και πώς να επιλέξεις δέκα μόνο από τις πολλές αγάπες σου;
Ξεκίνησα λοιπόν με μια ζαβολιά: στρίμωξα την πρώτη μου στον τίτλο της ανάρτησης.
Και συνεχίζω:
 1.- Αγαπώ την ισότιμη και ειλικρινή φιλία.
 2.- Επειδή απολαμβάνω να μαθαίνω, ενθουσιάζομαι από το αστραφτερό βλέμμα του παιδιού που μαθαίνει κάτι καινούργιο (δεύτερη ζαβολιά).
 3.- Αγαπώ κάθε είδους σκαρφάλωμα.
 4.- Εκτιμώ την αίσθηση του δικαίου.
 5.- Χαίρομαι τους παθιασμένους ανθρώπους, όταν το πάθος τους σπρώχνει προς τα πάνω τους ίδιους και το περιβάλλον τους.
 6.- Το χιούμορ μού είναι απαραίτητο όσο το οξυγόνο· γι’ αυτό και αγαπώ τις λοξές ματιές στα πράγματα και τις καταστάσεις (τρίτη ζαβολιά).
 7.- Μ’ αρέσουν οι γωνίες ως αντίθετο της κάθε είδους στρογγυλάδας, αλλά και ως καταφύγιο (τέταρτη ζαβολιά).
 8.- Αγαπώ όλες τις ανθρώπινες γλώσσες (το λόγο, τη μουσική, τον κινηματογράφο) και τον παιδεμό τους να κατακτήσουν την έκφραση.
 9.- Αγαπώ με όλο μου το είναι τη θάλασσα, σε φουρτούνα ή μπουνάτσα, για τα χρώματά της και τον πάντα μακρινό της ορίζοντα.
10.- Λατρεύω το πινγκ-πονγκ, αλλά και αρκετά άλλα αθλήματα.
Η δυσκολία του παιχνιδιού έγκειται στο σταμάτημα όταν φτάσεις στον αριθμό 10, ενώ έχεις πάρει φόρα… Σέβομαι όμως τους κανόνες (;) και προσφέρω τη σκυτάλη σ’ όποιαν και όποιον θελήσει από τις φίλες και φίλους
Απ’ ό,τι μαθαίνω το παιχνίδι ζητάει να παρουσιάσει κανείς δέκα πράγματα που αγαπάει, ν’ αναφέρει αυτόν που τον προσκάλεσε και να προτείνει σε άλλους δέκα ιστολόγους να το συνεχίσουν. Είναι φυσικό λοιπόν κάποιοι να έχουν ήδη προσκληθεί, μια που κινούμαστε όλοι περίπου στις ίδιες ψηφιακές γειτονιές.
Αυτονόητο είναι ότι στη γειτονιά μας κάθε περαστικός είναι καλοδεχούμενος!

Τετάρτη 18 Αυγούστου 2010

Ψαρεύοντας φως

Μιλώντας με ποσοστά, πόσα παιδιά της δημόσιας εκπαίδευσης μπορούν να πουν ότι έχουν στο σχολείο τους οργανωμένη βιβλιοθήκη; Ένα χώρο στον οποίο μπορούν να επεκτείνουν τις γνώσεις τους πέρα από το μοναδικό σχολικό εγχειρίδιο; Ένα χώρο που θα οξύνει τη φυσική τους περιέργεια; Ένα χώρο που θα τους εξοικειώσει με τη χαρά της ανάγνωσης και, πάρα πέρα, με τη γοητεία της αναζήτησης της γνώσης;
Μιλώντας με ποσοστά, πόσοι εκπαιδευτικοί έχουν εύκολη πρόσβαση σε μια ενημερωμένη βιβλιοθήκη που θα τους ενισχύσει στο έργο τους; Ένα χώρο στον οποίο μπορούν να συγκεντρώσουν το απαραίτητο γνωστικό υλικό για να ετοιμάσουν το καθημερινό τους μάθημα; Ένα χώρο στον οποίο μπορούν να ικανοποιήσουν την ανάγκη τους να διευρύνουν τις επαγγελματικές τους δεξιότητες χωρίς να υφίστανται μια σημαντική ετήσια οικονομική αφαίμαξη;
Μιλώντας με ποσοστά, πόσοι κάτοικοι, ημεδαποί και αλλοδαποί, στα ελληνικά μεγάλα αστικά κέντρα έχουν τη δυνατότητα να επισκέπτονται σε σταθερή βάση μια δημόσια ή δημοτική βιβλιοθήκη; Ένα χώρο που να μετατρέπεται σε ανοιχτό παράθυρο στον κόσμο της γνώσης και της τέχνης, της κοινωνίας και —γιατί όχι;— της οικονομίας; Ένα χώρο που να τους παρέχει τα σύγχρονα τεχνολογικά μέσα πληροφόρησης και ενημέρωσης;
Τέτοιοι χώροι στην πατρίδα μας σπανίζουν. Σπανίζουν τόσο ώστε από τη μια να τους μετράμε στα δάχτυλα και από την άλλη να θεωρούνται γραφικοί όσοι τους ζητάνε. Και όμως! Ειδικά σε περιόδους κρίσης, όπως αυτή που αντιμετωπίζουμε, τέτοιοι χώροι μπορούν να λειτουργήσουν σαν τις οάσεις μες στην έρημο. Όχι μόνο από την πολιτισμική πλευρά της κρίσης που περνάμε, αλλά και από την κοινωνική και, βέβαια, την οικονομική.
Όσον αφορά το πρώτο ζητούμενο, η απάντηση είναι εύκολη. Προαγωγή του πολιτισμού χωρίς την προαγωγή της γνώσης δεν μπορεί εύκολα να νοηθεί. Σε σχέση με το δεύτερο αιτούμενο, ο ρόλος της βιβλιοθήκης δεν είναι οφθαλμοφανής, αλλά ούτε και αδιανόητος. Σ’ ένα χώρο στον οποίο προσέρχονται άνθρωποι διαφόρων προελεύσεων, ποικίλων αναγκών και διαφορετικών αναζητήσεων, αλλά με κοινό παρονομαστή την επιδίωξη της γνώσης και της πληροφορίας, δεν μπορεί παρά να δημιουργείται ένα κλίμα «κοινότητας», αίσθησης δηλαδή της ένταξης σε μια ομάδα με κοινά ποιοτικά χαρακτηριστικά. Ένα κλίμα ισοτιμίας, επικοινωνίας, ανθρώπινης επαφής.
Για το οικονομικό όφελος που προκύπτει από μια δημοτική ή δημόσια βιβλιοθήκη, οι περισσότεροι θα σκεφτούν την εξοικονόμηση πόρων που μπορεί να προσφέρει όσον αφορά την αγορά των βιβλίων και των υπολοίπων μέσων πρόσβασης στην πληροφορία. Γι’ αυτό και οι πολέμιοι μιας τέτοιας ιδέας προβάλλουν εύκολα το αντεπιχείρημα του μεγάλου κόστους που επιβαρύνει τον δημόσιο ή δημοτικό προϋπολογισμό μια τέτοια επιλογή, ιδιαίτερα σε μια εποχή αντιπνευματική, δηλαδή με πολύ συρρικνωμένη την ομάδα-στόχο που θα εξυπηρετούσε. Φαύλος κύκλος! Η ύπαρξη πολλών βιβλιοθηκών και ο «αποχαρακτηρισμός» τους από την ταμπέλα «στέκι για ψώνια» διευρύνουν τον αριθμό των αναγνωστών. Μια δραστήρια λειτουργία των βιβλιοθηκών αυτών και το άνοιγμά τους στο ευρύ κοινό, αλλά και στη γειτονιά πολλαπλασιάζει τους αναγνώστες. Οπότε η ομάδα-στόχος αποκτά ένα μέγεθος που καθιστά πολύ πιο συμφέρουσα οικονομικά την ύπαρξη βιβλιοθηκών. Αν μάλιστα λάβουμε υπόψη και πόσα κοινωνικά προβλήματα, της νεολαίας αλλά και των μεγαλύτερων ηλικιών, —τόσο επιβαρυντικά για την οικονομία του συνόλου— μπορούν να αποφευχθούν από την επιτυχημένη λειτουργία τους, τότε αναδεικνύεται ακόμη περισσότερο η σαθρότητα των θέσεων όσων αδιαφορούν για το ζήτημα.
Τις πρόχειρες αυτές σκέψεις προκάλεσε ένα δημοσίευμα που ψάρεψα, σχεδόν σαν μακρινό αστεράκι σε συννεφιασμένο ουρανό, για τη Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη της Βέροιας και τη βράβευσή της από το «Bill & Melinda Gates foundation» με το βραβείο «Πρόσβασης στη Μάθηση»! Δεν άκουσα τίποτε σχετικό στα τηλεοπτικά δελτία ειδήσεων αλλά, θα μου πείτε, τέτοιες ειδήσεις δεν πουλάνε ούτε και σε κενό ειδήσεων μέσα στο κατακαλόκαιρο, όπου όλοι —πολιτικοί και λαός— λείπουν για τα μπάνια τους. Εδώ τη βράβευση της Δημουλά από την Ευρωπαϊκή Ένωση ξέχασαν! Με μια βιβλιοθήκη επαρχιακής πόλης θα ασχοληθούν;
Για ρίξτε μια ματιά στο βιντεάκι που ακολουθεί. Η γνώση της αγγλικής δεν είναι απαραίτητη. Οι εικόνες λένε πολλά!


Πάντως, ζήλεψα τους κατοίκους της Βέροιας! Μήπως να σκεφτόμουν μια μετακόμιση προς τα εκεί; Εξάλλου η βραβευμένη βιβλιοθήκη τους δεν εξυπηρετεί μόνο την πόλη τους αλλά και τις γύρω περιοχές —ακόμη και τις αγροτικές!— με κινητές μονάδες, όχι μόνο βιβλίων αλλά και πρόσβασης στο διαδίκτυο!

Τρίτη 17 Αυγούστου 2010

Παραμυθάδες, παραμύθια και παραμυθίες

Υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι, πολύ λίγοι, που έχουν ένα σπάνιο, περιφρονημένο στην εποχή μας, αλλά ανεκτίμητο χάρισμα. Αυτό του «παραμυθά». Ξεκινώντας από την πρώτη σημασία του όρου (αυτός που λέει παραμύθια), κρατάμε συνήθως τη μεταφορική χρήση του (αυτός που λέει ψέματα) και ξεχνάμε τη δεύτερη έννοια του όρου: αυτός που ξέρει να αφηγείται (ή και να συνθέτει) με ωραίο τρόπο μια ιστορία. Την αξία των χαρισματικών αυτών ατόμων αναγνώριζαν οι άνθρωποι κάποτε, ιδιαίτερα εδώ στην Ανατολή, είτε ήταν ανώνυμοι είτε επώνυμοι. Ο Όμηρος και η Σεχραζάτ υπήρξαν δείγματα αυτής της εκτίμησης.
Αυτό που χαρακτηρίζει την αφήγηση ενός καλού παραμυθά (μετά τις πρώτες διευκρινίσεις, τα εισαγωγικά είναι περιττά) είναι ο θαυμαστός τρόπος με τον οποίο αιχμαλωτίζει το ενδιαφέρον και την προσοχή των ακροατών του. Σε μια εποχή, βέβαια, όπου η κυριαρχία της εικόνας είναι δεδομένη, είναι δύσκολο πια να βρεθεί ο αφηγητής που θα μας κάνει να ακροαστούμε την ιστορία του. Προτιμούμε δυστυχώς να κοιτάζουμε, παρά να δημιουργούμε με τη φαντασία μας! Ωστόσο τους καλούς παραμυθάδες τους διακρίνει άλλο ένα, καθοριστικό, στοιχείο: η αφήγησή τους θέτει σε κίνηση τη σκέψη των ακροατών τους. Τους οδηγεί στο στοχασμό και, γι’ αυτό, στην παραμυθία. Τους οδηγεί στη γνώση που κατακτιέται προσωπικά και, γι’ αυτό, στη γαλήνη που φέρνουν οι απαντήσεις στα μεγάλα ερωτήματα της ζωής.
Μια τέτοια αφήγηση μου πρόσφερε ως δώρο πριν από μερικές μέρες ένας ανώνυμος επισκέπτης παραπέμποντάς με στο βίντεο που ακολουθεί. Παρόλο που οι φιλοσοφικές —ας τις πούμε έτσι— απόψεις μου διαφοροποιούνται, ομολογώ με κάθε ειλικρίνεια ότι το περιεχόμενο της αφήγησης (όπως και το υποκείμενό της, άλλωστε, η πρόωρα χαμένη τραγουδοποιός Lhasa de Sela!) με απασχολούν από τη στιγμή που την ακροάστηκα. Και ευχαριστώ θερμά, και πάλι, τον ανώνυμο φίλο για την παραμυθία που τόσο γενναιόδωρα μου χάρισε!
Σημείωση: Για όσους η αγγλική γλώσσα ή η ακουστική του βίντεο δημιουργούν δυσκολίες, ακολουθεί μια προσπάθεια απόδοσης των όσων λέγονται σ’ αυτό.
«Θα σας πω μια ιστορία που μου είπε ο πατέρας μου. Ο πατέρας μου είναι ένας εξαιρετικός παραμυθάς και δεν λέει μόνο ιστορίες που έχετε ακούσει• λέει και ιστορίες για πράγματα που αυτός σκέφτεται για πολλά πολλά χρόνια. Αυτό λοιπόν που είπε είναι το εξής:
Όταν γίνεται η σύλληψή μας, εμφανιζόμαστε μέσα στη μήτρα της μητέρας μας. Μοιάζουμε σαν ένα μικρό, απειροελάχιστο φως που απλώς εμφανίζεται μες στη μέση αυτού του σκοτεινού χώρου, που τον νιώθουμε σαν μια ατέλειωτη νύχτα. Υπάρχει μόνο ησυχία και σκοτάδι και ο χρόνος δεν υφίσταται εκεί. Νιώθουμε σαν να βρισκόμαστε εκεί 1000 χρόνια.
Αλλά σιγά-σιγά μεγαλώνουμε. Και, καθώς μεγαλώνουμε, αρχίζουμε λίγο-λίγο ν’ αποκτούμε αισθήσεις. Αρχίζουμε να μπορούμε, ας πούμε, ν’ αγγίζουμε τους τοίχους αυτού του μέρους στο οποίο βρεθήκαμε. Αργά-αργά αρχίζουμε να ακούμε ήχους και να νιώθουμε τραντάγματα και δονήσεις που έρχονται απ’ έξω και από το σώμα της μητέρας μας, που κινείται, περπατάει, τρέχει και μιλάει. Μπορούμε σιγά-σιγά ν’ ακούμε τη φωνή της. Και συνεχίζουμε να μεγαλώνουμε, να μεγαλώνουμε… Τελικά, αυτός ο χώρος, μέσα στον οποίο βρισκόμαστε και που στην αρχή φαινόταν απέραντος, γίνεται όλο και πιο άβολος. Και σύντομα πρέπει να γεννηθούμε.
Ο πατέρας μου λέει ότι η στιγμή της γέννησής μας… Λέει πως θυμάται τη στιγμή που γεννήθηκε κι εγώ τον πιστεύω! Λέει ότι η στιγμή της γέννησής μας είναι τόσο βίαιη και χαοτική, που όλοι μας εκείνη τη στιγμή σκεφτόμαστε “Πεθαίνω! Αυτό είναι το τέλος της ζωής μου!”.
Και μετά —τι μεγάλη έκπληξη!—, μετά βγαίνουμε έξω και είναι μόνο η αρχή. Και στην αρχή είμαστε πολύ μικροί κι ο κόσμος φαίνεται απέραντος. Και σιγά-σιγά μαθαίνουμε πώς να χρησιμοποιούμε τις αισθήσεις μας. Μαθαίνουμε πώς ν’ αγγίζουμε όσα μας περιβάλλουν και τους τοίχους του νέου μας σπιτιού. Και πώς να χρησιμοποιούμε τις αισθήσεις μας, πώς να χρησιμοποιούμε τα μάτια και τ’ αφτιά μας, τη γεύση και την αφή μας…
Μετά, καμιά φορά, ανάμεικτα με όλα τα συναισθήματα και τις εντυπώσεις και τους ήχους αυτής της ζωής… καμιά φορά, ακούμε ήχους και νιώθουμε τραντάγματα που έρχονται από κάπου έξω από αυτή τη ζωή. Και αυτό το άλλο “έξω” βρίσκεται μόλις από την άλλη πλευρά αυτού του πολύ λεπτού τοίχου, που είναι σχεδόν διάφανος και οι ήχοι μπορούν να τον διαπεράσουν. Ξέρω ότι στη διάρκεια της ζωής μας ακούμε πράγματα χωρίς να…, σχεδόν σαν ανάμνηση, μια υπενθύμιση για κάτι…
Και μετά, τελικά, αυτό το σώμα νιώθει και αυτό πολύ άβολα. Και μετά πρέπει να πεθάνουμε. Και τότε σκεφτόμαστε πάλι “Αυτό είναι! Αυτό είναι το τέλος. Το τέλος μου!”
Αλλά ο πατέρας μου λέει πως είναι μόνο η στιγμή που περνάμε μέσα από τον πολύ λεπτό, διάφανο τοίχο. Κάτι που έχουμε ξανακάνει. Και πάμε να ζήσουμε κάτι άλλο.
Λέει, ακόμα, ότι με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο, όταν είμαστε στην κοιλιά της μητέρας μας, αναπτύσσουμε όργανα και κάθε είδους απίστευτους και θαυμαστούς μηχανισμούς, που δεν μπορούμε καθόλου να χρησιμοποιήσουμε στο χώρο μέσα στον οποίο βρισκόμαστε εκείνο τον καιρό —είναι εντελώς άχρηστα, είναι γι’ αργότερα… Κι ο πατέρας μου λέει ότι με τον ίδιο τρόπο, στη διάρκεια αυτής της ζωής, αναπτύσσουμε επίσης όργανα, που δεν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε ή τα χρησιμοποιούμε λίγο. Μας κάνουν να νιώθουμε αδέξιοι. Δεν ξέρουμε τι να κάνουμε με αυτά. Αλλά είναι για…, είναι γι’ αργότερα…»

Δευτέρα 9 Αυγούστου 2010

Στερήσεις

Η πόρτα του θαλάμου ανοίγει σιγανά κι ένας άντρας, στα ογδόντα και κάτι, εμφανίζεται με διστακτικό βλέμμα. Ο κατά δύο χρόνια μικρότερος αδελφός του τον αναγνωρίζει από το κρεβάτι του πόνου. Κλείνει το μάτι στην κόρη του και γυρίζει προς τον νεοφερμένο επισκέπτη:
— Πάλι τη φάτσα σου θα βλέπω;
— Πάψε εσύ! Σιγά μην ήρθα για την αφεντιά σου! Έφερα δυο γλυκά στην ανιψιά μου που γιορτάζει. Και να μην ανακατεύεσαι, μικρέ, εκεί που δε σε σπέρνουν!
Ο ασθενής χαμογελώντας με τα οικεία κωδικοποιημένα πειράγματα ξαναβυθίζεται στο λήθαργό του. Η κόρη του κοιτάει το θείο της κι εκείνος με νοήματα τη στέλνει για ένα σύντομο διάλειμμα καφέ και τσιγάρου.
Όταν εκείνη πείθεται και φεύγει, τραβάει την καρέκλα κολλητά στο κρεβάτι του αδελφού του. Κάθεται εκεί, του πιάνει το χέρι και δεν το αφήνει παρά για να φτιάξει, τάχα μου, κάθε τόσο ένα ανυπότακτο τσουλούφι από τα μαλλιά του αρρώστου. Πιο πολύ το κάνει για να μπορέσει κλεφτά να του χαϊδέψει το μέτωπο. Κι εκείνος, σαν να το καταλαβαίνει, χαλαρώνει το συσπασμένο του πρόσωπο.
Μερικές ώρες αργότερα ανοίγει ξανά τα μάτια και το πρόσωπό του φωτίζεται στη θέα του γιου του. Εκείνος παίρνει το δίσκο με το φαγητό από τα χέρια της αδελφής του και αρχίζει με υπομονή και έγνοια, που κρύβει πίσω από άσχετα σχόλια για το χτεσινό παιχνίδι του Μουντιάλ, να τον ταΐζει. Ο άρρωστος ξεχνιέται και δέχεται μερικές μπουκιές, αλλά μετά από λίγο δηλώνει ότι δεν μπορεί να φάει άλλο. Ο γιος του ακουμπάει το πιρούνι κι αρχίζει να του διηγείται, πιο γλαφυρά απ’ ό,τι συνηθίζει, τα κατορθώματα των εγγονών του. Ο πατέρας του διασκεδάζει και δεν φέρνει αντίρρηση σε μερικές μπουκιές ακόμα. Τελικά ο γιος, όταν κρίνει ότι δεν μπορεί να τον ξεγελάσει άλλο, του δίνει προσεκτικά λίγο νερό και του σκουπίζει το πρόσωπο με επιμέλεια που δύσκολα κρύβει την τρυφερότητα ενός καμουφλαρισμένου χαδιού.
Πόσα χάδια στερήθηκαν αυτοί οι άντρες στην ώριμη ζωή τους; Χάδια που φοβήθηκαν να δεχθούν και χάδια που ντράπηκαν να δώσουν. Η αντίληψή τους για την αντρική ιδιότητα λογόκρινε αυτό που η κοινωνία ονομάζει διαχύσεις και δεν είναι παρά το άπλωμα της ψυχής προς τα έξω, προς τα αγαπημένα πρόσωπα. Πόσο υποχρεώθηκαν να κουτσουρέψουν το συναισθηματισμό τους;
Τα κοινωνικά στερεότυπα βλάπτουν και τους άντρες!

Παρασκευή 30 Ιουλίου 2010

Πρέβεζα του 2010

Είναι ωραία γυναίκα. Η ηλικία της, λίγο πάνω από τα τριανταπέντε, οπωσδήποτε κάτω από τα σαράντα, της επιτρέπει ακόμα το μακρύ μαλλί σε μαλακές σπαστές μπούκλες με λίγες ανταύγειες να φωτίζουν το καστανό χρώμα. Με λίγα προσεγμένα κοσμήματα τονίζει την απλότητα στο στενό μαύρο φόρεμα, που αφήνει ελεύθερα τα μπράτσα και τα πόδια της να δείξουν το ήδη μαυρισμένο από τον ήλιο δέρμα της. Κάθεται σταυροπόδι χαμογελώντας ανάμεσα στους συναδέλφους της που σχολιάζουν με κέφι ο καθένας το Σαββατοκύριακό του. Οι περισσότεροι από αυτούς φοράνε την άσπρη μπλούζα της ιδιότητάς τους ξεκούμπωτη λόγω της ζέστης. Μερικοί είναι ακόμα με το τζιν και το μπλουζάκι, ίσως και την αρμύρα, της διήμερης απόδρασής τους που την παρέτειναν μέχρι το πρωινό της Δευτέρας.
Κανένας δεν μοιάζει να ενοχλείται από το ότι ο μικρός χώρος μόλις που τους χωράει. Είναι ένα μικρό δωμάτιο που αρχικό προορισμό είχε να μπορεί ο κάθε γιατρός στο διάλειμμά του να πιει ήσυχος έναν καφέ ή ένα αναψυκτικό και κατέληξε να είναι το μόνιμο εντευκτήριο της ιατρικής παρέας του ορόφου, και όχι μόνο. Ένα δωματιάκι παράμερο, κρυμμένο από τα μάτια των πολιτών, ασθενών ή συγγενών τους, που απευθύνονται στο ΙΚΑ αυτής της πυκνοκατοικημένης περιοχής της πρωτεύουσας.
Έξω, στη μεγάλη κοινή αίθουσα αναμονής αλλά και στους μικρούς χώρους που σχηματίζει η δαιδαλώδης διαρρύθμιση μπροστά από την πόρτα του κάθε επιμέρους ιατρείου, ο κόσμος που περιμένει να εξυπηρετηθεί είναι πολύς. Οι πιο ηλικιωμένοι υπομένουν την πολύωρη αναμονή με τη στωικότητα, που τους επέβαλε η πολύχρονη εμπειρία τους από τις δημόσιες υπηρεσίες, ή με τη γκρίνια, που οι αδαείς αποδίδουν στην ηλικία τους, αλλά που στην πραγματικότητα είναι ο ξεθυμασμένος απόηχος μιας συμπεριφοράς που κάποτε ήξερε να διεκδικεί δικαιώματα. Οι νεότεροι αδημονούν και κοιτούν κάθε τόσο το ρολόι τους, θαρρείς και η συχνότητα αυτών των βλεμμάτων θα φέρει πιο γρήγορα το άνοιγμα της πόρτας του γιατρού που περιμένουν.
Η ωραία πνευμονολόγος άκουσε εκνευρισμένη για τρίτη φορά το όνομά της από μια άγνωστη επίμονη φωνή. Σηκώθηκε αργά, έστρωσε με μια μηχανική κίνηση το φόρεμά της στους γοφούς, έσβησε πριν την ώρα του το τέταρτο τσιγάρο της και βγήκε με απειλητικά αργό βήμα.
— Τι θέλετε, κυρία μου; Τι ώρα έχετε ραντεβού;
— Ο ελεγκτής του πέμπτου ορόφου με έστειλε σε σας για ένα χαρτί.
— Να κλείσετε ραντεβού!
— Μα, ο ελεγκτής με έστειλε…
— Να κλείσετε ραντεβού!
— Μα…
— Να κλείσετε ραντεβού! Υπάρχουν ακόμα ελεύθερα ραντεβού για σήμερα!
Με παγωμένο βλέμμα έκανε μεταβολή και επέστρεψε στην παρέα της ικανοποιημένη που επέβαλε την τάξη, ικανοποιημένη που όρθωσε το επιστημονικό της ανάστημα στον προϊστάμενό της ελεγκτή, ικανοποιημένη από τη στιγμιαία αίσθηση ισχύος.
Τρία τέταρτα αργότερα επέστρεψε στο ιατρείο της, συμπλήρωσε σε δυο λεπτά το χαρτί που της ζητούσε πριν η μεσήλικη γυναίκα και αφιέρωσε άλλο ένα πεντάλεπτο για να την επιπλήξει αυστηρά που επιχείρησε να παρακάμψει τις διαδικασίες της υπηρεσίας.
Η άλλη γυναίκα, με τη σκέψη στον κατάκοιτο ετοιμοθάνατο πατέρα της, ευχαρίστησε και προχώρησε στον επόμενο γιατρό, στον οποίο επίσης την είχε παραπέμψει ο ελεγκτής. Αυτός βρισκόταν σε άλλο όροφο και φαίνεται ότι εκεί δεν υπήρχε ιατρικό «εντευκτήριο», γιατί δεν χρειάστηκε να περιμένει πάνω από ένα τέταρτο. Όταν όμως αντίκρισε το άδειο βλέμμα του, καθώς του άπλωνε τα απαραίτητα έγγραφα, τρόμαξε.
Σχεδόν σε παραίσθηση, είδε να αναβοσβήνουν πάνω από το κεφάλι του σαν χαλασμένο νέον κάτι πράσινα φωτεινά γράμματα. Συλλάβισε:
Π Ρ Ε Β Ε Ζ Α
Καρυωτάκης, σκέφτηκε θολωμένη. Μάζεψε τα σφραγισμένα επιτέλους έγγραφα και έφυγε με την ψυχή στο στόμα.
Δυο τρεις εβδομάδες αργότερα, παγωμένη ακόμα από το αναπότρεπτο, σκεφτόταν:
— Δημόσιος υπάλληλος είσαι κι εσύ!

Δευτέρα 26 Ιουλίου 2010

Πώς;

Όταν ο χρόνος ακινητοποιείται… Όταν η στιγμή παγώνει μες στο κατακαλόκαιρο και συμπυκνώνει μια ζωή, δυο ζωές, τέσσερις ζωές, άπειρες ζωές, που πλούτισε με το άγγιγμά της η ύπαρξη και ματώνει η απουσία… Όταν η μαύρη τρύπα του είναι ρουφάει αδυσώπητα το πριν και στρεβλώνει το μετά… Όταν το κενό στο χώρο γίνεται χειροπιαστά πηχτό γδέρνοντας όλες τις αισθήσεις… Όταν το μυαλό παραιτείται και αφήνεται να γλιστρήσει σ’ ένα χωροχρόνο αλλοτινό κι αγαπημένο… Όταν το ψύχος σφετερίζεται το θρόνο της ψυχής, ενώ ο ήλιος καίει τη φύση, και η αρμύρα στα μάγουλα δεν είναι θαλασσινή…
Πώς;
Πώς επιστρέφεις; Πώς ανοίγεις πάλι τα μάτια; Πώς ξαναβάζεις το ένα πόδι μπροστά στο άλλο; Πώς μαθαίνεις από την αρχή να αρθρώνεις λέξεις στη νέα γλώσσα του χωρίς;
Ακουμπάς στην ευγένεια και τη διακριτικότητα που σε δίδαξε. Στηρίζεσαι στη δικαιοσύνη και την έγνοια του για τους ανθρώπους πάνω στις οποίες δόμησε τη ζωή του. Χαϊδεύεις τρυφερά το ρομαντισμό του και κρατάς σφιχτά την εμπιστοσύνη του ρεαλισμού του. Διδάσκεσαι από την κοινωνικότητά του και σέβεσαι την πάντα μετρημένη εκδήλωση των συναισθημάτων του. Αρπάζεσαι από το χιούμορ του και προσπαθείς, προπάντων, ν’ ανακαλύψεις τη μυστική πηγή απ’ όπου αντλούσε την αδιαπραγμάτευτη κατάφασή του στη ζωή, που κάθε άλλο παρά εύκολη του στάθηκε.
Αποδέχεσαι την πίκρα ότι δεν του τα είπες όλα αυτά έγκαιρα και κρατάς σα φυλαχτό την αμυδρή ελπίδα ότι το χαμόγελό του στο τελευταίο κλεφτό φιλί που σε άφησε να του δώσεις σήμαινε την αποδοχή της αγάπης σου.
Ναι! Ο πατέρας μας ήταν πλούσιος!
Γιατί πρόσφερε πάρα πολλά σε πολλούς και δεν ζήτησε από κανέναν τίποτε…

Κυριακή 27 Ιουνίου 2010

Feeling blue

Ο Κριστόφ Κισλόφσκι (Krzysztof Kieślowski), ο πολύ πρόωρα χαμένος εξαιρετικός Πολωνός σκηνοθέτης και σεναριογράφος, έγινε γνωστός στο ευρύτερο κοινό κυρίως από τις ταινίες του Δεκάλογος, Η διπλή ζωή της Βερόνικα και την τριλογία Τρία χρώματα: Μπλε, Λευκό, Κόκκινο, στηριγμένη στους συμβολισμούς των χρωμάτων της γαλλικής σημαίας (ελευθερία, ισότητα, αδελφοσύνη). Ένα κινηματογραφικό διαμάντι ήταν καθεμιά από αυτές τις ταινίες και είχαν την τύχη επιπλέον να επενδυθούν μουσικά από τον συμπατριώτη του σκηνοθέτη, τον Σμπίγκνιου Πράισνερ (Zbigniew Preisner).
Προσωπικά μου άρεσαν περισσότερο Η διπλή ζωή της Βερόνικα, με έξοχα τρυφερή την Ιρέν Ζακόμπ (Irène Jacob), και από την τριλογία των χρωμάτων η Μπλε ταινία, με εκφραστικότατα απόμακρη την Ζιλιέτ Μπινός (Juliette Binoche).
 Η φωτογραφία από εδώ
Στην Μπλε ταινία το θέμα είναι η ελευθερία, με κύρια εστίαση στη συναισθηματική ελευθερία. Διαπραγματεύεται τον τρόπο με τον οποίο η ηρωίδα επιχειρεί να διαχειριστεί την απώλεια του άντρα και της κόρης της σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Την προσπάθειά της ν’ αποσυρθεί σε μια απομονωμένη ζωή, απαλλαγμένη από συναισθηματικούς δεσμούς και τις αντιδράσεις των ανθρώπων που την περιβάλλουν.
Περιττό να πούμε ότι οπτικά το χρώμα που κυριαρχεί είναι το κυανό. Σκούρο, σκοτεινό, άλλοτε αγκαλιάζει τις σκιές, άλλοτε αντιτίθεται σ’ ένα ψυχρό, αδιάφορο φως και άλλοτε παίζει με τις φωτεινές εκδοχές των πλούσιων αποχρώσεών του.
Το καταλυτικό στοιχείο, κατά τη γνώμη μου, σ’ αυτή την ταινία είναι η μουσική. Είναι από τις λιγοστές φορές που πραγματικά κυριολεκτεί κανείς όταν χρησιμοποιεί τον όρο «μουσική επένδυση». Όχι απλώς σχολιάζει, αλλά και συμπληρώνει την εικόνα. Επιπλέον εισέρχεται ευρηματικά στην υπόθεση, αφού ο νεκρός σύζυγος ήταν συνθέτης και η ηρωίδα πρέπει ν’ ασχοληθεί με τις παρτιτούρες του, όπου εκείνος δούλευε την ενορχήστρωση ενός έργου του για την ένωση της Ευρώπης.
Το αποκορύφωμα είναι ο ύμνος στην αγάπη, στηριγμένος σε φράσεις από την Προς Κορινθίους επιστολή του Παύλου, που ακούγονται ελληνικά από τη χορωδία.

Μια μουσική και μια ταινία. Από εκείνες που απαλλάσσουν από την προσπάθεια να εκφραστούν ψυχικές διαθέσεις με το λόγο, ο οποίος συχνά αποδεικνύεται κατώτερος των επιδιώξεών του και, κυρίως, των συναισθηματικών μας αναγκών.
Ευχαριστώ τον καλό φίλο και συνάδελφο α-Κενταύρου που, με την τελευταία του ανάρτηση, μου θύμισε ότι υπάρχουν αρκετοί τρόποι να πει κανείς κάποια πράγματα, είτε για την αγάπη (σ’ όλες της τις μορφές) είτε για τη θλίψη είτε και για τα δύο.

Δευτέρα 21 Ιουνίου 2010

Πολύτιμες διακριτικές παρουσίες

— Καλησπέρα. Τι γίνεται;
— Ε, όχι και τόσο καλά… Αλλά προτιμώ να μην το κουβεντιάσω τώρα.
— Είμαι εδώ. Το ξέρεις. Χτες το βράδυ, λοιπόν, ήμουν…
Κι εσύ το ξέρεις πως είναι εδώ. Ακόμα κι αν είναι 3 ή 1.500 χιλιόμετρα μακριά. Το ξέρεις πολύ καλά. Είναι εδώ, δίπλα σου. Χωρίς ανταλλάγματα.
Υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που δεν είναι καθόλου διαχυτικοί. Δεν ξεσπούν σε τρανταχτά γέλια, αλλά ούτε και θρηνολογούν. Δεν απλώνουν το χέρι να σ’ αγγίξουν σε κάθε δεύτερη φράση τους ούτε έχουν εύκολα τα φιλιά και τα χάδια. Ταυτόχρονα, είναι εκείνοι που αποφεύγουν κάποιες ταινίες που αφηγούνται πραγματικές ιστορίες, γιατί τους κάνουν να κλαίνε. Ωστόσο στις κρίσιμες στιγμές μοιάζουν ψύχραιμοι και ατάραχοι. Είναι οι άνθρωποι που, ενώ έχουν βαθιές πεποιθήσεις, δεν θα επιχειρήσουν ποτέ να επιβάλουν την άποψή τους. Αντίθετα, ακούν πολύ προσεκτικά τους συνομιλητές τους.
Αυτοί οι άνθρωποι, όταν σε ρωτούν τι κάνεις, περιμένουν ν’ ακούσουν και την απάντηση. Και ακούγοντάς την σε κοιτάζουν στα μάτια ν’ ακούσουν κι αυτά που δεν τους λες. Θα σ’ αφήσουν να μιλήσεις, όταν πνίγεσαι, και θα μιλήσουν, όταν θα πρέπει πια ν’ ακούσεις μερικά πράγματα. Ακόμα κι αν δείχνουν ν’ αλλάζουν θέμα συζήτησης, το κάνουν για να ικανοποιήσουν τη δική σου ανάγκη. Είναι οι άνθρωποι που θα σου ράψουν τη σχισμένη τσέπη, χωρίς να το ζητήσεις, μόνο και μόνο επειδή το χρειάζεσαι.
Αυτή η χαμηλόφωνη, σταθερή και συνεπής ισορροπία τους σε επαναφέρει στην τάξη σε στιγμές πανικού. Δίνει στις καταστάσεις τις πραγματικές τους διαστάσεις και ανοίγει προοπτικές στα αδιέξοδα.
Προπάντων, όμως, η διακριτικότητα και ο σεβασμός τους στην ατομικότητα, την ιδιωτικότητα ή και την ιδιαιτερότητά σου είναι που κάνει πολύτιμη τη διακριτική παρουσία τους δίπλα σου.
Μην κάνετε όμως το λάθος να πιστέψετε πως όλα αυτά σημαίνουν ότι αυτοί οι άνθρωποι δεν έχουν πάθος. Διαθέτουν και πολύ μάλιστα! Μόνο που δεν το σπαταλούν σε φλύαρες και περιττές εκδηλώσεις.
Τέτοιες παρουσίες κάνουν εμένα δυνατή και τη ζωή μου πλούσια.
Αφιερώνω στις Ν.Β. και Έ.Κ.
Και μετά… απολαμβάνω τον αβίαστο σεβασμό της Ν. Βενετσάνου στην τέχνη της, τη διακριτικότητα της κιθάρας του Ν. Μαυρουδή και τη δύναμη της μουσικής να με συγχωρεί για τα πρωινά (και όχι μόνο) τσιγάρα μου, σαν μερικούς-μερικούς.

Τρίτη 15 Ιουνίου 2010

Coro ή solo;

Τελευταία συλλαμβάνω τον εαυτό μου όλο και συχνότερα ν’ αντιμετωπίζω τη ζοφερή πραγματικότητα, που μας σφίγγει στη μέγγενή της, με μουσικούς όρους. Διευκρινίζω από την αρχή ότι δεν έχω καμιά μουσική εκπαίδευση. Είναι ζήτημα αν θα κατόρθωνα να θυμηθώ από κάποια μακρινή σχολική χρονιά το πώς εγγράφεται η κάθε νότα στο πεντάγραμμο. Ωστόσο, η μουσική, όπως και κάθε τέχνη, είναι γενναιόδωρη με τους αδαείς. Έτσι συχνά πυκνά κάποια μουσικά έργα μού αποκαλύπτουν νέους κόσμους και καταργούν τα χωροχρονικά μου σύνορα. Ανακαλύπτω σε μουσικά δημιουργήματα την ιδανική έκφραση όχι μόνο των συναισθημάτων μου αλλά και των σκέψεών μου.
Βιώνοντας λοιπόν το φόβο και την ανασφάλεια των ημερών μας, αναμασούσα μια πρόδηλη και κοινή, πλέον, διαπίστωση: ότι εδώ και χρόνια αυτοί που κινούν τα νήματα προώθησαν έναν τρόπο ζωής, που δυστυχώς υιοθετήθηκε από ένα μεγάλο μέρος των συμπολιτών μας. Είναι ένας τρόπος ζωής που επέβαλε το αδυσώπητο κυνήγι της ικανοποίησης διαρκώς διογκούμενων επίπλαστων αναγκών με λάβαρο την ήσσονα προσπάθεια. Κατακερματίστηκε η κοινωνία μας σε αντιμαχόμενες ομάδες που φθονούσε η μία την άλλη και αλληλοϋποβλέπονταν. Και το σμπαράλιασμα αυτό έφτασε μέχρι το μεδούλι, μέχρι το άτομο, που έγινε κυριολεκτικά πια ά-τομο! Εκεί πια χάσαμε και την ανθρωπιά μας. Οι φιλίες γίνονταν όλο και πιο σπάνιες, ενώ στην αξιακή μας ιεραρχία ανέβαιναν οι «γνωριμίες». Η δικαιοσύνη υποκαταστάθηκε από τη «νομιμότητα» και η ισότητα από την ισοπέδωση. Η ευφυΐα χλόμιασε μπροστά στη μαγκιά. Η εργατικότητα και η αίσθηση του καθήκοντος λοιδορήθηκαν. Η επιφάνεια εκτόπισε το βάθος. Τελικά η επιθυμία του ἔχειν κατασπάραξε το εἶναι μας. Έτσι μείναμε γυμνοί κι ανάπηροι. Χάσαμε τα πολύ απλά, αλλά αναγκαία για τις περιστάσεις που ζούμε, εφόδια που χρειάζεται ο άνθρωπος για ν’ αντιμετωπίσει τις αντιξοότητες της ζωής, την αλληλεγγύη και τη συλλογικότητα, που μπορούν να τροφοδοτήσουν μια κοινή προσπάθεια.
Με άλλα λόγια, όλον αυτό τον καιρό από τη μια ένιωθα την ανάγκη ενός ώμου ν’ ακουμπάει στον δικό μου κι από την άλλη συλλογιζόμουν ότι από τέτοιες δύσκολες καταστάσεις μόνο με συλλογική προσπάθεια μπορούμε να βγούμε. Αυτές οι σκέψεις και τα αντίστοιχα συναισθήματα, συνδυασμένα με μια πικρή νοσταλγία για μια πατρίδα ψυχής που βλέπω ν’ αργοσβήνει στα χέρια μου και που διακαώς ποθώ να κρατήσω ζωντανή και να την παραδώσω καλύτερη, μεταμφιέζονταν σε νότες και πλημμύριζαν τ’ αφτιά μου. Μέχρι που ξεδιάλυνα ότι ήταν το πασίγνωστο χορικό των σκλάβων (Va pensiero) από την όπερα του Βέρντι Nabucco. Έτσι, για να εξηγήσω το πού κολλάει η μουσική επένδυση της ανάρτησης.
Στην αναζήτηση όμως του συγκεκριμένου κομματιού, έπεσα και στην ακόλουθη εκτέλεση από εκλεκτούς, απ’ ό,τι λέει το συνοδευτικό σχόλιο, λυρικούς Ούγγρους καλλιτέχνες. Όταν το άκουσα, θυμήθηκα ένα σχόλιο του Ξωτικού σε παλαιότερη ανάρτησή μου για τη δυσκολία συντονισμού ενός μουσικού συνόλου. Προσωπικά αυτή τη δεύτερη εκτέλεση δεν την απόλαυσα. Ενώ στην πρώτη περίπτωση παρακολουθούσα ένα σφιχτοδεμένο σύνολο προσηλωμένο στον κοινό στόχο, στη δεύτερη ένιωθα τους σολίστες να μην μπορούν να πειθαρχήσουν το εγώ τους και να υπονομεύουν τελικά την κοινή προσπάθεια.
Ε, λοιπόν, και σ’ αυτή τη δεύτερη μουσική απόπειρα βλέπω, με τις γνωστές πια λοξές ματιές μου, κοινωνικές και πολιτικές προεκτάσεις.
Εσείς τι λέτε;

Παρασκευή 11 Ιουνίου 2010

Μαθήματα από τη φύση

 Η φωτογραφία από εδώ
Πριν από καμιά δεκαριά μέρες απόλαυσα εκστατική τις φωτογραφίες 6-10 σ’ άλλη μια πετυχημένη ανάρτηση της Margo. Ζώντας μέχρι τώρα πάντα σε αστικό κέντρο, η επαφή μου με τη φύση είναι κάτι που απολαμβάνω σπάνια και με ελάχιστη γνώση. Έτσι μου φάνηκε φυσικό να μην αναγνωρίσω τα λουλούδια της φραγκοσυκιάς και η ντελικάτη ομορφιά τους με απορρόφησε τόσο που να μην παρατηρήσω το υπόλοιπο φυτό!
Οι φωτογραφίες αυτές ανέσυραν από το παρελθόν την πρώτη μου πραγματική εμπειρία από αυτό το φυτό, σήμα κατατεθέν σε άνυδρες περιοχές της χώρας μας.
Στα παιδικά μου μάτια τα καλοκαίρια οι φραγκοσυκιές φάνταζαν πάντα σαν άλλος ένας κάκτος που έπρεπε ν’ αποφεύγω. Μέχρι που η μητέρα μου σε κάποια ανύποπτη στιγμή ανέφερε το πόσο της άρεσαν οι καρποί αυτού του φυτού, που εγώ δεν μπορούσα να φανταστώ ότι καν καρποφορεί!
Πέρασαν μερικά χρόνια και ένα καλοκαίρι βρεθήκαμε στον Πόρο. Όταν ήμουν μικρή, μου άρεσε να περιπλανιέμαι και να προσποιούμαι ότι χάθηκα. (Όταν μεγάλωσα, χανόμουν πραγματικά και δεν μου άρεσε καθόλου!). Τέλος πάντων, σε μια μοναχική εξερεύνηση εκεί, στο μικρό νησί του Σαρωνικού, βρέθηκα μπροστά σε μια φραγκοσυκιά φορτωμένη με τους κίτρινους, σχεδόν κόκκινους καρπούς της. Ήταν απόμερα από δρόμους και μονοπάτια και μάλλον γι’ αυτό είχε ακόμη τους θησαυρούς της. Πάντως εγώ έτσι τους είδα, γιατί αποφάσισα ότι θα πρόσφερα στη μητέρα μου ένα απρόσμενο δώρο! Έπιασα λοιπόν και έκοψα καμιά δεκαριά. Κυριολεκτώ: έπιασα τους ίδιους τους καρπούς και όχι κάποιο μέσο για να τους κρατήσω! Και τους μετέφερα μέχρι το ξενοδοχείο στις φούχτες μου! Μέχρι να φτάσω και μέχρι να εντοπίσω τη μητέρα μου, τα μάτια μου είχαν βουρκώσει. Αλλά ήμουν πολύ πεισματάρα, για να εγκαταλείψω το δώρο μου και –προκαταβολικά– πολύ περήφανη για τη χαρά που θα διάβαζα στο βλέμμα της όταν θα της το πρόσφερα.
Περιττό να σας πω ότι δεν ήταν χαρά αυτό που είδα στα μάτια της όταν με πρωταντίκρισε, αλλά ανησυχία, για να μην πω πανικός. Εξίσου περιττή είναι και η αναφορά στην επόμενη μία ώρα που πέρασα με τις παλάμες απλωμένες ικετευτικά στο τσιμπιδάκι της μαμάς.
Πολλά χρόνια αργότερα, όταν εκείνη δεν ήταν πια κοντά μου, γεύτηκα κι εγώ για πρώτη φορά παγωμένα φραγκόσυκα.
Εν τω μεταξύ, είχα τρυπηθεί πάμπολλες φορές από αγκάθια άλλα, μέχρι να γευτώ αντίστοιχα γλυκούς καρπούς –κι ας είχαν τα κουκουτσάκια τους!

Παρασκευή 28 Μαΐου 2010

Πες πως...

Πες πως βρίσκεσαι εκεί, κοντά στο τέλος της εφηβείας. Πες πως υποφέρεις από μια σοβαρή, αλλά ιάσιμη ασθένεια. Πες πως επί δώδεκα χρόνια κάποιοι σου έδειχναν πρόχειρα γιατροσόφια και σ’ έβαζαν ν’ αποστηθίζεις τα χημικά συστατικά διαφόρων φαρμάκων. Πες πως έφτασε η στιγμή να διεκδικήσεις μια θέση σ’ ένα χώρο όπου ελπίζεις να γνωρίσεις πλέον σε βάθος και σε πλάτος τον τρόπο ή τους τρόπους να θεραπευτείς ή, τουλάχιστον, να βάλεις σε σταθερή πορεία την προσπάθειά σου ν’ αντιμετωπίσεις σοβαρά την κατάσταση της υγείας σου.
Πες, τώρα, πως για να κατακτήσεις αυτή τη θέση, σου ζητάνε να περάσεις από κάποιες δοκιμασίες. Πες λοιπόν πως στην πρώτη δοκιμασία σου δίνουν ένα κείμενο που αναφέρει ότι ο νέος άνθρωπος στη ζωή του θα χρειαστεί ν’ αλλάξει δυο-τρεις ίσως και παραπάνω θεραπείες. Και καπάκι, πες πως σου ζητάνε ν’ αναπτύξεις σ’ ένα άρθρο 500-600 λέξεων (δήθεν για το έντυπο της δωδεκάχρονης θητείας σου, που σημειωτέον δεν είναι και σίγουρο ότι έχεις πιάσει ποτέ στα χέρια σου κάτι τέτοιο) τη σημασία της αυτοθεραπείας και να προτείνεις τρόπους για την πραγμάτωσή της!
Πώς θα ένιωθες;
Εγώ πάντως θα ’λεγα πως είτε με κοροϊδεύουν είτε θεωρούν ότι με δώδεκα χρόνια κομπογιαννιτισμού η ασθένεια με αποβλάκωσε πλήρως είτε μου λένε εμμέσως πλην λίαν σαφώς: «Άκουσε να δεις… Για θεραπεία από μας, μην περιμένεις. Κοίταξε να δεις τι θα κάνεις μόνη σου. Κι αν μέχρι τώρα δεν το είχες σκεφτεί το ζήτημα ώστε να έχεις ήδη ξεκινήσει την προσπάθεια για αυτοθεραπεία, ε, τι να κάνουμε… Κακό του κεφαλιού σου!»
Εσείς τι θα λέγατε;
Είχα αποφασίσει ότι στη διάρκεια των πανελλαδικών δοκιμασιών (ναι, δοκιμασιών!) δεν θα ’σκαγα μύτη. Ήρθε όμως το θέμα της έκθεσης για τη σημασία της αυτομόρφωσης και τους τρόπους πραγμάτωσής της για νέα παιδιά που διεκδικούν θέση σε ανώτερα και ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα στην τωρινή κοινωνική και οικονομική συγκυρία.
Δεν μ’ αφήνουν ν’ αγιάσω! Το καταλαβαίνετε;

Παρασκευή 14 Μαΐου 2010

Κλέφτρα κίσσα

Όταν ήταν πολύ μικρή, σε προσχολική ακόμη ηλικία, είχε την τύχη να υπάρχει στο σπίτι ένα καλό πικάπ, απ’ αυτά που έπαιζαν τις σκληρές πλάκες των 78 στροφών, αλλά και τα μικρά 45άρια δισκάκια. Τέτοια δεν είχαν πολλά. Ήταν όμως ένα μικρό, κόκκινο σκούρο, σχεδόν γκρενά, που είχε γίνει το αγαπημένο της. Από τη μια πλευρά είχε κάποια εισαγωγή έργου του Verdi –δεν θυμάται πλέον ποιανού, κι ας είναι απόλυτα σίγουρη ότι ήταν από τα πιο γνωστά του έργα. Στην άλλη υπήρχε η εισαγωγή από την Gazza Ladra του Rossini. Έβαζε λοιπόν το δισκάκι στο πικάπ, ανέβαινε σ’ ένα ξύλινο τραπεζάκι, που είχε και βολικό σκαλοπατάκι, και μ’ ένα μικρό χάρακα στο χέρι γινόταν μαέστρος.
Ξεκινούσαν τα κρουστά, αργά, επιβλητικά, αυστηρά, σχεδόν απειλητικά, σαν εχθρικός στρατός που με αυτοπεποίθηση προελαύνει. Κι εκείνη, μ’ ένα ανάλογα σοβαρό ύφος, αγκάλιαζε με τ’ απλωμένα χέρια της ολόκληρη την ορχήστρα και προσκαλούσε τα έγχορδα να παραμερίσουν τη μελωδικότητά τους και να ορμήσουν μαζί με τα πνευστά στην αντάρα μιας λαίλαπας που κατέκλυζε το χώρο. Μικρές ανάπαυλες ανάλαφρων πνευστών ετοίμαζαν κάθε και λίγο το επόμενο φουσκωμένο ηχητικό κύμα μέχρι που τα κρουστά έκλειναν νικηφόρα την ενότητα της επίθεσης. Τώρα ήταν η σειρά των εγχόρδων ν’ αναδείξουν τον πλούτο τους σ’ ένα χαριτωμένο διάλογο με πνευστά που υπέτασσαν την ισχύ τους στις ανάγκες του αμοιβαίου παιχνιδιού. Μέσα στις γρήγορες εναλλαγές το κλίμα άλλαζε αργά αλλά σταθερά. Χτιζόταν και πάλι μια νίκη. Δεν ήταν όμως η νίκη σε μια μάχη, αλλά η νίκη του Καλού επί της Καταστροφής, του Δικαίου επί της Αδικίας, η νίκη της αισιοδοξίας. Με χαμηλόφωνους επιδέξιους ελιγμούς που όλο και δυνάμωναν, με μικρές κοφτές δοξαριές που όλο και απλώνονταν, γιγαντωνόταν η ισχύς της ζωής μέχρι την τελική Νίκη.
Τα μάτια της έκλειναν. Το δεξί της χέρι χάραζε τον ενθουσιασμό της στον αέρα, ενώ το αριστερό της φτερούγιζε σε αγαπησιάρικες καμπύλες. Το κεφάλι της έγερνε προς τα πίσω και δραπέτευε από τη βαρύτητα. Μόνο που η απογείωσή της αυτή οφειλόταν πάντα σε κάποιο ανήσυχο ζευγάρι ενήλικα χέρια που την απομάκρυναν βιαστικά από το επικίνδυνο αυτοσχέδιο podium, προσηλωμένα πιο πολύ στην ασφάλειά της παρά στη γοητεία της μουσικής.
Δεκαετίες αργότερα, στο τώρα της, βιώνει το κοφτό τυμπάνισμα, καθώς οι βλοσυρές μέρες επελαύνουν, στη ζωή πλέον, τη δική της και των αγαπημένων της. Μέρες που απαιτούν και πάλι, με πολύ πιο βίαιο τρόπο, από αυτήν να κρατάει ορθάνοιχτα τα μάτια για να μη βυθιστεί στην άβυσσο. Μόνο που εκείνη, με το δικό της φανταστικό πια χαρακάκι, είναι επίσης αποφασισμένη να χαράξει ανάλογη ouverture προς τη Νίκη. Προς το Φως.
Κι ας ξέρει ότι η πορεία προς τα εκεί θα διαρκέσει πολύ περισσότερο από το αγαπημένο μουσικό κομμάτι.

Σάββατο 8 Μαΐου 2010

Εφιάλτες

Έκλεισε τις πόρτες και τα παράθυρα του εαυτού της. Το έβλεπε ότι ετοιμαζόταν να το σκάσει και φοβήθηκε την απουσία του. Ένιωθε μαύρη κουκίδα σε κόκκινο φόντο. Προσπάθησε να θυμηθεί τις τρεις διαστάσεις της. Το μυαλό της δούλευε στο ρελαντί, ίσα ίσα να μη σβήσει η μηχανή, αλλά οι στροφές του όλο και ελαττώνονταν. Η βούλησή της είχε λιποθυμήσει εξουθενωμένη. Κάπου εκεί, στα σκοτεινά, υπήρχε ακόμα η ψυχή της. Ήταν σχεδόν σίγουρη γι’ αυτό, γιατί ένιωθε. Έστω κι αν αυτό που ένιωθε ήταν το παγωμένο ρεύμα που διέτρεχε τα βάθη της, πάντως ένιωθε. Κάτι ήταν κι αυτό.
Άκουσε τον αέρα να σφυρίζει από τις χαραμάδες. Δεν ήταν όμως αέρας που έμπαινε, αλλά αέρας που έβγαινε ρουφηγμένος με βία από μια δίνη που την είχε περικυκλώσει. Κοίταξε κλεφτά έξω και είδε κάτι ανθρωπάκια στα γυάλινα κουτιά τους ν’ ανοιγοκλείνουν άηχα τα στόματά τους. Ξερνούσαν γυμνά ξερά κλαδιά και καδρόνια γεμάτα σκλήθρες και καρφιά. Κι αυτά μόνα τους στριφογύριζαν και μαστίγωναν τον αέρα. Τρομαγμένος αυτός όλο και τραβιόταν για να γλιτώσει και έφευγε. Έφευγε κυνηγημένος και άφηνε το αίμα του στο δέρμα της. Παγωμένο και πηχτό κάλυπτε τους πόρους της. Με μια αργή επίμονη εισβολή λεηλατούσε το οξυγόνο της καταδικάζοντάς την στο κενό.
Πάλευε να καθαρίσει το αίμα από πάνω της βλαστημώντας τον αέρα για τη φυγομαχία του και ξεχνώντας τα ανθρωπάκια που συνέχιζαν να ξερνοβολάνε. Το αίμα δεν έλεγε να φύγει. Πολλαπλασιαζόταν και την πλημμύριζε από μέσα κι απ’ έξω. Κι ο αέρας όλο έφευγε ρουφώντας μέσα στη δίνη του το λιγοστό της οξυγόνο. Και τ’ ανθρωπάκια μέσα απ’ τα γυάλινα κουτιά τους συνέχιζαν να φτύνουν, με ρυθμό πολυβόλου πια, καρφιά και αγκίθες και ξερά κλαδιά και καδρόνια.
Βουτηγμένη στην απελπισία και έχοντας αποδεχτεί του χαμού της το αναπόφευκτο, όρμησε κι άνοιξε διάπλατα τα πορτοπαράθυρά της. Λίγο φως, τουλάχιστον. Λίγο φως πριν απ’ το τέλος. Πρώτο χτύπημα. Βόγκηξε. Δεύτερο χτύπημα. Λύγησε το γόνατό της. Στο τρίτο άρπαξε το ξερό κλαδί που τη μάτωσε και χίμηξε πάνω στ’ ανθρωπάκια.
Τι εύκολα που έσπαζαν αυτά τ’ ανθρωπάκια! Σαν από φτηνό γυαλί. Σαν από φτενό κόντρα πλακέ. Ψεύτικα και κούφια.
Όσο τα έσπαζε, τόσο γέμιζε οξυγόνο τα πνευμόνια της. Όσο τα έσπαζε, τόσο ξεπλενόταν το αίμα. Καθώς ανεβοκατέβαζε το κλαδί, είδε στους κόμπους του μικρές πράσινες μυτούλες να της κλείνουν το μάτι της ζωής. Και άκουσε ανθρώπινες φωνές γύρω της που γελούσαν και τραγουδούσαν. Και ένιωσε ανθρώπινα χέρια που αγκάλιαζαν κι αγαπούσαν.
Και ξύπνησε.

Πέμπτη 6 Μαΐου 2010

Τι άραγε;

Τι άραγε να σκεφτόταν ο …, όταν…;
Τι άραγε να ένιωθε η …, όταν…;
Εκεί μέσα…
Εκεί έξω…
Εκεί κοντά…
Εκεί παραπέρα…
Τώρα, εδώ, εγώ, δεν μπορώ να σκεφτώ τίποτε.
Τώρα, εδώ, εγώ, νιώθω…
Τι να βάλω πρώτο;
Μουδιασμένα σου μεταφέρω ένα γράμμα.
Η Μαρία Χούκλη το έγραψε, αλλά πολλοί σου μιλάμε μέσα σ’ αυτό.
Κρίμα που δεν θα μπορέσεις να το διαβάσεις…
Ντρέπομαι…
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...