Υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι, πολύ λίγοι, που έχουν ένα σπάνιο, περιφρονημένο στην εποχή μας, αλλά ανεκτίμητο χάρισμα. Αυτό του «παραμυθά». Ξεκινώντας από την πρώτη σημασία του όρου (αυτός που λέει παραμύθια), κρατάμε συνήθως τη μεταφορική χρήση του (αυτός που λέει ψέματα) και ξεχνάμε τη δεύτερη έννοια του όρου: αυτός που ξέρει να αφηγείται (ή και να συνθέτει) με ωραίο τρόπο μια ιστορία. Την αξία των χαρισματικών αυτών ατόμων αναγνώριζαν οι άνθρωποι κάποτε, ιδιαίτερα εδώ στην Ανατολή, είτε ήταν ανώνυμοι είτε επώνυμοι. Ο Όμηρος και η Σεχραζάτ υπήρξαν δείγματα αυτής της εκτίμησης.
Αυτό που χαρακτηρίζει την αφήγηση ενός καλού παραμυθά (μετά τις πρώτες διευκρινίσεις, τα εισαγωγικά είναι περιττά) είναι ο θαυμαστός τρόπος με τον οποίο αιχμαλωτίζει το ενδιαφέρον και την προσοχή των ακροατών του. Σε μια εποχή, βέβαια, όπου η κυριαρχία της εικόνας είναι δεδομένη, είναι δύσκολο πια να βρεθεί ο αφηγητής που θα μας κάνει να ακροαστούμε την ιστορία του. Προτιμούμε δυστυχώς να κοιτάζουμε, παρά να δημιουργούμε με τη φαντασία μας! Ωστόσο τους καλούς παραμυθάδες τους διακρίνει άλλο ένα, καθοριστικό, στοιχείο: η αφήγησή τους θέτει σε κίνηση τη σκέψη των ακροατών τους. Τους οδηγεί στο στοχασμό και, γι’ αυτό, στην παραμυθία. Τους οδηγεί στη γνώση που κατακτιέται προσωπικά και, γι’ αυτό, στη γαλήνη που φέρνουν οι απαντήσεις στα μεγάλα ερωτήματα της ζωής.
Μια τέτοια αφήγηση μου πρόσφερε ως δώρο πριν από μερικές μέρες ένας ανώνυμος επισκέπτης παραπέμποντάς με στο βίντεο που ακολουθεί. Παρόλο που οι φιλοσοφικές —ας τις πούμε έτσι— απόψεις μου διαφοροποιούνται, ομολογώ με κάθε ειλικρίνεια ότι το περιεχόμενο της αφήγησης (όπως και το υποκείμενό της, άλλωστε, η πρόωρα χαμένη τραγουδοποιός Lhasa de Sela!) με απασχολούν από τη στιγμή που την ακροάστηκα. Και ευχαριστώ θερμά, και πάλι, τον ανώνυμο φίλο για την παραμυθία που τόσο γενναιόδωρα μου χάρισε!
Σημείωση: Για όσους η αγγλική γλώσσα ή η ακουστική του βίντεο δημιουργούν δυσκολίες, ακολουθεί μια προσπάθεια απόδοσης των όσων λέγονται σ’ αυτό.
«Θα σας πω μια ιστορία που μου είπε ο πατέρας μου. Ο πατέρας μου είναι ένας εξαιρετικός παραμυθάς και δεν λέει μόνο ιστορίες που έχετε ακούσει• λέει και ιστορίες για πράγματα που αυτός σκέφτεται για πολλά πολλά χρόνια. Αυτό λοιπόν που είπε είναι το εξής:
Όταν γίνεται η σύλληψή μας, εμφανιζόμαστε μέσα στη μήτρα της μητέρας μας. Μοιάζουμε σαν ένα μικρό, απειροελάχιστο φως που απλώς εμφανίζεται μες στη μέση αυτού του σκοτεινού χώρου, που τον νιώθουμε σαν μια ατέλειωτη νύχτα. Υπάρχει μόνο ησυχία και σκοτάδι και ο χρόνος δεν υφίσταται εκεί. Νιώθουμε σαν να βρισκόμαστε εκεί 1000 χρόνια.
Αλλά σιγά-σιγά μεγαλώνουμε. Και, καθώς μεγαλώνουμε, αρχίζουμε λίγο-λίγο ν’ αποκτούμε αισθήσεις. Αρχίζουμε να μπορούμε, ας πούμε, ν’ αγγίζουμε τους τοίχους αυτού του μέρους στο οποίο βρεθήκαμε. Αργά-αργά αρχίζουμε να ακούμε ήχους και να νιώθουμε τραντάγματα και δονήσεις που έρχονται απ’ έξω και από το σώμα της μητέρας μας, που κινείται, περπατάει, τρέχει και μιλάει. Μπορούμε σιγά-σιγά ν’ ακούμε τη φωνή της. Και συνεχίζουμε να μεγαλώνουμε, να μεγαλώνουμε… Τελικά, αυτός ο χώρος, μέσα στον οποίο βρισκόμαστε και που στην αρχή φαινόταν απέραντος, γίνεται όλο και πιο άβολος. Και σύντομα πρέπει να γεννηθούμε.
Ο πατέρας μου λέει ότι η στιγμή της γέννησής μας… Λέει πως θυμάται τη στιγμή που γεννήθηκε κι εγώ τον πιστεύω! Λέει ότι η στιγμή της γέννησής μας είναι τόσο βίαιη και χαοτική, που όλοι μας εκείνη τη στιγμή σκεφτόμαστε “Πεθαίνω! Αυτό είναι το τέλος της ζωής μου!”.
Και μετά —τι μεγάλη έκπληξη!—, μετά βγαίνουμε έξω και είναι μόνο η αρχή. Και στην αρχή είμαστε πολύ μικροί κι ο κόσμος φαίνεται απέραντος. Και σιγά-σιγά μαθαίνουμε πώς να χρησιμοποιούμε τις αισθήσεις μας. Μαθαίνουμε πώς ν’ αγγίζουμε όσα μας περιβάλλουν και τους τοίχους του νέου μας σπιτιού. Και πώς να χρησιμοποιούμε τις αισθήσεις μας, πώς να χρησιμοποιούμε τα μάτια και τ’ αφτιά μας, τη γεύση και την αφή μας…
Μετά, καμιά φορά, ανάμεικτα με όλα τα συναισθήματα και τις εντυπώσεις και τους ήχους αυτής της ζωής… καμιά φορά, ακούμε ήχους και νιώθουμε τραντάγματα που έρχονται από κάπου έξω από αυτή τη ζωή. Και αυτό το άλλο “έξω” βρίσκεται μόλις από την άλλη πλευρά αυτού του πολύ λεπτού τοίχου, που είναι σχεδόν διάφανος και οι ήχοι μπορούν να τον διαπεράσουν. Ξέρω ότι στη διάρκεια της ζωής μας ακούμε πράγματα χωρίς να…, σχεδόν σαν ανάμνηση, μια υπενθύμιση για κάτι…
Και μετά, τελικά, αυτό το σώμα νιώθει και αυτό πολύ άβολα. Και μετά πρέπει να πεθάνουμε. Και τότε σκεφτόμαστε πάλι “Αυτό είναι! Αυτό είναι το τέλος. Το τέλος μου!”
Αλλά ο πατέρας μου λέει πως είναι μόνο η στιγμή που περνάμε μέσα από τον πολύ λεπτό, διάφανο τοίχο. Κάτι που έχουμε ξανακάνει. Και πάμε να ζήσουμε κάτι άλλο.
Λέει, ακόμα, ότι με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο, όταν είμαστε στην κοιλιά της μητέρας μας, αναπτύσσουμε όργανα και κάθε είδους απίστευτους και θαυμαστούς μηχανισμούς, που δεν μπορούμε καθόλου να χρησιμοποιήσουμε στο χώρο μέσα στον οποίο βρισκόμαστε εκείνο τον καιρό —είναι εντελώς άχρηστα, είναι γι’ αργότερα… Κι ο πατέρας μου λέει ότι με τον ίδιο τρόπο, στη διάρκεια αυτής της ζωής, αναπτύσσουμε επίσης όργανα, που δεν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε ή τα χρησιμοποιούμε λίγο. Μας κάνουν να νιώθουμε αδέξιοι. Δεν ξέρουμε τι να κάνουμε με αυτά. Αλλά είναι για…, είναι γι’ αργότερα…»