Οι σκέψεις ξεκίνησαν με αφετηρία μια πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση που έγινε με αφορμή μιαν
ανάρτηση του α Κενταύρου για την κοινή λογική. Η σύνδεση της κοινής λογικής με την κοινή γνώμη, στη ροή των απόψεων που διατυπώθηκαν εκεί, με έκανε να αναρωτηθώ τι έχουμε στο μυαλό μας όταν αναφερόμαστε σ’ αυτή.
Συνήθως λέγοντας κοινή γνώμη εννοούμε την άποψη που είναι ευρύτατα διαδεδομένη στα μέλη ενός μικρού ή μεγάλου συνόλου. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι η γνώμη που υιοθετεί το μεγαλύτερο μέρος, η πλειοψηφία των ανθρώπων για ένα ζήτημα. Και η πλειοψηφία αυτή είναι τόσο μεγάλη ώστε να υπερκαλύπτει την όποια μειοψηφία. Θέλω να πω ότι αποδίδοντας στη γνώμη των πολλών την ιδιότητα του κοινού είναι σαν να υπαινισσόμαστε ότι την ασπάζονται όλοι, παραβλέποντας ότι κάποιοι, οι λίγοι, διαφωνούν. Ως όρος επομένως η κοινή γνώμη, υπερτονίζοντας την αρχή της πλειοψηφίας, υπονομεύει μιαν άλλη, εξίσου σημαντική, αρχή της δημοκρατίας: την αρχή της πολυφωνίας, τη δυνατότητα της διαφωνίας.
Για την οικονομία της συζήτησης όμως, προσπερνώ το ζήτημα που θέτει ο επιθετικός προσδιορισμός του όρου «κοινή γνώμη» και αναζητώ την ουσία του εστιάζοντας στο ουσιαστικό του. Νιώθω την ανάγκη να κάνω και πάλι μια μικρή παρέκβαση επιδιώκοντας να διασαφηνίσω το περιεχόμενό του. Ο Πλάτωνας στη γνωσιολογία του διακρίνει τέσσερις βαθμίδες της γνώσης: τη δόξα (την εντύπωση, θα λέγαμε σήμερα, από το αρχαίο ρήμα δοκῶ: νομίζω), τη γνώμη (: την άποψη), τη γνώση και την επιστήμη (από το αρχαίο ρήμα ἐπίσταμαι: γνωρίζω καλά). Όταν λοιπόν αναφερόμαστε στην κοινή γνώμη, εννοούμε την κοινή άποψη, την κατά πλειοψηφία υιοθετημένη άποψη που δεν είναι όμως ακόμα γνώση.
Σχηματίζουμε μιαν άποψη για ένα ζήτημα στηριζόμενοι σε κάποια δεδομένα, που μπορεί να προέρχονται από την εμπειρία ή και την πληροφόρηση και τα οποία στη συνέχεια επεξεργαζόμαστε, προφανώς νοητικά.
Η ατομική ανθρώπινη εμπειρία στην εποχή μας δεν επαρκεί ως πηγή δεδομένων για τη διαμόρφωση άποψης σε πλήθος από ζητήματα. Επομένως εξαρτιόμαστε σε σημαντικότατο βαθμό από την πληροφόρηση. Αυτή θα μας την προσφέρουν τα βιβλία, τα Μ.Μ.Ε., το διαδίκτυο και το σχολείο. Αφήνοντας στην άκρη για την ώρα το σχολείο, γιατί επιτελεί πολλαπλούς ρόλους, ελέγχω τους υπόλοιπους παράγοντες διαμόρφωσης μιας άποψης. Κοινή άποψη, με άλλα λόγια κοινή γνώμη, μπορούν να διαμορφώσουν μόνο τα Μ.Μ.Ε., γιατί τα άλλα μέσα απευθύνονται σε μοναχικές, ατομικές γνωστικές αναζητήσεις.
Όταν λοιπόν τα μαζικά μέσα «ενημέρωσης» ελέγχονται από άτομα ή κέντρα με ιδιοτελή συμφέροντα, όπως συμβαίνει στην εποχή μας, τότε η πληροφόρηση των πολλών γίνεται με επιλεκτικό τρόπο και κατά το δοκούν αυτών των ατόμων ή των κέντρων με σαφή στόχο τη διαμόρφωση (συνώνυμα: το σχηματισμό, τη διάπλαση) της κοινής γνώμης έτσι ώστε να εξυπηρετούνται τα συγκεκριμένα συμφέροντα. Εύλογα συμπεραίνει κανείς ότι η κοινή γνώμη δεν σχηματίζεται ελεύθερα και αυτόβουλα, αλλά υπαγορεύεται έξωθεν. Δεν είναι καν γνώμη.
Την όλη διαδικασία διευκολύνει ένα σχολείο που δεν καλλιεργεί την ουσιαστική γνώση και την κρίση (ούτε καν τη φυσική ανθρώπινη περιέργεια) αφήνοντας ανάπηρη τη νόηση των μελλοντικών πολιτών.
Τι εκφράζει τελικά η κοινή γνώμη στα κοινά μας πράγματα; Τη γνώμη των πολλών; Ή μήπως τη βούληση των ολίγων, των ελαχίστων, μέσα από πολλά στόματα; Μα τότε, για ποια πλειοψηφία μιλάμε;
Κάποιοι φρόντισαν να κατεβάσουν τη σκούφια της Δημοκρατίας μέχρι τ’ αφτιά της, ώστε να μη βλέπει και να μην ακούει τίποτε και να γονατίζει αποπροσανατολισμένη και ακυρωμένη από τους ίδιους της τους θεσμούς.