Η ζωή δεν μετριέται από τον αριθμό των αναπνοών μας, αλλά από τις στιγμές που μας έκοψαν την ανάσα (George Carlin)


Αγαπώ τη Θάλασσα

Αγαπώ τη Θάλασσα.
Γιατί ξεκινάει με το θήτα των θέλω μου. Γιατί είναι ανοιχτή σαν τα άλφα που την απλώνουν. Γιατί το λάμδα της καμπυλώνει τη γλώσσα μου σε κύμα που σπάει μαλακά στο φράγμα των δοντιών μου. Γιατί τα σίγμα της μου χαϊδεύουν τ’ αφτιά σαν το φλοίσβο της σ’ έρημη παραλία.

Παρασκευή 28 Μαΐου 2010

Πες πως...

Πες πως βρίσκεσαι εκεί, κοντά στο τέλος της εφηβείας. Πες πως υποφέρεις από μια σοβαρή, αλλά ιάσιμη ασθένεια. Πες πως επί δώδεκα χρόνια κάποιοι σου έδειχναν πρόχειρα γιατροσόφια και σ’ έβαζαν ν’ αποστηθίζεις τα χημικά συστατικά διαφόρων φαρμάκων. Πες πως έφτασε η στιγμή να διεκδικήσεις μια θέση σ’ ένα χώρο όπου ελπίζεις να γνωρίσεις πλέον σε βάθος και σε πλάτος τον τρόπο ή τους τρόπους να θεραπευτείς ή, τουλάχιστον, να βάλεις σε σταθερή πορεία την προσπάθειά σου ν’ αντιμετωπίσεις σοβαρά την κατάσταση της υγείας σου.
Πες, τώρα, πως για να κατακτήσεις αυτή τη θέση, σου ζητάνε να περάσεις από κάποιες δοκιμασίες. Πες λοιπόν πως στην πρώτη δοκιμασία σου δίνουν ένα κείμενο που αναφέρει ότι ο νέος άνθρωπος στη ζωή του θα χρειαστεί ν’ αλλάξει δυο-τρεις ίσως και παραπάνω θεραπείες. Και καπάκι, πες πως σου ζητάνε ν’ αναπτύξεις σ’ ένα άρθρο 500-600 λέξεων (δήθεν για το έντυπο της δωδεκάχρονης θητείας σου, που σημειωτέον δεν είναι και σίγουρο ότι έχεις πιάσει ποτέ στα χέρια σου κάτι τέτοιο) τη σημασία της αυτοθεραπείας και να προτείνεις τρόπους για την πραγμάτωσή της!
Πώς θα ένιωθες;
Εγώ πάντως θα ’λεγα πως είτε με κοροϊδεύουν είτε θεωρούν ότι με δώδεκα χρόνια κομπογιαννιτισμού η ασθένεια με αποβλάκωσε πλήρως είτε μου λένε εμμέσως πλην λίαν σαφώς: «Άκουσε να δεις… Για θεραπεία από μας, μην περιμένεις. Κοίταξε να δεις τι θα κάνεις μόνη σου. Κι αν μέχρι τώρα δεν το είχες σκεφτεί το ζήτημα ώστε να έχεις ήδη ξεκινήσει την προσπάθεια για αυτοθεραπεία, ε, τι να κάνουμε… Κακό του κεφαλιού σου!»
Εσείς τι θα λέγατε;
Είχα αποφασίσει ότι στη διάρκεια των πανελλαδικών δοκιμασιών (ναι, δοκιμασιών!) δεν θα ’σκαγα μύτη. Ήρθε όμως το θέμα της έκθεσης για τη σημασία της αυτομόρφωσης και τους τρόπους πραγμάτωσής της για νέα παιδιά που διεκδικούν θέση σε ανώτερα και ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα στην τωρινή κοινωνική και οικονομική συγκυρία.
Δεν μ’ αφήνουν ν’ αγιάσω! Το καταλαβαίνετε;

Παρασκευή 14 Μαΐου 2010

Κλέφτρα κίσσα

Όταν ήταν πολύ μικρή, σε προσχολική ακόμη ηλικία, είχε την τύχη να υπάρχει στο σπίτι ένα καλό πικάπ, απ’ αυτά που έπαιζαν τις σκληρές πλάκες των 78 στροφών, αλλά και τα μικρά 45άρια δισκάκια. Τέτοια δεν είχαν πολλά. Ήταν όμως ένα μικρό, κόκκινο σκούρο, σχεδόν γκρενά, που είχε γίνει το αγαπημένο της. Από τη μια πλευρά είχε κάποια εισαγωγή έργου του Verdi –δεν θυμάται πλέον ποιανού, κι ας είναι απόλυτα σίγουρη ότι ήταν από τα πιο γνωστά του έργα. Στην άλλη υπήρχε η εισαγωγή από την Gazza Ladra του Rossini. Έβαζε λοιπόν το δισκάκι στο πικάπ, ανέβαινε σ’ ένα ξύλινο τραπεζάκι, που είχε και βολικό σκαλοπατάκι, και μ’ ένα μικρό χάρακα στο χέρι γινόταν μαέστρος.
Ξεκινούσαν τα κρουστά, αργά, επιβλητικά, αυστηρά, σχεδόν απειλητικά, σαν εχθρικός στρατός που με αυτοπεποίθηση προελαύνει. Κι εκείνη, μ’ ένα ανάλογα σοβαρό ύφος, αγκάλιαζε με τ’ απλωμένα χέρια της ολόκληρη την ορχήστρα και προσκαλούσε τα έγχορδα να παραμερίσουν τη μελωδικότητά τους και να ορμήσουν μαζί με τα πνευστά στην αντάρα μιας λαίλαπας που κατέκλυζε το χώρο. Μικρές ανάπαυλες ανάλαφρων πνευστών ετοίμαζαν κάθε και λίγο το επόμενο φουσκωμένο ηχητικό κύμα μέχρι που τα κρουστά έκλειναν νικηφόρα την ενότητα της επίθεσης. Τώρα ήταν η σειρά των εγχόρδων ν’ αναδείξουν τον πλούτο τους σ’ ένα χαριτωμένο διάλογο με πνευστά που υπέτασσαν την ισχύ τους στις ανάγκες του αμοιβαίου παιχνιδιού. Μέσα στις γρήγορες εναλλαγές το κλίμα άλλαζε αργά αλλά σταθερά. Χτιζόταν και πάλι μια νίκη. Δεν ήταν όμως η νίκη σε μια μάχη, αλλά η νίκη του Καλού επί της Καταστροφής, του Δικαίου επί της Αδικίας, η νίκη της αισιοδοξίας. Με χαμηλόφωνους επιδέξιους ελιγμούς που όλο και δυνάμωναν, με μικρές κοφτές δοξαριές που όλο και απλώνονταν, γιγαντωνόταν η ισχύς της ζωής μέχρι την τελική Νίκη.
Τα μάτια της έκλειναν. Το δεξί της χέρι χάραζε τον ενθουσιασμό της στον αέρα, ενώ το αριστερό της φτερούγιζε σε αγαπησιάρικες καμπύλες. Το κεφάλι της έγερνε προς τα πίσω και δραπέτευε από τη βαρύτητα. Μόνο που η απογείωσή της αυτή οφειλόταν πάντα σε κάποιο ανήσυχο ζευγάρι ενήλικα χέρια που την απομάκρυναν βιαστικά από το επικίνδυνο αυτοσχέδιο podium, προσηλωμένα πιο πολύ στην ασφάλειά της παρά στη γοητεία της μουσικής.
Δεκαετίες αργότερα, στο τώρα της, βιώνει το κοφτό τυμπάνισμα, καθώς οι βλοσυρές μέρες επελαύνουν, στη ζωή πλέον, τη δική της και των αγαπημένων της. Μέρες που απαιτούν και πάλι, με πολύ πιο βίαιο τρόπο, από αυτήν να κρατάει ορθάνοιχτα τα μάτια για να μη βυθιστεί στην άβυσσο. Μόνο που εκείνη, με το δικό της φανταστικό πια χαρακάκι, είναι επίσης αποφασισμένη να χαράξει ανάλογη ouverture προς τη Νίκη. Προς το Φως.
Κι ας ξέρει ότι η πορεία προς τα εκεί θα διαρκέσει πολύ περισσότερο από το αγαπημένο μουσικό κομμάτι.

Σάββατο 8 Μαΐου 2010

Εφιάλτες

Έκλεισε τις πόρτες και τα παράθυρα του εαυτού της. Το έβλεπε ότι ετοιμαζόταν να το σκάσει και φοβήθηκε την απουσία του. Ένιωθε μαύρη κουκίδα σε κόκκινο φόντο. Προσπάθησε να θυμηθεί τις τρεις διαστάσεις της. Το μυαλό της δούλευε στο ρελαντί, ίσα ίσα να μη σβήσει η μηχανή, αλλά οι στροφές του όλο και ελαττώνονταν. Η βούλησή της είχε λιποθυμήσει εξουθενωμένη. Κάπου εκεί, στα σκοτεινά, υπήρχε ακόμα η ψυχή της. Ήταν σχεδόν σίγουρη γι’ αυτό, γιατί ένιωθε. Έστω κι αν αυτό που ένιωθε ήταν το παγωμένο ρεύμα που διέτρεχε τα βάθη της, πάντως ένιωθε. Κάτι ήταν κι αυτό.
Άκουσε τον αέρα να σφυρίζει από τις χαραμάδες. Δεν ήταν όμως αέρας που έμπαινε, αλλά αέρας που έβγαινε ρουφηγμένος με βία από μια δίνη που την είχε περικυκλώσει. Κοίταξε κλεφτά έξω και είδε κάτι ανθρωπάκια στα γυάλινα κουτιά τους ν’ ανοιγοκλείνουν άηχα τα στόματά τους. Ξερνούσαν γυμνά ξερά κλαδιά και καδρόνια γεμάτα σκλήθρες και καρφιά. Κι αυτά μόνα τους στριφογύριζαν και μαστίγωναν τον αέρα. Τρομαγμένος αυτός όλο και τραβιόταν για να γλιτώσει και έφευγε. Έφευγε κυνηγημένος και άφηνε το αίμα του στο δέρμα της. Παγωμένο και πηχτό κάλυπτε τους πόρους της. Με μια αργή επίμονη εισβολή λεηλατούσε το οξυγόνο της καταδικάζοντάς την στο κενό.
Πάλευε να καθαρίσει το αίμα από πάνω της βλαστημώντας τον αέρα για τη φυγομαχία του και ξεχνώντας τα ανθρωπάκια που συνέχιζαν να ξερνοβολάνε. Το αίμα δεν έλεγε να φύγει. Πολλαπλασιαζόταν και την πλημμύριζε από μέσα κι απ’ έξω. Κι ο αέρας όλο έφευγε ρουφώντας μέσα στη δίνη του το λιγοστό της οξυγόνο. Και τ’ ανθρωπάκια μέσα απ’ τα γυάλινα κουτιά τους συνέχιζαν να φτύνουν, με ρυθμό πολυβόλου πια, καρφιά και αγκίθες και ξερά κλαδιά και καδρόνια.
Βουτηγμένη στην απελπισία και έχοντας αποδεχτεί του χαμού της το αναπόφευκτο, όρμησε κι άνοιξε διάπλατα τα πορτοπαράθυρά της. Λίγο φως, τουλάχιστον. Λίγο φως πριν απ’ το τέλος. Πρώτο χτύπημα. Βόγκηξε. Δεύτερο χτύπημα. Λύγησε το γόνατό της. Στο τρίτο άρπαξε το ξερό κλαδί που τη μάτωσε και χίμηξε πάνω στ’ ανθρωπάκια.
Τι εύκολα που έσπαζαν αυτά τ’ ανθρωπάκια! Σαν από φτηνό γυαλί. Σαν από φτενό κόντρα πλακέ. Ψεύτικα και κούφια.
Όσο τα έσπαζε, τόσο γέμιζε οξυγόνο τα πνευμόνια της. Όσο τα έσπαζε, τόσο ξεπλενόταν το αίμα. Καθώς ανεβοκατέβαζε το κλαδί, είδε στους κόμπους του μικρές πράσινες μυτούλες να της κλείνουν το μάτι της ζωής. Και άκουσε ανθρώπινες φωνές γύρω της που γελούσαν και τραγουδούσαν. Και ένιωσε ανθρώπινα χέρια που αγκάλιαζαν κι αγαπούσαν.
Και ξύπνησε.

Πέμπτη 6 Μαΐου 2010

Τι άραγε;

Τι άραγε να σκεφτόταν ο …, όταν…;
Τι άραγε να ένιωθε η …, όταν…;
Εκεί μέσα…
Εκεί έξω…
Εκεί κοντά…
Εκεί παραπέρα…
Τώρα, εδώ, εγώ, δεν μπορώ να σκεφτώ τίποτε.
Τώρα, εδώ, εγώ, νιώθω…
Τι να βάλω πρώτο;
Μουδιασμένα σου μεταφέρω ένα γράμμα.
Η Μαρία Χούκλη το έγραψε, αλλά πολλοί σου μιλάμε μέσα σ’ αυτό.
Κρίμα που δεν θα μπορέσεις να το διαβάσεις…
Ντρέπομαι…

Τετάρτη 5 Μαΐου 2010

Απόπειρα ενημέρωσης

Μια που η ευφυΐα περισσεύει στο συνδικαλιστικό όργανο των δημοσιογράφων που θεώρησαν εύστοχο να συμμετάσχουν στη σημερινή απεργιακή κινητοποίηση, αφήνοντάς μας στο σκοτάδι, προτείνω μια πρόχειρη βόλτα σε εναλλακτικές και ξένες ειδησεογραφικές ιστοσελίδες (με πάσα επιφύλαξη):
και βλέπουμε…

Έρημος

Την ταινία την είχαν δει μαζί μεσοβδόμαδα. Τα προσωπικά τους προγράμματα ήταν πάντα τόσο φορτωμένα, που μόνο ξεκλέβοντας με χίλια κόλπα δυο-τρεις ώρες μπορούσαν να τις ανταλλάξουν ως δώρο. Ο χρόνος όμως σ' εκείνες τις πολύτιμες στιγμές πύκνωνε, γινόταν σχεδόν στερεός και τότε χωρούσε εικοσιτετράωρα ολόκληρα, βδομάδες, μήνες, χρόνια, κόσμους και ζωές. Έτσι κι εκείνο το βράδυ μπόρεσαν να βρεθούν μαζί στη σκοτεινή αίθουσα του μικρού ποιοτικού συνοικιακού κινηματογράφου να δουν επιτέλους την ταινία που είχαν πια φοβηθεί ότι θα τη χάσουν. Από τις πρώτες σκηνές ένιωσαν βαθιά συγγένεια με το πρωταγωνιστικό ζευγάρι και βύθισαν την κοινή τους ύπαρξη στη μεγάλη οθόνη. Ήταν κι αυτοί ταξιδιώτες που περιφρονούσαν τους τουρίστες. Είχαν ξεκινήσει το ταξίδι τους στο άγνωστο με μοναδικές αποσκευές την αγάπη τους και τη ζωτική, ασίγαστη και αδιαπραγμάτευτη, ανάγκη της ανακάλυψης. Το ταξίδι στη σαγηνευτική και γεμάτη παγίδες έρημο ήταν ταυτόχρονα κι ένα ταξίδι οδυνηρό προς τα μέσα και μια πορεία επίμονη προς τα όρια της αντοχής της σχέσης τους. Το βλέμμα γέμιζε από πρωτοϊδωμένα τοπία, αλλά και από κοπιαστικά ανασκαμμένες λεπτομέρειες του είναι τους. Και το είναι αυτό δεν ήταν ατομικό, αλλά δυαδικό. Δεν υφίσταντο ούτε εκείνος ούτε εκείνη. Συν-υπήρχαν σε μια οντότητα που έπαιζε επικίνδυνα με τη φωτιά. Από τα μάτια τους η μια ψυχή έρρεε και συναντούσε την άλλη. Η συνεχώς ανανεούμενη επιθυμία για την ένωσή τους ήταν ισχυρή, απόλυτη, ολοκληρωτική, αν και ματαιωμένη από τη διαρκή ανησυχία του ανικανοποίητου. Ακόμα κι όταν το σώμα εκείνου λύγισε και υπέκυψε, η ψυχή του, που όλο ήθελε να φεύγει, επέζησε μέσα της. Έστω κι αν ένα άλλο, εξίσου γοητευτικό κι ίσως πιο μυστηριώδες στη σιωπή του, βλέμμα έκανε το πέρασμά του από τη ζωή της.
Εκείνη είχε πιει Τσάι στη Σαχάρα. Δυο φλιτζάνια, διαφορετικά σε γεύση…

Σάββατο 1 Μαΐου 2010

Πρωτομαγιά


Νῦν καί ἀεί

Τέτοια ώρα, τέτοια λόγια!
Παραφράζω: τέτοια μέρα, χωρίς λόγια!
Λόγια σήμερα δεν υπάρχουν. Είναι περιττά.
Αρκούμαι στη δωρικότητα μιας γνήσιας λαϊκής φωνής. Η Βίκυ Μοσχολιού χαράζει τους στίχους του Νίκου Γκάτσου και βαθαίνει τη μουσική του Σταύρου Ξαρχάκου σ’ ένα τραγούδι που δημιουργήθηκε για μια μέρα σαν τη σημερινή το 1941 με ιστορικό στίγμα διαφορετικό, αλλά εξίσου ζοφερό με το φετινό.
Θυμίζω μόνο ότι η Πρωτομαγιά δεν είναι η γιορτή των λουλουδιών, αλλά η Διεθνής Ημέρα των Εργατών / μισθωτών, που θεσμοθετήθηκε από τη Β΄ Σοσιαλιστική Διεθνή στο Παρίσι το 1889. Η μέρα αυτή υπενθυμίζει τον αιματηρό τρόπο, με τον οποίο αντιμετωπίστηκε η απεργία των εργατών στο Σικάγο το 1886, όταν διεκδικούσαν το 8ωρο και την αργία της Κυριακής, και κατ’ επέκταση όλους τους αγώνες των εργαζομένων.
Μερικά πράγματα καλό είναι να μην ξεχνιούνται. Είναι κομμάτι της ιστορίας του ανθρώπου και στα χρόνια που έρχονται θα είναι πολύτιμο μάθημα για τους νεότερους. Τους νεότερους που συνιστούν τη δύναμη ζωής. Αυτήν που οργανικά βιώνουμε ως ζώντα όντα κάθε άνοιξη. Γι’ αυτό και άνοιξη εκδηλώνονται τα περισσότερα ξεσπάσματα που διεκδικούν το δικαίωμα στη ζωή. Ανεξάρτητα από το τι δείχνει το ημερολόγιο!
ΥΓ: Διαβάστε οπωσδήποτε τη σημερινή ανάρτηση του Aldebaran! Πρόκειται για ένα κείμενο σπάνιας αξίας!
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...