…Το χέρι σημάδεψε βιαστικά την κλειδαριά. Γύρισε μηχανικά το κλειδί. Η πόρτα όμως δεν άνοιξε. Στιγμιαία αμηχανία. Ύστερα, σε αργή κίνηση, υποταγμένο στην αμετάκλητη πραγματικότητα, το χέρι διάλεξε το άλλο κλειδί, αυτό της ασφαλείας, και άνοιξε τελικά την πόρτα του έρημου και σκοτεινού σπιτιού. Τώρα πια, βλέπεις, χρειάζεται ν’ ανοίξουν δύο κλειδαριές για να μπει στο σπίτι της…
…Από το ραδιόφωνο δίπλα της οι χορδές του Andrés Segovia σταλάζουν τρυφερά στ’ αφτιά της τις αναμνήσεις από την Αλάμπρα (Recuerdos de la Alhambra) του Francisco Tárrega. Αυθόρμητα το χέρι απλώνεται στο διακόπτη της έντασης με την πρόθεση ν’ απλώσει τους ήχους του αγαπημένου του οργάνου μέχρι το δωμάτιό του. Δευτερόλεπτα μετά σταματά μετέωρο. Η μελαγχολία, βλέπεις, δεν χρειάζεται ένταση για να υπογραμμίσει τον αδειανό χώρο…
…Το τηλέφωνο χτυπάει μέσα στη νύχτα. Στην άλλη άκρη της γραμμής η φωνή του δεκαπεντάχρονου ανιψιού της κάνει κοκοράκια από τον ενθουσιασμό: «Θεία, το πήρα! Το πήρα, θεία, το Lower!» Σηκώνεται βιαστικά από το γραφείο της. «Μπράβο, καρδιά μου!», του λέει καμαρώνοντας. Με το ακουστικό στο χέρι κινείται ήδη προς το σαλόνι. «Μισό λεπτό, χαρά μου, να…» Προλαβαίνει να σταματήσει τη φράση της. Το παιδί δεν χρειάζεται να πικραθεί στις νικητήριες στιγμές του με άστοχες κουβέντες. «Μισό λεπτό να… πάρω τα τσιγάρα μου», μπαλώνει το κενό της άδειας πολυθρόνας. Η χαρά, βλέπεις, μπορεί να σου αφήσει τη στιφάδα του καπνού, αν δεν μπορείς να τη μοιραστείς μ’ αυτόν που μοιράστηκες την προσδοκία της…