Updated
Άνοιξε την πόρτα και βγήκε μέσα. Έκανε ψύχρα. Η ατμόσφαιρα βούρκωνε βαριά, αλλά δεν έλεγε να ξεσπάσει σε κλάμα. Η μυρωδιά της κλεισούρας τρυπούσε τα ρουθούνια. Έκλεισε τα μάτια μπας και να διακρίνει καλύτερα μες στο μισόφωτο. Σκιές σε πολύ αργή κίνηση θύμιζαν το έξω απ’ όπου είχε βγει. Κάλυψε τ’ αφτιά με τις παλάμες κι αφουγκράστηκε. Η σιωπή ήταν εκκωφαντική. Έσφιξε τα δόντια, σφράγισε τα χείλη και κραύγασε. Οι βουβές λέξεις φτερούγισαν τρομοκρατημένες αναζητώντας την είσοδο προς τα έξω. Η εξορία στο μέσα είναι κατάσταση οριακή.Και μετά… Μετά, ένα φτερό ακούμπησε ανάλαφρα το πόμολο κι αυτό ορθάνοιξε τα χαμόγελα. Μουσική από την (ε)ξωτική Βενεζουέλα δραπέτευσε από τον Ιούνιο για ν’ αερίσει τη συννεφιά με το χάδι του ενθουσιασμού. Νερένια ζεστασιά ξέπλυνε τη στυφή σκόνη. Μια Ελένη, ακυρώνοντας πολλά αδειανά πουκάμισα, αρχίνησε διακριτικά το παραμύθι. Την κόκκινη κλωστή δεμένη άρπαξε ένα Μυκονιάτικο πινέλο για να ζωγραφίσει φωτεινές νότες, δώρο για μια ξεχασμένη ονομαστική γιορτή. Ένας Κένταυρος χτύπησε δυνατά τις οπλές του στο χώμα, για να θυμίσει ότι η ζωή χτίζεται πάνω σ’ αυτό και χάρη σ’ αυτό. Βαθυγάλανα άστρα λαμπύρισαν την υπενθύμιση της ομορφιάς και λόγια μαχητικά σπάθισαν την αισιοδοξία τους. Λευκές και μαύρες σκέψεις συναντήθηκαν σ’ ένα σιδηροδρομικό σταθμό και συμφιλιώθηκαν με τις διαφορές τους. Οι σκιές εξαφανίζονται στο διακριτικό πέρασμα της ανεράιδας και τα χρώματα με ελεύθερη ζωγραφική γιορτάζουν το θρίαμβό τους. Η ποίηση τινάζεται και πάλι ψηλά, σταλαματιά σταλαματιά, από την ολοπόρφυρη ακακία. Μια πατρίδα μακρινή, δυο πατρίδες μακρινές, τρεις πατρίδες μακρινές και αλλοτινές διασώζονται στη θαλασσένια αγκαλιά που τις χαϊδεύει, την ώρα που η καλή μάγισσα τινάζει το ραβδί της και αρωματίζει με αφρούς μακρινών κυμάτων τη νίκη του φωτός.
Ευχαριστώ με μια αγαπημένη άρια από την Turandot του Puccini με τον Placido Domingo, την προτίμησή μου από τους θεωρούμενους τρεις μεγάλους τενόρους της εποχής μας. Κυρίως για την τελευταία της φράση:
Al alba vincero! (την αυγή θα νικήσω).