Το ρολόι ήταν του πεθερού του. Ένα εκκρεμές σε μακρόστενο σκούρο ξύλινο κουτί, χωρίς σκαλίσματα, γεωμετρικό, δωρικό. Με αριθμούς ευδιάκριτους από μακριά. Ο ήχος της καμπάνας του καθαρός, χωρίς περιττές περικοκλάδες, δωρικός κι αυτός. Στο κάτω-κάτω, ρολόι ήταν. Την ώρα χρειαζόταν μόνο να σημαίνει.
Το είχε βρει κρεμασμένο στο μικρό καθημερινό δωμάτιο, όταν νιόνυμφος είχε πάει με τη γυναίκα του να μείνουν στο πατρικό της στα πρώτα δύσκολα χρόνια του γάμου τους. Τον συμπαθούσε πολύ τον πεθερό του. Ευγενικός, διακριτικός, δεχόταν πάντα με χαμόγελο και απολάμβανε τα δικά του καλοπροαίρετα πειράγματα, κι ας μην μπορούσε με την ίδια ευκολία να τα ανταποδώσει.
Αυτή του η συμπάθεια τον είχε συγκρατήσει να μη ρωτήσει ποτέ το πώς και το πού είχε αποκτηθεί αυτό το ρολόι. Ήταν απολύτως βέβαιος ότι δεν το είχε πάρει μαζί του φεύγοντας από τη γενέτειρά του, απ’ όπου τον έδιωξε κακήν κακώς η λαίλαπα ενός πολέμου παράλογου —θαρρείς και υπάρχει πόλεμος λογικός! Κρατώντας σφιχτά από το χέρι μόνο το νεαρό κοριτσόπουλο που έγινε γυναίκα του είχε φτάσει στη χώρα καταγωγής του, που όμως σα μεγάλη φτωχομάνα δεν μπορούσε να θρέψει όλα τα παιδιά της. Έτσι πήραν των ομματιών τους, όπως έλεγε, και κατέφυγαν στην τρίτη ήπειρο της ζωής τους, όπου έστησαν το σπιτικό τους και έφεραν στον κόσμο τα δυο παιδιά τους. Εδώ μάλλον θα το πήρε το ρολόι ο πεθερός μου, σκεφτόταν.
Τις πρώτες μέρες το δυνατό τικ-τακ τον ενοχλούσε. Στη δικιά του πολυμελή οικογένεια δεν είχαν τέτοιες πολυτέλειες! Σιγά-σιγά το συνήθισε και σταμάτησε να δίνει σημασία και στους χτύπους των ωρών που κυλούσαν. Λίγο αργότερα άρχισε πού και πού να το κουρδίζει, τουλάχιστον κάθε φορά που έβλεπε τον πεθερό του να δυσκολεύεται να τεντωθεί μέχρι εκεί που το είχε κρεμάσει. Κι όταν εκείνος έφυγε από τη ζωή, ανέλαβε με συνέπεια το τακτικό του κούρδισμα. Το θεωρούσε δική του δουλειά και δεν άφηνε κανέναν άλλο να το αγγίξει, μη λάχει και χαλάσει.
Το εκκρεμές, μετά από πέντε χρόνια, έκανε μαζί με την υπόλοιπη οικοσκευή το μακρύ ταξίδι για την πατρίδα κι έφτασε αλώβητο. Βρήκε τη θέση του στο νέο σπιτικό και συνέχισε απτόητο να μετράει τις ώρες, σε μια γλώσσα κατανοητή σ’ όλες τις ηπείρους. Να μετράει χαρές και αγωνίες, δυσκολίες και επιτυχίες, αγκαλιές και θυμούς. Να μετράει τα «δόξα τω Θεώ» και τα «βόηθα Παναγιά».
Τα χρόνια κυλούσαν κι αυτά απτόητα, αδιάφορα αν τις ώρες τους μετρούσε το παλιό ρολόι, που άρχισε πλέον να κουράζεται. Εκείνος έκανε πιο προσεκτικές και πιο συχνές τις περιποιήσεις του. Το ξεκρεμούσε, έστρωνε εφημερίδες πάνω στο τραπέζι της τραπεζαρίας και το καθάριζε, το λάδωνε, επιμένοντας να το κρατήσει σε λειτουργία.
Ώσπου κάποτε, όταν βγήκε στη σύνταξη, το πήρε απόφαση ότι το ρολόι —έτσι το έλεγαν πια στην οικογένεια— χρειαζόταν φροντίδα από ειδικούς. Ο ρολογάς της γειτονιάς σεβάστηκε το δέσιμό τους και, αντί να προσπαθήσει να τον πείσει να το πετάξει, του πρότεινε ν’ αντικαταστήσουν το μηχανισμό μ’ έναν καινούργιο με μπαταρίες, κρατώντας όμως ανέπαφο το σώμα του εκκρεμούς. Συμβιβάστηκε με το ακαταμάχητο του χρόνου και συμφώνησε. Σκέφτηκε ότι ίσως θα ήταν και καλύτερα, στην ηλικία του πια, να μη χρειάζεται ν’ ανεβαίνει στην καρέκλα κάθε λίγο και λιγάκι για να το κουρδίσει.
Έτσι το ρολόι συνέχισε να μετράει με το τικ-τακ του τα λεπτά και με την καμπάνα του τις ώρες —και τις μισές, μην το ξεχνάμε αυτό— μέχρι που εκείνος μπήκε στο νοσοκομείο. Βγήκε για να περάσει τις τελευταίες μέρες του στο σπίτι του. Το ρολόι συνέχισε να λειτουργεί, αλλά δεν σήμαινε πια τις ώρες, ούτε τις μισές, σαν να προσπαθούσε να μην ενοχλεί.
Τέσσερις μέρες αργότερα, ο γιος του, μετά το τελευταίο φιλί στον ησυχασμένο πλέον πατέρα του, ύψωσε το βλέμμα μηχανικά και με πνιγμένη φωνή και πικρό χαμόγελο παρατήρησε ότι το ρολόι είχε κι αυτό πια σταματήσει…
Η κόρη του πασχίζει τώρα, με κληρονομημένο πείσμα, να το ξαναθέσει σε λειτουργία. Έχει πολλά ακόμη να μετρήσει αυτό το ρολόι…