Στην πρωινή διαδρομή για το σχολείο το ραδιόφωνο του αυτοκινήτου είναι σχεδόν πάντα συντονισμένο στο Τρίτο Πρόγραμμα. Έχει διαπιστώσει ότι, αποφεύγοντας τις ενημερωτικές εκπομπές, ξεκινάει κάπως πιο ήρεμα η μέρα της.
Έτσι και σήμερα, πριν ξεκινήσει, το χέρι της μηχανικά άναψε το ραδιόφωνο. Ο ουρανός φορούσε ακόμα την γκρίζα υγρή φορεσιά του και περίμενε τον ήλιο να τη στεγνώσει. Το μυαλό της, μουδιασμένο από το βιαστικό ξύπνημα, τανυόταν αργά αργά ξεφυλλίζοντας τα θέματα της ημέρας που την περίμενε: πώς θα εξοικειώσει χωρίς τραυματισμούς τα μικρά με τους υποθετικούς λόγους, πώς θα διευκρινίσει με σαφήνεια στα μεγάλα τις έννοιες της λαϊκότητας, του λαϊκισμού, της δημαγωγίας και της εκλαΐκευσης, πώς θα στηρίξει τα παιδιά της κατεύθυνσης που εμφανίζουν ορατά πλέον τα συμπτώματα του άγχους για τις εξετάσεις που πλησιάζουν…
Τα πρώτα χιλιόμετρα κύλησαν με το δεύτερο μέρος από τη Μικρή νυχτερινή μουσική του Mozart και κάποια μαζούρκα του Chopin. Βυθισμένη στις σκέψεις της δεν τους έδωσε τη συνηθισμένη προσοχή, γρήγορα όμως συνειδητοποίησε ότι φιλτράρισαν πολύ αποτελεσματικά τον εκνευρισμό της οδήγησης στην πρωινή κίνηση.
Όταν είχε διανύσει τα δύο τρίτα της διαδρομής, ο ήλιος είχε πια σηκωθεί για τα καλά και πάλευε με τα σύννεφα. Στην αρχή είχε δυσκολευτεί και έμοιαζε να υποκύπτει στη μουντάδα τους. Τώρα όμως τα αντιμετώπιζε επί ίσοις όροις. Ξαφνικά κατάλαβε ότι όλο αυτό το παιχνίδι του φωτός με το γκρι στο γαλανό φόντο γινόταν με μουσική υπόκρουση την εισαγωγή του Κουρέα της Σεβίλλης του Rossini.
Τα κρουστά είχαν υποδεχτεί επιβλητικά την εμφάνιση του ήλιου. Τα πνευστά ευγενικά του άνοιξαν το δρόμο με τη διακριτικά ρυθμική συνοδεία των εγχόρδων. Τα σύννεφα επέστρεφαν βλοσυρά ανεβάζοντας την ένταση της ορχήστρας με αυστηρότητα. Ο ήλιος μαλάκωνε την πίεση και τα βιολιά συνόδευαν μελωδικά την προσωρινή του υποχώρηση. Ύστερα, σαν να μοιράστηκαν τα έγχορδα. Κάποια έπαιρναν κρυφά, χαμηλόφωνα στην αγκαλιά τους το φως, ενώ τα άλλα υπογράμμιζαν με την έντασή τους την γκρίζα απειλή. Σε λίγο όμως ενώθηκαν πάλι σ’ έναν κυματισμό σαν να πήγαιναν άλλοτε με τη μία πλευρά κι άλλοτε με την άλλη. Σ’ αυτή την αναποφασιστικότητα συμφώνησαν και τα πνευστά, που έπρεπε πια να εκδηλωθούν κι αυτά. Ανέλαβαν στην αρχή τους σκοτεινούς τόνους. Γρήγορα όμως σάλπισαν αιφνιδιαστική επίθεση. Ωστόσο το φως τεντώθηκε κι άρχισε μικρά πηδηματάκια προς τα εμπρός. Πού και πού κάποια ακτίνα του ήλιου ξεγλιστρούσε παιχνιδιάρικα και τα βιολιά έριχναν κοροϊδευτικά το αισιόδοξο σύνθημα παρασέρνοντας στο πλευρό τους τα υπόλοιπα έγχορδα και τα πνευστά. Σε λίγο ο ξεσηκωμός γενικεύτηκε. Τα κρουστά έδιναν το σήμα και όλα μαζί τα όργανα έσπρωχναν το φως. Και, καθώς κάποια σύννεφα ακόμη αντιστέκονταν, οι ήχοι δυνάμωναν. Φούσκωναν σαν κύμα ανοιξιάτικο που κυρτώνει την πλάτη, ορμάει, σκάει στην αγκαλιά της ακτής και αποτραβιέται για να πάρει δυνάμεις, να ξαναφουσκώσει, να κάνει την επόμενη δροσερή του έφοδο. Σ’ αυτό το μεσοδιάστημα ανάμεσα στα κύματα δινόταν η ευκαιρία ν’ ακουστεί το χαρούμενο κελάηδισμα της Άνοιξης που πλησιάζει χοροπηδώντας ανέμελα. Τα πνευστά συνόδευαν τα διπλά πηδηματάκια της παιδούλας προς τα μπρος και τα βιολιά την ντροπαλή της οπισθοβασία. Και να, πάλι τα κύματα. Και να, πάλι το σύνθημα. Και να, πάλι το παιδικό χοροπηδητό. Ώσπου το παιχνίδι μετατρέπεται πια σε σοβαρή —την τελική— επίθεση του φωτός μέχρι την οριστική νίκη.
Αυτήν περίμενε, έχοντας τραβήξει το χειρόφρενο στο χώρο στάθμευσης του σχολείου, για να βγει από το αυτοκίνητο, να μπει χαμογελώντας στο κτήριο και ν’ απολαύσει τη μέρα της ανάμεσα σε νεανικά πρόσωπα.