Η ζωή δεν μετριέται από τον αριθμό των αναπνοών μας, αλλά από τις στιγμές που μας έκοψαν την ανάσα (George Carlin)


Αγαπώ τη Θάλασσα

Αγαπώ τη Θάλασσα.
Γιατί ξεκινάει με το θήτα των θέλω μου. Γιατί είναι ανοιχτή σαν τα άλφα που την απλώνουν. Γιατί το λάμδα της καμπυλώνει τη γλώσσα μου σε κύμα που σπάει μαλακά στο φράγμα των δοντιών μου. Γιατί τα σίγμα της μου χαϊδεύουν τ’ αφτιά σαν το φλοίσβο της σ’ έρημη παραλία.

Τετάρτη 31 Αυγούστου 2011

Παιχνίδια... χρωστούμενα

Αρκετοί, πριν την ανάγνωση αυτού του σημειώματος, ίσως αναρωτηθούν γιατί έχει την ετικέτα «Παιδεία». Να θυμίσω όμως ότι το παιδί δεν έδωσε την ετυμολογική του ρίζα μόνο στην παιδεία αλλά και στο παιχνίδι. (Για το παίδεμα θα μιλήσουμε ίσως άλλη φορά!)
Το παιχνίδι λοιπόν πολύ νωρίς συνδέθηκε με την απόκτηση των πρώτων δεξιοτήτων, εμπειριών και γνώσεων του ανθρώπου. Εξάλλου και τα υπόλοιπα όντα της φύσης παίζοντας μαθαίνουν να εξασφαλίζουν την τροφή τους και να επιβιώνουν. Ο άνθρωπος με το παιχνίδι προετοιμάζεται για τη ζωή και τις απαιτήσεις της. Αναπτύσσει και καλλιεργεί σωματικές, ψυχικές, πνευματικές και κοινωνικές ικανότητες που θα αξιοποιήσει στη μετέπειτα πορεία του. Η παιδαγωγική σημασία του παιχνιδιού στα νεότερα χρόνια άρχισε δειλά-δειλά να διερευνάται και ν’ αναγνωρίζεται από το 18ο και το 19ο αιώνα. Να αναφέρω χαρακτηριστικά ότι θεωρήθηκε πολύ προχωρημένο για τα ελληνικά δεδομένα της εποχής το θέμα της διδακτορικής διατριβής του Γ. Βιζυηνού, που τυπώθηκε στη Λειψία: Das Kinderspiel in Bezug auf Psychologie und Paedagogik («Το παιδικό παιχνίδι υπό έποψη ψυχολογική και παιδαγωγική»).
Θα ήθελα να κάνω παρενθετικά και μια σύντομη παρατήρηση. Τα περισσότερα αθλήματα προέκυψαν ως εξέλιξη των πολεμικών δραστηριοτήτων του ανθρώπου σε καιρό ειρήνης, συντελώντας ταυτόχρονα στην ψυχική και σωματική του προετοιμασία για την πιθανή ενεργοποίησή τους σε μελλοντικές μάχες. Γι’ αυτό και ορθά ονομάζουμε τα μεν αθλήματα «αγωνίσματα», τις δε αθλητικές συναντήσεις «αγώνες» —που εμπεριέχουν και τον αγώνα και την αγωνία μιας μάχης. Είναι ευφημισμός, κατά κάποιο τρόπο, το να ονομάζει κανείς έναν ποδοσφαιρικό αγώνα «παιχνίδι», όπως δεν είναι ακριβής και η απόδοση των Ολυμπιακών αγώνων με το Olympic games ή το Jeux Olympiques!
Τα παιχνίδια, για τα οποία θέλω να μιλήσω, πρόσφεραν —και μπορούν να προσφέρουν ακόμη— την τόσο απαραίτητη για τα παιδιά σωματική κίνηση, όσο και τα στοιχεία της ευκινησίας, της ταχύτητας, της ανάπτυξης γρήγορων ανακλαστικών, της ομαδικότητας, της αλληλεγγύης και, βέβαια, της άμιλλας.
Υπήρξαν, φαίνεται, αρκετά παιχνίδια που αξιοποιούσαν το μαντίλι. Σ’ ένα από αυτά τα κοριτσάκια, καθισμένα κυκλικά καταγής με το πρόσωπο προς το κέντρο του κύκλου, έπρεπε να έχουν τον νου τους σ’ ένα κοριτσάκι που χοροπηδούσε γύρω-γύρω έξω από τον κύκλο, στις πλάτες τους. Αυτό το κοριτσάκι κρατούσε ένα μαντίλι, που έπρεπε να το αφήσει μυστικά πίσω από κάποιο από τα καθισμένα. Το καθισμένο, που έπαιρνε γρήγορα είδηση το μαντίλι πίσω του, έπρεπε να το πάρει, να σηκωθεί και να κυνηγήσει το όρθιο πριν εκείνο προλάβει να καθίσει στη θέση του. Δεν θυμάμαι ακριβώς όλους τους κανόνες αυτού του παιχνιδιού, που δεν το έπαιζα και πολύ, γιατί η παρέα μου ήταν τότε μεικτή και επιπλέον δεν πρόσφερε δράση και ένταση επαρκή να εκτονώσει τη ζωηράδα μας.
Εμείς προτιμούσαμε ένα άλλο παιχνίδι με μαντίλι. Χωριζόμασταν σε δυο ομάδες, παρατασσόμασταν η μία απέναντι στην άλλη σε αρκετή απόσταση και ορίζαμε κάποιον ουδέτερο να κρατάει το μαντίλι στη μέση αυτής της απόστασης. Αυτός ο ουδέτερος ήταν συνήθως ή κάποιος που αναγνώριζε τη βραδύτητά του ή κάποιος μεγάλος που δεν άντεχε άλλο τα επίμονα παρακάλια μας. Η κάθε ομάδα με μυστική συνεννόηση όριζε έναν αριθμό για κάθε μέλος της. Σκοπός του παιχνιδιού ήταν το κάθε παιδί, όταν άκουγε τον ουδέτερο να καλεί τον αριθμό του, να σπεύσει να πάρει το μαντίλι από το χέρι του και να το φέρει στην ομάδα του πριν ο αντίπαλος με τον αντίστοιχο αριθμό προλάβει να τον ακουμπήσει. Αν το κατάφερνε, το ηττημένο αντίπαλο παιδί έπρεπε να περάσει σ’ αυτή την ομάδα ως αιχμάλωτος και αντίστροφα. Μπορείτε να φανταστείτε πόσους κανόνες θεσπίζαμε ώστε να είναι δίκαιη η μοιρασιά όταν επέλεγε ο αρχηγός της κάθε ομάδας τα μέλη της. Γιατί η επιτυχία δεν εξαρτιόταν μόνο από την ταχύτητα. Μπορείτε επίσης να φανταστείτε με πόση εμβρίθεια γίνονταν οι μυστικές συσκέψεις για την ανάθεση των αριθμών, καθώς προσπαθούσαμε να μαντέψουμε ποιον αριθμό είχε ποιος από τους αντιπάλους!
Το μαντίλι
Στην Αλεξάνδρεια, εκείνο το μακρινό καιρό των παιδικών μου χρόνων τα «μήλα» δεν ήταν γνωστά. Εγώ τουλάχιστον τα γνώρισα και τα έπαιξα για πρώτη φορά εδώ, στην Ελλάδα. Το αντίστοιχο παιχνίδι, που συνάρπαζε όχι μόνο τα μικρά παιδιά αλλά μέχρι και τους μεγάλους εφήβους, ήταν το «γερμανικό». Παιζόταν με μεγάλη και βαριά μπάλα, ας πούμε ποδοσφαιρική. Τα παιδιά χωρίζονταν σε δυο ομάδες με μια γραμμή ανάμεσά τους. Κάθε ομάδα επέλεγε έναν παίκτη που έπαιρνε θέση πίσω από την αντίπαλη ομάδα, σε χώρο που οριζόταν κι αυτός με γραμμή. Και άρχιζαν οι ρίψεις και τα χτυπήματα. Η διαφορά αυτού του παιχνιδιού από τα «μήλα» ήταν ότι σ’ αυτό έριχναν τη μπάλα και χτυπούσαν όλοι οι παίκτες όλους τους αντιπάλους, εκτός βέβαια από τους δύο μοναχικούς. Αν θυμηθείτε πώς ήταν κατασκευασμένες οι μπάλες του ποδοσφαίρου στις αρχές της δεκαετίας του ’60, μπορείτε να καταλάβετε τα «παράσημα» από γρατζουνιές και μελανιές που κουβαλούσαμε με καμάρι μετά από κάθε συνάντηση. Μπορείτε επίσης να κατανοήσετε πόσο εύκολα μας έπαιρνε ο ύπνος, όταν οι γονείς μας κατάφερναν να μας μαζέψουν για το σπίτι!
Το γερμανικό
Κανονικά αυτή η ανάρτηση έπρεπε να γίνει στην αρχή του καλοκαιριού ή ακόμη και την άνοιξη, για να έχει κάποια στοιχειώδη επικαιρότητα. Αλλά… τέλος πάντων. Ξεμύτισε τώρα ένα ξωτικό και μου γαργάλησε τα χέρια. Μπορούσα ν’ αντισταθώ; Μπορούσα; Ε;

Δευτέρα 29 Αυγούστου 2011

Μουσικά όργανα

Σχόλια στην προηγούμενη ανάρτησή μου, που αφορούσαν τη σχέση μου με τα μουσικά όργανα, ανέσυραν στην επιφάνεια ξεχασμένες, καταχωνιασμένες αναμνήσεις.
Έχω αναφέρει επανειλημμένα ότι δεν διαθέτω μουσικές γνώσεις. Ομολόγησα στην Ελένη και την Άστρια ότι, προς μεγάλη μου δυστυχία, υπήρξα κι εξακολουθώ να είμαι παράφωνη με σποραδικές αναλαμπές. Συμπληρώνω ότι δεν ξέρω να παίζω κανένα μουσικό όργανο, αν και μπορώ να «βγάλω», αφελώς και μόνο με το δεξί χέρι, τη βασική μελωδία που μ’ ενδιαφέρει στο πιάνο, το αρμόνιο ή τη μελόντικα.
Ωστόσο το σχόλιο της Roadartist, για το πολλαπλό όφελος που θα είχαν τα παιδιά αν η εκμάθηση ενός μουσικού οργάνου συμπεριλαμβανόταν στη βασική τους εκπαίδευση, με μετέφερε (πάλι!) στα παιδικά μου χρόνια.
Πρωτοπήγα νηπιαγωγείο στα τέσσερά μου χρόνια στο γερμανικό σχολείο της Αλεξάνδρειας. Στην επόμενη τάξη —προσχολική (Vorschule) τη λέγαμε— είχαμε την πρώτη μας επαφή με τα γράμματα και τους αριθμούς (καλλιγραφία και απλές αριθμητικές πράξεις σε τετράδια με τρίγραμμες και quadrillé, αντίστοιχα, σελίδες). Έπρεπε όμως και δύο φορές την εβδομάδα, στην ώρα της Μουσικής, να εξοικειωνόμαστε και να παίζουμε κάποιο από τα απλά μουσικά όργανα που διέθετε το σχολείο. Θυμάμαι τρίγωνα, ντέφια, φλογέρες, μικρά τάσια…
Ήμουν πολύ δύσκολο παιδί. Κλειστό και ταυτόχρονα καθόλου διεκδικητικό. Πέρασα λοιπόν δύσκολες στιγμές μέχρι να μάθω με ποιο μουσικό όργανο θα δενόμουν. Θα μου άρεσε; Κι αν όχι, πώς θα άντεχα; Ωστόσο ένιωσα τυχερή που μου έλαχε το μικρό ξυλόφωνο, γιατί δεν συμπαθούσα και πολύ τον ήχο του μεταλλόφωνου, που μου φαινόταν ψυχρός στην οξύτητά του. Έτσι κύλησαν ομαλά οι ώρες που μαθαίναμε απλά παιδικά τραγουδάκια μέχρι και τη Δευτέρα δημοτικού, οπότε και άλλαξα σχολείο.
Αυτή η παιδική εμπειρία, που μόνο θετικά αξιολογήθηκε μέσα μου, μου γεννά μιαν ακαθόριστη νοσταλγία, κάθε φορά που ακούω ξυλόφωνο, παρόλο που σπάνια το συναντώ. Έψαξα λοιπόν και βρήκα για να μοιραστώ μαζί σας την ακόλουθη εκτέλεση ενός έργου του πολυαγαπημένου Astor Piazzola!

Βρήκα όμως και το ακόλουθο φιλμάκι, που δείχνει το πώς μία διαφήμιση μπορεί να έχει και πρωτοτυπία και ποιότητα, καμιά φορά ανεξάρτητη από την αντίστοιχη ποιότητα ή πρωτοτυπία του διαφημιζόμενου προϊόντος!

Πέμπτη 25 Αυγούστου 2011

Κιθάρα αγαπημένη

Είναι το μουσικό όργανο που γοητεύει τους πρώτους εφηβικούς ενθουσιασμούς, εκτός κι αν οι γονείς προλάβουν να συστήσουν το πιάνο ή το βιολί. Προφανώς δεν αγνοώ ούτε τις εξαιρέσεις ούτε τη σαγήνη που μπορούν ν’ ασκήσουν τα κρουστά!
Ήδη στην ελληνική αρχαιότητα η λέξη αναφερόταν σε έγχορδο μουσικό όργανο που εντασσόταν στην οικογένεια της λύρας. Υπήρχαν οι κιθαρωδοί οι οποίοι «ἐκιθαρώδουν», που έπαιζαν κιθάρα δηλαδή και τραγουδούσαν.
Από την άλλη όμως, ίσως δεν είναι αρκετά γνωστή η εκδοχή να προέρχεται η λέξη κιθάρα από την αρχαία περσική sehtār, όπου seh σήμαινε «τρεις» και tār σήμαινε «χορδή» ή η πιθανότητα να προέρχεται από το συνδυασμό δύο ινδοευρωπαϊκών ριζών: guit- (συγγενική με το σανσκριτικό sangeet που σήμαινε «μουσική») και –tar (με την προαναφερθείσα σημασία). Εξάλλου αρχαία περσικά και χετιτικά ανάγλυφα απεικονίζουν μουσικά όργανα που πολύ μοιάζουν με την κιθάρα. Η αρχαιότερη απεικόνισή της έχει ηλικία 3.300 χρόνια!
Η κιθάρα υπηρέτησε εκφραστικότατα στην πορεία της μια τεράστια ποικιλία μουσικών ειδών. Ακολουθούν δύο βιντεάκια προς επίρρωσιν του ισχυρισμού μου.
Στο πρώτο απολαμβάνουμε μια συνεργασία υψηλής δεξιοτεχνίας και μουσικής ευαισθησίας με τίτλο «Μεσογειακός χορός του ήλιου» (Mediterranean Sundance). Ο Paco de Lucia, ο Al Di Meola και ο John McLaughlin είναι τρεις κιθαριστές με διαφορετική καταγωγή και μουσική προέλευση. Την διαφορετικότητα αυτής της προέλευσης αποκαλύπτουν ο τρόπος που αγκαλιάζουν την κιθάρα και το στήσιμο του σώματός τους την ώρα που παίζουν.

Στο δεύτερο παρακολουθούμε ήχους απροσδόκητα ελληνικούς από δικούς μας ανθρώπους, τη Λίζα Ζώη και τον Ευάγγελο Ασημακόπουλο, ζευγάρι και στη ζωή, να εκτελούν το «Ζεϊμπέκικο» του Βασίλη Τενίδη.

Χρειάζεται άραγε να εξηγήσω το γιατί αυτών των δύο επιλογών;

Κυριακή 14 Αυγούστου 2011

Η Σονάτα του Σεληνόφωτος

Κοιτώντας χτες το βράδυ την αυγουστιάτικη πανσέληνο, με πλημμύρισαν οι στίχοι και η μουσική υπόκρουση της ποιητικής δημιουργίας του Γιάννη Ρίτσου που βραβεύτηκε με το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης το 1956. Η Σονάτα του Σεληνόφωτος είναι ένας από τους 17 «σκηνικούς» μονολόγους από τη συλλογή Τέταρτη Διάσταση. Να νοείται άραγε ως τέταρτη διάσταση ο Χρόνος; Μήπως η Ποίηση; Μήπως κάτι άλλο;


Γιάννης Ρίτσος, Η Σονάτα του Σεληνόφωτος - Μελίνα Μερκούρη
Όπως και να ’χει, η συγκεκριμένη ποιητική σύνθεση, παρόλο που ο λόγος της εκφέρεται από μία ηλικιωμένη γυναίκα, κατάφερνε να αγγίζει και τα νέα παιδιά της Θεωρητικής κατεύθυνσης —όταν και αν βεβαίως κατάφερναν να ξεφύγουν από τη μέγγενη της «εξεταστέας ύλης».
Και όλοι μας, ανεξαρτήτως ηλικίας, αναγνωρίζουμε σε κάποια ενότητα ή και σε κάποιο μοναχικό στίχο ένα κομμάτι της ψυχής ή της σκέψης μας.

Κυριακή 7 Αυγούστου 2011

Η ιλαρά και η κουρτίνα

ΧΟΡΟΣ ΜΕ ΤΗ ΣΚΙΑ ΜΟΥ
Σαν μπήκα σπίτι μου άρχισα να χορεύω.
Ο ήχος μιας μπάντας με παρασύρει.
Σκίζω το τοίχο, βρίσκομαι στους δρόμους, χρωματισμένους εφιαλτικά κι οι μπάντες να χτυπάνε στους ρυθμούς ξέφρενα, ενώ εγώ χάνομαι μέσα στο χρόνο, μόνος, έρημος, μέσα από εκεί που ήρθα, αφήνοντας πίσω μου ένα χαμόγελο παντοτινό στη μνήμη των ανθρώπων.
Γιατί ποτέ κανείς δεν θα γνωρίσει αν ήρθα, αν έφυγα κι αν πράγματι υπήρξα κάποτε τυχαία ανάμεσά τους
Μάνος Χατζιδάκις

Μεσημεριανή ησυχία στο σπίτι. Το κοριτσάκι στριφογυρνάει ξαπλωμένο χωρίς να μπορεί να ησυχάσει λίγο. Έχει κλωτσήσει εκνευρισμένο την κατακόκκινη ελαφριά κουβέρτα στα πόδια του κρεβατιού. Ζεσταίνεται κι αυτό το χρώμα δεν της αρέσει καθόλου. Η γιαγιά όμως είπε ότι το κόκκινο κάνει καλό στην ιλαρά. Σφίγγει τα χέρια της να μην ξύσει τα φουντωμένα σπυράκια και κάθε τόσο αλλάζει θέση για να βρει ανακούφιση στη δροσιά του σεντονιού. Αλλά κι αυτή διαρκεί πολύ λίγο.
Δεν είναι μόνο η ζέστη κι η φαγούρα που δεν την αφήνουν να κοιμηθεί. Ο μεσημεριανός ύπνος δεν είναι στις καθημερινές της συνήθειες. Κανονικά τέτοια ώρα θα τελείωνε την αντιγραφή, την αριθμητική και την καλλιγραφία της και θα ετοιμαζόταν για την Ένωση. Η μητέρα της την πάει κάθε απόγευμα εκεί, μέχρι που νυχτώνει και μένουν μόνον οι μεγάλοι.
Σκέφτεται τα παιδιά εκεί. Τι να κάνουν τώρα; Όσο δεν έχει πολλά νήπια, θα τα αφήνουν να χορτάσουν ποδήλατο. Αν έχουν μαζευτεί πολλά παιδιά, τα κορίτσια μάλλον θα παίζουν το μαντίλι και τα αγόρια ποδόσφαιρο. Μμμ… θα είχε ελεύθερη επιλογή! Μπορεί κάποια να το έχουν ρίξει στο γερμανικό. Αργότερα, όταν θα βραδιάσει και θα αρχίσουν οι αναχωρήσεις, οι παρέες θα ενωθούν σ’ ένα μεγάλο σμάρι παιδιών κα θα το ρίξουν στο κυνηγητό ή το κρυφτό, κορίτσια-αγόρια πάντοτε. Ζηλεύει.
Της έχει λείψει η δράση, μια βδομάδα τώρα κλεισμένη στο σπίτι. Ακόμα και το σχολείο, με το καθημερινό του σφίξιμο στο στομάχι, δεν της φαίνεται τώρα και τόσο φοβερό. Όχι πως κακοπερνάει κιόλας. Η μητέρα της όλο και κάποιο δροσιστικό της φέρνει ή παγωμένα φρούτα. Μόνο φράουλες δεν της αφήνει να φάει, γιατί είναι πυρές, όπως λέει η γιαγιά της. Η κυρία Κούλα από το διπλανό διαμέρισμα έρχεται κάθε πρωί και κάθε απόγευμα να καθίσει μαζί της. Όχι με τη μητέρα της, αλλά μόνο μαζί της! Της έμαθε και «αγωνία» από τη δεύτερη μέρα κι έτσι η τράπουλα περιμένει στο κομοδίνο της κάθε μέρα την επίσκεψη της κυρίας Κούλας. Καμιά φορά παίζει και η γιαγιά μαζί, αν και δεν της το πολυζητάει. Προτιμάει να μην την κουράζει, ώστε να μπορεί πιο εύκολα να της ζητάει να της πει ιστορίες από τα μικράτα της, εκεί στον Μπουρνόβα. Για τα νερά και τα μποστάνια, για τα πολλά αδέλφια της. Για το πώς βρέθηκε εσώκλειστη στις καλόγριες στη Σμύρνη, για την αγωνία της όταν είχε Rechnen. Πάντα απορούσε και γελούσε με το φόβο της γιαγιάς της για την αριθμητική. Αντίθετα εκείνη, όταν γυρίζει ο πατέρας της από τη δουλειά, το πρώτο που του ζητάει να παίξουν είναι αριθμητική, αφού δεν μπορεί να της κάνει τα «αεροπλανικά» τώρα που είναι άρρωστη.
Για την ώρα όμως είναι μόνη στο δωμάτιο μες στην ησυχία του μεσημεριού. Τα πατζούρια είναι κλειστά, γιατί η ιλαρά, λέει, δεν θέλει ήλιο. Έτσι κι αλλιώς όμως θα ήταν κλειστά, αφού το παράθυρό της το χτυπάει από τις 11 το πρωί. Γι’ αυτό άλλωστε έχουν βάλει και σκούρα κουρτίνα. Μια μπλε ραφ κουρτίνα —αυτό είναι χρώμα!— που έχει αρχίσει να γκριζάρει πια από το συνεχές ηλιοκόπημα.
Στρέφει το βλέμμα της προς το κλειστό παράθυρο και παρατηρεί τις κινήσεις της κουρτίνας στο ελαφρό αεράκι που έρχεται από το διάδρομο. Μια φουσκώνει και φτάνει μέχρι την άκρη του κρεβατιού και μια τραβιέται και κολλάει πάνω στα πατζούρια. Φαντάζεται ένα γίγαντα να ξεφυσάει έξω από το παράθυρό της. Πρέπει να είναι γίγαντας, για να φτάνει το κεφάλι του μέχρι το τέταρτο πάτωμα που μένουν. Γιατί ξεφυσάει ο κακομοίρης; Είναι λαχανιασμένος; Γιατί έτρεχε; Λες να τον κυνηγούσαν οι λύκοι; Μα, με μια κλωτσιά μπορούσε να τους στείλει από κει που ’ρθαν. Δεν είναι; Μπορεί βέβαια να μην έτρεχε και απλώς να ζεσταίνεται. Κλείνει τα μάτια και τον βλέπει καλυμμένο από κόκκινα σπυράκια της ιλαράς, σαν τα δικά της, αλλά σε μέγεθος τεράστιο για να του ταιριάζουν. Χαμογελάει πονηρά.
Το μυαλό της φεύγει από το γίγαντα και παρακολουθεί τα σχήματα που παίρνουν οι σκιές της κουρτίνας, καθώς αυτή κολλάει και ξεκολλάει πάνω στα πατζούρια. Να μια καμήλα! Δεν είναι όμως από δω. Αυτή έχει δυο καμπούρες! Απέναντί της γλάροι τινάζονται ξαφνιασμένοι ψηλά κι ένα δελφίνι της χαμογελάει. Μια μαϊμού σκαρφαλώνει τη μαύρη σκάλα που σχηματίζουν οι γρίλιες. Της βγάζει τη γλώσσα κι εκείνη την αποχαιρετά κουνώντας κοροϊδευτικά τ’ αφτιά της. Περιμένει για λίγο να εμφανιστεί και κανένα λιοντάρι, αλλά δεν της γίνεται το χατίρι. Προσπαθεί ν’ ανακαλύψει μέσα στις σκιές κάτι που να τη φοβίσει. Θέλει να φτιάξει μια τρομαχτική ιστορία για να τη διηγηθεί στη γιαγιά της ή, καλύτερα, στη μητέρα της. Της αρέσει να βλέπει τα μάτια της να μεγαλώνουν σα γαλάζιες λίμνες. Οι σκιές όμως δεν βοηθάνε και δυσκολεύεται. Επιμένει όμως με τα μάτια καρφωμένα στην κουρτίνα.
Και η κουρτίνα, κυματίζοντας άλλοτε απαλά κι άλλοτε επιθετικά, συνεχίζει να παίζει με τη φαντασία της μέχρι να ξυπνήσει η υπόλοιπη οικογένεια…
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...