Η ζωή δεν μετριέται από τον αριθμό των αναπνοών μας, αλλά από τις στιγμές που μας έκοψαν την ανάσα (George Carlin)
Αγαπώ τη Θάλασσα
Αγαπώ τη Θάλασσα. Γιατί ξεκινάει με το θήτα των θέλω μου. Γιατί είναι ανοιχτή σαν τα άλφα που την απλώνουν. Γιατί το λάμδα της καμπυλώνει τη γλώσσα μου σε κύμα που σπάει μαλακά στο φράγμα των δοντιών μου. Γιατί τα σίγμα της μου χαϊδεύουν τ’ αφτιά σαν το φλοίσβο της σ’ έρημη παραλία.
Τελευταία μέρα του Κουτσοφλέβαρου σήμερα, αλλά και του χειμώνα.
Ας τον αποχαιρετήσουμε με έναν εξαίρετο σολίστα σ’ ένα μουσικό κομμάτι που μας δείχνει ότι ένας γοργός ρυθμός δεν σημαίνει πάντα και ευθυμία ή ξεφάντωμα. Μπορεί να ζωγραφίζει και θύελλες, όπως λέει μια αγαπημένη φίλη, αλλά και καταιγίδες και ριπές ανέμου και μαστίγωμα βροχής.
Απομένει σε μας να σκαλίσουμε και ν’ ανακαλύψουμε την ομορφιά μέσα από τις δυσκολίες. Στις δυσκολίες των κινήσεων του δοξαριού, του καιρού, του καιρού μας, της εποχής, της εποχής μας…
Ξορκίζοντας με μουσική, με ομορφιά, τις αντιξοότητες οδεύουμε προς την άνοιξη. Με τη βεβαιότητα ότι αυτή οπωσδήποτε ακολουθεί. Αργά ή γρήγορα…
Είναι μια έννοια που στις μέρες μας κοντεύει να χάσει το περιεχόμενό της.
Ο λαϊκισμός την υπονόμευσε έσωθεν σφετεριζόμενος κατά κόρον τη «φωνή» του λαού και εκμαυλίζοντας πάντα κάποια επιρρεπή στην κολακεία αφτιά υπέκλεψε την πολιτική έκφραση αυτού του λαού στην άσκηση της εξουσίας.
Παράλληλα η λαϊκότητα δέχτηκε κατά καιρούς επιθέσεις έξωθεν από διανοουμενίζοντες εστέτ, που συνέχεαν την ουσιαστική καλλιέργεια με την εγκεφαλική συσσώρευση πληροφοριών, η οποία συγκάλυπτε μεν το συναισθηματικό κενό τους, αλλά δεν μετουσιωνόταν σε ψυχικό και εκφραστικό πλούτο. Συνέχεαν το επιφανειακό ραφινάρισμα με τη γνώση, υποτιμώντας την πηγαία λαϊκή σοφία. Υπηρετούσαν την εκζήτηση, μην μπορώντας να εκτιμήσουν τη γνησιότητα και την αλήθεια της λαϊκής ψυχής, έτσι όπως εκφράζεται αδιαμεσολάβητη σ’ όλες τις μορφές της ανθρώπινης δημιουργίας, στα χειροτεχνήματα, στα σκεύη, στη ζωγραφική, στο χορό και τη μουσική.
Η χειρότερη συνέπεια αυτών των στρεβλώσεων είναι η άμβλυνση της κρίσης μας και η υιοθέτηση, άκριτα εκ μέρους μας, πολλών στερεοτύπων. Πόσοι από μας δεν θεωρούν τους λαϊκούς χορούς σαν κάτι παγιωμένο, που δεν επιδέχεται διαφοροποίηση; Θαρρείς και η λαϊκή ψυχή, που εκφράζεται μέσω αυτών, δεν εξελίσσεται, δεν υφίσταται διαφορετικές καταστάσεις, δεν αντιμετωπίζει καινούργιες προκλήσεις, δεν προσαρμόζεται σε νέες συνθήκες. Στην άλλη όψη του, ιδίου όμως, νομίσματος —αυτού που προσπαθεί να υπερασπιστεί, συχνά στρεβλά, τη γνησιότητα— η κλασική μουσική εξοβελίζεται από τα «λαϊκά» γούστα. Λες και το «Δαχτυλίδι της μάνας» ή ο «Πρωτομάστορας» του Μανώλη Καλομοίρη δεν είναι αρκούντως «λαϊκά»!
Τέλος, για να φτάσω και στην αφορμή αυτής της ανάρτησης, πόσοι από μας δεν θεωρούμε τη γαλλική γλώσσα κατάλληλη μόνο για τα (μεγαλο-μικρο)αστικά σαλόνια; Πόσοι από μας θα καλοδέχονταν μια έξοδο για ψυχαγωγία —προσοχή: όχι για διασκέδαση!— που θα έφερνε σε αρμονική συνύπαρξη τη Σωτηρία Μπέλλου με την Εντίθ Πιάφ; Κι όμως! Αυτό βρήκα την περασμένη Τετάρτη στο «104 Θέατρο Κέντρο Λόγου και Τέχνης» (Θεμιστοκλέους 104, Εξάρχεια).
Ποιος είναι ο κοινός τους παρονομαστής; Μα η γνήσια λαϊκότητα!
Είτε στα ελληνικά με μπουζούκια και μπαγλαμά, είτε στα γαλλικά με ακορντεόν και πιάνο, η ψυχή του καθημερινού ανθρώπου είναι αυτή που εκφράζεται, ξεδιπλώνεται, πονάει, χαίρεται, λυγάει, τεντώνεται, δακρύζει και χαμογελάει, ερωτεύεται και θυμώνει, ικετεύει ή φεύγει.
Χαρούμενα ή θλιμμένα, παιδιάστικα ή πονηρά. Σαρκαστικά ή με κατανόηση, απορημένα ή με συγκατάβαση. Άλλοτε οργισμένα ή παραιτημένα, με ενδιαφέρον ή αφηρημένα. Και άλλοτε ενθουσιασμένα ή πεισματωμένα, έκπληκτα ή σοφά. Συχνά θριαμβευτικά, αλλά και φοβισμένα. Φωτεινά ή συννεφιασμένα.
Πόσο πιο ωραίο ήταν το πρόσωπό σου όταν χαμογελούσες απ’ ό,τι όταν γελούσες!
Πάντα εύγλωττα. Πάντα ετοιμόλογα ήταν τα μάτια σου.
Όταν γύρισες την πλάτη αποστρέφοντας το βλέμμα, ήξερα ότι είχαν ειπωθεί όλα. Δεν είχε απομείνει τίποτε ανείπωτο. Όμως, ο έρωτας απ’ αυτό το ανείπωτο τρέφεται.