Emma Shapplin, La notte etterna
Έμεινες καιρό να κοιτάς με το βλέμμα ακίνητο τον άδειο τοίχο απέναντί σου. Κάποτε δεν σ’ ενοχλούσε το κενό του. Εύκολα το γέμιζες με τις δικές σου εικόνες, έγχρωμες ή ασπρόμαυρες, ανάλογα με τη διάθεσή σου. Τώρα ο τοίχος παραμένει αδυσώπητα βουβός, ακίνητος.
Είπες: Φτάνει πια. Όχι άλλο!
Αλλά δεν κουνήθηκες. Βούλιαξες πιο βαθιά στην απραξία σου. Τα άβουλα χέρια σου περιμένουν από το παράλυτο μυαλό σου να πάρει την πρωτοβουλία. Χα!
Από χιλιόμετρα μακριά, ένα ξέμπαρκο τζιτζίκι ξελαρυγγιάζεται: Καλοκαίρι! Ξέπνοος σβήνει ο ψίθυρός του, πριν αγγίξει τ’ αφτιά σου.
Λες: Εντάξει. Άντε! Φτάνει πια!
Αλλά κρυώνεις, κρυώνεις πολύ. Κάνει τόση παγωνιά!
Χτυπά το τηλέφωνο. Η παιδική φωνή στο ακουστικό αστράφτει, λαμπυρίζει και κομματιάζει το σκοτάδι.
— Τι χρειάζεσαι, καρδιά μου;
— Τίποτε. Έτσι πήρα. Οι άλλοι κοιμούνται ακόμα…
Ο οκτάχρονος είχε όρεξη για κουβέντα πρωί πρωί. Ήθελε να πει πώς πέρασε στην κατασκήνωση. Για τον άλλο πιτσιρικά που του πέταξε μια πέτρα κι εκείνος πόνεσε. Να ρωτήσει τα νέα για τις μεταγραφές της ομάδας του. Να ενημερώσει ότι χτες άργησε πολύ η παραγγελία της πίτσας και τελικά την ακύρωσαν κι έφαγαν σουβλάκια. Κάποια στιγμή ρώτησε και γιατί δεν πήγες να τους δεις στην τελετή αποχαιρετισμού της κατασκήνωσης…
Το εικοσάλεπτο τηλεφώνημα επανέφερε το δωμάτιο στην πραγματική του θερμοκρασία. Σηκώθηκες επιτέλους. Περνώντας μπροστά από τον καθρέφτη, κατέβασες με ντροπή το βλέμμα σου και μπήκες στο μπάνιο.
Τώρα, ετοιμάζεσαι να βγεις.
Φτάνει πια! Νισάφι!