Το ημερολόγιο δείχνει Μάη. Κοντεύει μάλιστα να διαγράψει όλα τα
τετραγωνάκια του με τον κόκκινο μαρκαδόρο της.
— Γιατί διάλεξα αυτό το χρώμα; Αφού δεν μου αρέσει. Φωτεινό, ανοιξιάτικο
χρώμα, σου λέει ο άλλος. Πού την είδα την άνοιξη;
Έξω συννεφιάζει. Ξανά. Πιάνει ψιλόβροχο. Ξανά. Ο ουρανός χαμηλώνει και της
πλακώνει το στήθος. Περισσότερο.
Αναστενάζει κι ανασηκώνεται βαριά. Βγαίνει στο σκοτεινιασμένο μπαλκόνι. Δυο
γαρίφαλα φωτίζουν το βλέμμα της. Και τα πουλιά, που μαζεύονται να προφυλαχτούν απ’
τη βροχή στα γύρω δέντρα, φλύαρα και ξετρελαμένα, την κάνουν να χαμογελάσει χωρίς
να το καταλάβει.
Έχω καιρό ν’ ακούσω μουσική, συνειδητοποιεί μεμιάς.