Η ζωή δεν μετριέται από τον αριθμό των αναπνοών μας, αλλά από τις στιγμές που μας έκοψαν την ανάσα (George Carlin)


Αγαπώ τη Θάλασσα

Αγαπώ τη Θάλασσα.
Γιατί ξεκινάει με το θήτα των θέλω μου. Γιατί είναι ανοιχτή σαν τα άλφα που την απλώνουν. Γιατί το λάμδα της καμπυλώνει τη γλώσσα μου σε κύμα που σπάει μαλακά στο φράγμα των δοντιών μου. Γιατί τα σίγμα της μου χαϊδεύουν τ’ αφτιά σαν το φλοίσβο της σ’ έρημη παραλία.

Κυριακή 2 Σεπτεμβρίου 2012

Η γοητεία του



Ξέρω… Ξέρω… Τα ’χουμε πει και ξαναπεἰ... Η γοητεία του φεγγαριού μάγευε τον άνθρωπο από τότε που πρωτοσήκωσε το βλέμμα του ψηλά. Του απέδωσε μέχρι και θεϊκές ιδιότητες, όπως και σε κάθε τι που τον τρόμαζε ή τον σαγήνευε. Στην εικόνα του νιογέννητου φεγγαριού ο αρχαίος μας πρόγονος έβλεπε το τεντωμένο τόξο της Άρτεμης.
Στο πέρασμα των αιώνων ενέπνευσε δημιουργούς που υπηρέτησαν όλες σχεδόν τις τέχνες, ζωγραφική, μουσική ποίηση, κινηματογράφο… Πέρσι μιλήσαμε τη «συνομιλία» του Ρίτσου με τον Μπετόβεν. Φέτος θ’ αναφερθώ σ’ ένα παλιό τραγούδι που είχα ακούσει μόνο από τα χείλη της μητέρας μου και που γέμιζε την ψυχή μου κάθε φορά που βρισκόμουν σε παραλία φωτισμένη από τη σελήνη. Τώρα που το ξαναβρήκα, ανακάλυψα ότι κι αυτό έχει αφετηρία τη γνωστή μας Σονάτα του Σεληνόφωτος!


Θα θυμηθώ όμως και τη σκηνή που με ορθάνοιχτα από το θαυμασμό μάτια ο θείος της Cher περιγράφει τη δύναμη της πανσελήνου στην ταινία Moonstruck, που χάρισε Όσκαρ και Χρυσή Σφαίρα δεύτερου ρόλου στην εξαιρετική Olympia Dukakis.


Κρατάω για το τέλος το έργο που, κατά τη γνώμη μου, χειρίζεται με τον μαγευτικότερο –κι εδώ κυριολεκτώ– τρόπο το φως της σελήνης. Εννοώ τη Φεγγαροντυμένη στον Κρητικό του Διονυσίου Σολωμού.

Ο ΚΡΗΤΙΚΟΣ

 

1 [18]
Εκοίταα, κι ήτανε μακριά ακόμη τ’ ακρογιάλι·
«Αστροπελέκι μου καλό, για ξαναφέξε πάλι!»
Τρία αστροπελέκια επέσανε, ένα ξοπίσω στ’ άλλο,
Πολύ κοντά στην κορασιά με βρόντημα μεγάλο·
Τα πέλαγα στην αστραπή κι ο ουρανός αντήχαν,
Οι ακρογιαλιές και τα βουνά μ’ όσες φωνές κι αν είχαν.
 
2 [19]
Πιστέψετε π’  ό,τι θα πω είν’ ακριβή αλήθεια,
Μα τες πολλές λαβωματιές που μόφαγαν τα στήθια,
Μα τους συντρόφους πόπεσαν στην Κρήτη πολεμώντας,
Μα την ψυχή που μ έκαψε τον κόσμο απαρατώντας.
(Λάλησε, Σάλπιγγα! κι εγώ το σάβανο τινάζω,
Και σχίζω δρόμο και τς αχνούς αναστημένους κράζω:
«Μην είδετε την ομορφιά που την Κοιλάδα αγιάζει;
Πέστε, να ιδείτε το καλό εσείς κι ό,τι σας μοιάζει.
Καπνός δε μένει από τη γη· νιος ουρανός εγίνη
Σαν πρώτα εγώ την αγαπώ και θα κριθώ μ’ αυτήνη.
—Ψηλά την είδαμε πρωί· της τρέμαν τα λουλούδια
Στη θύρα της Παράδεισος που εβγήκε με τραγούδια
Έψαλλε την Ανάσταση χαροποιά η φωνή της,
Κι έδειχνεν ανυπομονιά για να μπει στο κορμί της·
Ο ουρανός ολόκληρος αγρίκαε σαστισμένος,
Το κάψιμο αργοπόρουνε ο κόσμος ο αναμμένος·
Και τώρα ομπρός την είδαμε· ογλήγορα σαλεύει·
Όμως κοιτάζει εδώ κι εκεί και κάποιονε γυρεύει»).
 
3. [20]
Ακόμη εβάστουνε η βροντή .........................
Κι η θάλασσα, που σκίρτησε σαν το χοχλό που βράζει,
Ησύχασε και έγινε όλο ησυχία και πάστρα,
Σαν περιβόλι ευώδησε κι εδέχτηκε όλα τ’ άστρα·
Κάτι κρυφό μυστήριο εστένεψε τη φύση
Κάθε ομορφιά να στολιστεί και το θυμό ν’ αφήσει.
Δεν είν’ πνοή στον ουρανό, στη θάλασσα, φυσώντας
Ούτε όσο κάνει στον ανθό η μέλισσα περνώντας,
Όμως κοντά στην κορασιά, που μ’ έσφιξε κι εχάρη,
Εσειότουν τ’ ολοστρόγγυλο και λαγαρό φεγγάρι·
Και ξετυλίζει ογλήγορα κάτι που εκείθε βγαίνει,
Κι ομπρός μου ιδού που βρέθηκε μία φεγγαροντυμένη.
Έτρεμε το δροσάτο φως στη θεϊκιά θωριά της,
Στα μάτια της τα ολόμαυρα και στα χρυσά μαλλιά της.
 
4. [21]
Εκοίταξε τ’ αστέρια, κι εκείνα αναγαλλιάσαν,
Και την αχτινοβόλησαν και δεν την εσκεπάσαν·
Κι από το πέλαο, που πατεί χωρίς να το σουφρώνει,
Κυπαρισσένιο ανάερα τ’ ανάστημα σηκώνει,
Κι ανεί τς αγκάλες μ’ έρωτα και με ταπεινοσύνη,
Κι έδειξε πάσαν ομορφιά και πάσαν καλοσύνη.
Τότε από φως μεσημερνό η νύχτα πλημμυρίζει,
Κι η χτίσις έγινε ναός που ολούθε λαμπυρίζει.
Τέλος σ’ εμέ πού βρίσκομουν ομπρός της μες στα ρείθρα,
Καταπώς στέκει στο Βοριά η πετροκαλαμίθρα,
Όχι στην κόρη, αλλά σ’ εμέ την κεφαλή της κλίνει·
Την κοίταζα ο βαριόμοιρος, μ’ έκοίταζε κι εκείνη.
Έλεγα πως την είχα ιδεί πολύν καιρόν οπίσω,
Καν σε ναό ζωγραφιστή με θαυμασμό περίσσο,
Κάνε την είχε ερωτικά ποιήσει ο λογισμός μου,
Καν τ’ όνειρο, όταν μ’ έθρεφε το γάλα της μητρός μου·
Ήτανε μνήμη παλαιή, γλυκιά κι αστοχισμένη,
Που ομπρός μου τώρα μ’ όλη της τη δύναμη προβαίνει·
Σαν το νερό που το θωρεί το μάτι ν’ αναβρύζει
Ξάφνου οχ τα βάθη του βουνού, κι ο ήλιος το στολίζει
Βρύση έγινε το μάτι μου κι ομπρός του δεν εθώρα,
Κι έχασα αυτό το θεϊκό πρόσωπο για πολλή ώρα,
Γιατί άκουγα τα μάτια της μέσα στα σωθικά μου,
Που ετρέμαν και δε μ’ άφηναν να βγάλω τη μιλιά μου·
Όμως αυτοί είναι θεοί, και κατοικούν απ’ όπου
Βλέπουνε μες στην άβυσσο και στην καρδιά τ’ ανθρώπου,
Κι ένιωθα πως μου διάβαζε καλύτερα το νου μου
Πάρεξ αν ήθελε της πω με θλίψη του χειλιού μου:
«Κοίτα με μες στα σωθικά, που φύτρωσαν οι πόνοι
…………...................……….
……….....................………….
Όμως εξεχειλίσανε τα βάθη της καρδιάς μου·
Τ’ αδέλφια μου τα δυνατά οι Τούρκοι μού τ’ αδράξαν,
Την αδελφή μου ατίμησαν κι αμέσως την εσφάξαν,
Τον γέροντα τον κύρην μου εκάψανε το βράδι,
Και την αυγή μού ρίξανε τη μάνα στο πηγάδι.
Στην Κρήτη .........................               
Μακριά
πό κείθ’ εγιόμισα τες φούχτες μου κι εβγήκα.
Βόηθα, Θεά, το τρυφερό κλωνάρι μόνο να χω·
Σε γκρεμό κρέμουμαι βαθύ, κι αυτό βαστώ μονάχο».
 
5. [22]
Εχαμογέλασε γλυκά στον πόνο της ψυχής μου,
Κι εδάκρυσαν τα μάτια της, κι εμοιάζαν της καλής μου.
Εχάθη, αλιά μου! αλλ’ άκουσα του δάκρυου της ραντίδα
Στο χέρι, που χα σηκωτό μόλις εγώ την είδα.—
Εγώ από κείνη τη στιγμή δεν έχω πλια το χέρι,
Π’ αγνάντευεν Αγαρηνό κι εγύρευε μαχαίρι·
Χαρά δεν του ναι ο πόλεμος· τ’ απλώνω του διαβάτη
Ψωμοζητώντας, κι έρχεται με δακρυσμένο μάτι·
Κι όταν χορτάτα δυστυχιά τα μάτια μου ζαλεύουν
Αργά, κι ονείρατα σκληρά την ξαναζωντανεύουν,
Και μέσα στ’ άγριο πέλαγο τ αστροπελέκι σκάει,
Κι η θάλασσα να καταπιεί την κόρη αναζητάει,
Ξυπνώ φρενίτης, κάθομαι, κι ο νους μου κινδυνεύει,
Και βάνω την παλάμη μου, κι αμέσως γαληνεύει.     
Τα κύματα έσχιζα μ’ αυτό, τ’ άγρια και μυρωδάτα,
Με δύναμη που δεν είχα μήτε στα πρώτα νιάτα,
Μήτε όταν εκροτούσαμε, πετώντας τα θηκάρια,
Μάχη στενή με τους πολλούς ολίγα παλληκάρια,
Μήτε όταν τον μπομπο-Ισούφ και τς άλλους δύο βαρούσα.
Σύρριζα στη Λαβύρινθο π’ αλαίμαργα πατούσα.
Στο πλέξιμο το δυνατό ο χτύπος της καρδιάς μου
(Κι αυτό μου τ’ αύξαιν’) έκρουζε στην πλεύρα της κυράς μου.
…………....................
………..................…..
Αλλά το πλέξιμ’ άργουνε και μου τ’ αποκοιμούσε
Ηχός, γλυκύτατος ηχός, οπού με προβοδούσε.
Δεν είναι κορασιάς φωνή στα δάση που φουντώνουν,
Και βγαίνει τ’ άστρο του βραδιού και τα νερά θολώνουν,
Και τον κρυφό της έρωτα της βρύσης τραγουδάει,
Του δέντρου και του λουλουδιού που ανοίγει και λυγάει·
Δεν είν’ αηδόνι κρητικό, που σέρνει τη λαλιά του
Σε ψηλούς βράχους κι άγριους όπ’ έχει τη φωλιά του,
Κι αντιβουίζει ολονυχτίς από πολλή γλυκάδα
Η θάλασσα πολύ μακριά, πολύ μακριά η πεδιάδα,
Ώστε που πρόβαλε η αυγή και έλιωσαν τ’ αστέρια,
Κι ακούει κι αυτή και πέφτουν της τα ρόδα από τα χέρια·
Δεν είν’ φιαμπόλι το γλυκό, οπού τ’ αγρίκαα μόνος
Στον Ψηλορείτη όπου συχνά μ’ ετράβουνεν ο πόνος
Κι έβλεπα τ’ άστρο τ’ ουρανού μεσουρανίς να λάμπει
Και του γελούσαν τα βουνά, τα πέλαγα κι οι κάμποι·
Κι ετάραζε τα σπλάχνα μου ελευθεριάς ελπίδα
Κι εφώναζα: «ω θεϊκιά κι όλη αίματα Πατρίδα!»
Κι άπλωνα κλαίοντας κατ’ αυτή τα χέρια με καμάρι·
Καλή ν’ η μαύρη πέτρα της και το ξερό χορτάρι.
Λαλούμενο, πουλί, φωνή, δεν είναι να ταιριάζει,
Ίσως δε σώζεται στη γη ήχος που να του μοιάζει
Δεν είναι λόγια· ήχος λεπτός ... ...
Δεν ήθελε τον ξαναπεί ο αντίλαλος κοντά του.
Αν είν’ δεν ήξερα κοντά, αν έρχονται από πέρα·
Σαν του Μαϊού τες ευωδιές γιομίζαν τον αέρα,
Γλυκύτατοι, ανεκδιήγητοι ... ...
Μόλις είν’ έτσι δυνατός ο Έρωτας και ο Χάρος.
Μ’ άδραχνεν όλη την ψυχή, και να μπει δεν ημπόρει
Ο ουρανός, κι η θάλασσα, κι η ακρογιαλιά, κι η κόρη
Με άδραχνε, και μ’ έκανε συχνά ν’ αναζητήσω
Τη σάρκα μου να χωριστώ για να τον ακλουθήσω.
Έπαψε τέλος κι άδειασεν η φύσις κι η ψυχή μου,
Που εστέναξε κι εγιόμισεν ευθύς οχ την καλή μου·
Και τέλος φθάνω στο γιαλό την αρραβωνιασμένη,
Την απιθώνω με χαρά, κι ήτανε πεθαμένη.

Ένα ακόμα έργο που ο Σολωμός μάς άφησε αποσπασματικό στην αγωνιώδη επιδίωξή του, όπως πάντα, για το τέλειο. Μέχρι σήμερα οι μελετητές του έργου δεν μπορούν να συμφωνήσουν για το ποια είναι τελικά η Φεγγαροντυμένη. Είναι το πνεύμα της αρραβωνιαστικιάς του ήρωα; Είναι η Ελευθερία; Η μάνα; Είναι η Αφροδίτη; Η Παναγία; Η Ελλάδα; Η ίδια η φύση; Για όλες αυτές τις εκδοχές μπορούν να αντληθούν επιχειρήματα μέσα από το ίδιο το έργο.
Προσωπικά δεν νιώθω καθόλου την ανάγκη να πάρω οριστική απάντηση στο ερώτημα «τι εννοεί ο ποιητής;». Αρκούμαι και στην αχνή άποψη: είναι το τέλειο θήλυ, έτσι όπως προσπάθησε να το προσεγγίσει ο μεγάλος μας ποιητής και απολαμβάνω. Εσείς;
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...