Οδηγείς μέσα στο μποτιλιάρισμα της κίνησης τις πρώτες
απογευματινές ώρες. Το ραδιόφωνο παίζει ερήμην σου στο συνήθη σταθμό με την ήπια
μουσική.
Από το πίσω κάθισμα ο μικρός εντεκάχρονος ίσα
που πρόλαβε ν’ αλλάξει μόλις γύρισε από το σχολείο και τώρα κοιτάει κάθε τόσο το ρολόι
του αυτοκινήτου. Φοβάται μην αργήσει στην προπόνηση. Πού και πού λέει καμιά
κουβέντα. Αναρωτιέσαι τι μπορεί να σκέφτεται και πιθανολογείς πως μάλλον
προσπαθεί ν’ ανασυντάξει τις δυνάμεις του από τη σχολική ένταση.
Ξαφνικά σε ρωτάει:
— Θεία, πώς λέγεται αυτό το τραγούδι;
— Δεν ξέρω, χαρά μου, απαντάς και συνειδητοποιείς μόλις
εκείνη τη στιγμή ότι σιγομουρμούριζε αδέξια τους στίχους που δεν πολυκαταλαβαίνει
ακόμα.
— Σου αρέσει; τον ρωτάς ξαφνιασμένη. Όταν γυρίσουμε,
θα το ψάξουμε…
Στην επιστροφή, μετά από μιάμιση ώρα τρεχαλητό στο
γήπεδο και υπάκουη εκτέλεση των προπονητικών εντολών, αποδίδεις τη σιωπή στην κόπωση
και το μασούλισμα της μπανάνας για την απαραίτητη αναπλήρωση του καλίου. Έχει
αρχίσει να σκοτεινιάζει πια.
— Τι φεγγάρι! Κοίτα το, θεία! Κοίτα τι ωραία χρώματα!
Μα… κοίτα το!
Κι εσύ; Εσύ σφίγγεις το τιμόνι και προσπαθείς να
συνταιριάσεις την ηλικία του, τις δραστηριότητές του και τις ανεξάντλητες
σκανταλιές του με όσα φαίνεται να τον συγκινούν.
Τα παιδιά δεν παύουν να με ξαφνιάζουν…