![]() |
Edvard Munch, The Scream (από εδώ)
|
Φοβάμαι
Φοβάμαι
τους ανθρώπους που εφτά χρόνια
έκαναν πως δεν είχαν πάρει χαμπάρι
και μια ωραία πρωία –μεσούντος κάποιου Ιουλίου–
βγήκαν στις πλατείες με σημαιάκια κραυγάζοντας
«Δώστε τη χούντα στο λαό».
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που με καταλερωμένη τη φωλιά
πασχίζουν τώρα να βρουν λεκέδες στη δική σου.
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που σου 'κλειναν την πόρτα
μην τυχόν και τους δώσεις κουπόνια
και τώρα τους βλέπεις στο Πολυτεχνείο
να καταθέτουν γαρίφαλα και να δακρύζουν.
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που γέμιζαν τις ταβέρνες
και τα 'σπαζαν στα μπουζούκια
κάθε βράδυ
και τώρα τα ξανασπάζουν
όταν τους πιάνει το μεράκι της Φαραντούρη
και έχουν και «απόψεις».
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που άλλαζαν πεζοδρόμιο όταν σε συναντούσαν
και τώρα σε λοιδορούν
γιατί, λέει, δεν βαδίζεις στον ίσιο δρόμο.
Φοβάμαι, φοβάμαι πολλούς ανθρώπους.
Φέτος φοβήθηκα ακόμα περισσότερο.
Γράφτηκε τον Νοέμβρη του 1983 και δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Αυγή».
Εγώ όμως φοβάμαι και όσους σήμερα, συνοψίζοντας μια ολόκληρη γενιά σε μερικά
«ονόματα», δοξομανή ή/και αργυρώνητα, επιχειρούν να κοντύνουν το ανάστημα που όρθωσαν
σε κρίσιμες στιγμές χιλιάδες αφανείς «άμυαλοι» νέοι. Αυτούς που βάζουν στο ίδιο
τσουβάλι τους πενήντα, εκατό, διακόσιους νοματαίους, που εξαργύρωσαν την τυχαιότητα
της ηλικίας τους, με τους χιλιάδες άλλους νέους που, αφού έδωσαν το «παρών» στο
κάλεσμα των καιρών, βγήκαν στην κοινωνία και πάλεψαν να την αλλάξουν ο καθένας από
το μετερίζι του, μένοντας μακριά από τα στρεβλωτικά φώτα των προβολέων.
Γενικώς, φοβάμαι…
Αλλά και …ελπίζω! Γιατί στην ώρα του μεγάλου Ναι και του μεγάλου Όχι, ως εκ
θαύματος, πάντα εμφανίζονται αυτοί οι αφανείς!