Η ζωή δεν μετριέται από τον αριθμό των αναπνοών μας, αλλά από τις στιγμές που μας έκοψαν την ανάσα (George Carlin)


Αγαπώ τη Θάλασσα

Αγαπώ τη Θάλασσα.
Γιατί ξεκινάει με το θήτα των θέλω μου. Γιατί είναι ανοιχτή σαν τα άλφα που την απλώνουν. Γιατί το λάμδα της καμπυλώνει τη γλώσσα μου σε κύμα που σπάει μαλακά στο φράγμα των δοντιών μου. Γιατί τα σίγμα της μου χαϊδεύουν τ’ αφτιά σαν το φλοίσβο της σ’ έρημη παραλία.

Παρασκευή 28 Δεκεμβρίου 2018

Ένα απρόσμενο ηλιοβασίλεμα


Καρφωμένη στο κρεβάτι ακούω για πολλοστή φορά την κόρη της συγκατοίκου να εκθειάζει τα χρώματα, που χαρίζει σε ουρανό και θάλασσα ο κουρασμένος ήλιος λίγο πριν πάει να κοιμηθεί. Είναι πια μέσα του Ιούνη και η μέρα μοιάζει όλο και πιο απρόθυμη να παραχωρήσει τη θέση της στη νύχτα.
Ακόμα δεν έχω συνηθίσει στην ιδέα ότι πρέπει από τις οκτώ να μπω στο κρεβάτι, αλλά οι τραυματιοφορείς πρέπει να μας μαζέψουν από τη βεράντα και να μας μοιράσουν στα δωμάτια για τα βραδινά μας φάρμακα. Συμβιβάζομαι όμως αναγκαστικά, το νυχτοπούλι εγώ, γιατί το επιχείρημα του αδελφού μου, ότι όλα θα μπορούσε να είναι πολύ χειρότερα, με πείθει. Και την πειθώ του ενισχύουν τα περιστατικά που βλέπω γύρω μου στο Κέντρο.
Μέχρι τώρα με άφηνε τελείως αδιάφορη το γεγονός ότι στο δίκλινο δωμάτιο με έβαλαν στο κρεβάτι που είναι πιο κοντά στην πόρτα, ενώ κοντά στο παράθυρο εγκαταστάθηκε η συγκάτοικος, παρόλο που στο Κέντρο έφτασα πρώτη κι εκείνη δυο μέρες αργότερα. Στο κάτω-κάτω μόνο η θέα δεν μ’ απασχολούσε τώρα, σκεφτόμουν με πίκρα κάθε φορά που κάποιος επισκέπτης, για να καλύψει την αμηχανία της συζήτησης και χωρίς να καταλαβαίνει ότι ρίχνει αλάτι σε πληγές, εκδήλωνε το θαυμασμό του για τις εγκαταστάσεις και το φυσικό περιβάλλον του Κέντρου.
Απόψε όμως θαρρείς και κόλλησε η βελόνα και το παράθυρο έχει την τιμητική του. Καθώς η συγκάτοικος έχει εδώ και χρόνια εξοχικό στο Λουτράκι, παίρνω όλες τις απαραίτητες γεωγραφικές και κλιματολογικές πληροφορίες. Εκείνο το βουνό είναι η Ζήρεια και τούτο τα Γεράνια. Το καλοκαίρι ο ήλιος δύει περίπου εκεί, ενώ το χειμώνα λίγο παραπέρα. Όταν φυσά από τα δυτικά, οι τσούχτρες γεμίζουν τον Κορινθιακό ενώ, όταν φυσάει βοριάς, τα διαμερίσματα στην παραλία διακινδυνεύουν τα παραθυρόφυλλά τους. Και τα χρώματα από το μπαλκόνι! Τι χρώματα! Ο ουρανός παίρνει φωτιά κι η θάλασσα τον ζηλεύει. Μα κοιτάξτε! Σα γιαπωνέζικος πίνακας δεν είναι;
Αρχίζω να δυσανασχετώ. Το κρεβάτι δεν με χωράει. Όλα με ενοχλούν. Όλα με εκνευρίζουν. Μπαίνει μια νοσηλεύτρια. Ίσα που την πρόσεξα. Μένει στην αρχή σιωπηλή. Για να μη διακόψει, υποθέτω. Στη συνέχεια συμφωνεί ότι τα χρώματα της δύσης είναι φανταστικά.
Ανασηκώνομαι λίγο, για να βρεθεί το σώμα σε ασφαλή γωνία, ώστε να πιω νερό και φάρμακα και προσπαθώ ταυτόχρονα να κοιτάξω από το παράθυρο. Ξαφνικά νιώθω το κρεβάτι μου να σείεται. Ξέρω ότι η περιοχή είναι σεισμογενής κι έχω ήδη μια πρώτη νυχτερινή εμπειρία ενός σεισμού στη νέα μου κατάσταση, οπότε παραμένω ψύχραιμη. Το κρεβάτι μου όμως μετακινείται. Αλλάζει θέση και πλησιάζει το παράθυρο. Τελικά αντιλαμβάνομαι ότι η νοσηλεύτρια έχει λύσει τα φρένα και μόνη της έχει αδράξει από τα κάγκελα το κρεβάτι με μένα και το σέρνει κάθετα το χώρο, για να μπορέσω κι εγώ να δω τη δύση!
Είναι το πιο ανεκτίμητο ηλιοβασίλεμα που μου χάρισαν!

Τετάρτη 26 Δεκεμβρίου 2018

Στο σπίτι

Ήμουν πολύ διστακτική. Πώς θα γίνονταν όλα; Πώς θα γίνονταν όλα αυτά, στα οποία εξειδικευμένα πρόσωπα κάθε μέρα πάσχιζαν να με βοηθήσουν και όλο και κάτι ξεχνούσαν ή εγώ δεν κατάφερνα; Όλο και κάτι, μικρό ή μεγάλο, μου ’λειπε ή μ’ ενοχλούσε; Τώρα που είχα περιορίσει τα συνεχή παράπονα και την αδιάκοπη γκρίνια; Τώρα που είχα αρχίσει κάπως να συμφιλιώνομαι με την κατάστασή μου… Τώρα… άντε πάλι απ’ την αρχή; Νέα πρόσωπα; Νέες συνθήκες; Βουτιά πάλι στο άγνωστο; Στην ανασφάλεια; Πώς; Ποιος; Ποιοι; Τίποτα σίγουρο; Τίποτα σταθερό, που πάνω του να στηρίξω μια −ας πούμε− αισιοδοξία;
Άκουσα πολλά ενθαρρυντικά λόγια, πολλές υποσχέσεις και, βέβαια, πολλά επιχειρήματα για τη μεγάλη απόφαση, που στο κάτω κάτω κάποια στιγμή επιτέλους έπρεπε να πάρω, και μάλιστα μόνη μου. Το πιο πειστικό απ’ όλα ήταν αυτό που έλεγε ότι θα είμαι τουλάχιστον στο σπίτι μου.
Την κρίσιμη μέρα, έληξε ο εγκλεισμός μου κι έκανα τη δεύτερη και οριστική μου έξοδο από το Κέντρο, για μιας ώρας διαδρομή που με έφερε πάλι στο κλεινόν Άστυ.
Σπίτι μου; Όχι ακριβώς.
Νωρίς το απόγευμα δεν υπήρχε ψυχή ζώσα στο γκαράζ −ευτυχώς. Δεν είχα βέβαια όρεξη για χαιρετούρες και λεπτομέρειες. Ησυχία λοιπόν στο γκαράζ, από το οποίο απουσίαζε, δια παντός φυσικά, και το αυτοκίνητό μου, ως περιττό πια. Ένα πρώτο σφίξιμο… Πανικόβλητη αποβίβαση, χωρίς βοήθεια τρίτου −ειδικού εννοώ. Ηρωικός και υπομονετικός αδελφός.
Κουδούνι. Δεύτερο σφίξιμο. Σιωπή. Κακό σημάδι. Ήτανε στο μπαλκόνι και δεν έχει εξοικειωθεί με τους ήχους του χώρου. Πάμε παρακάτω. Ή, μάλλον, παραπάνω. Στρίμωγμα στο ασανσέρ. Συνοφρύωμα και τρίτο σφίξιμο. Στο διαμέρισμα. Μπήκα σ’ ένα σαλόνι που έμοιαζε πιο απλόχωρο, αλλά κρύο κι απρόσωπο. Τα έπιπλα μου φάνηκαν άγνωστα και παράταιρα. Άλλα απ’ αυτά ήταν σε διαφορετική θέση, άλλα εξαφανισμένα, άλλα μεταφερμένα από άλλα δωμάτια. Ακόμη και τα κάδρα ψεύδιζαν ακαταλαβίστικη γλώσσα.
Το βλέμμα, διερευνητικό κι επιφυλακτικό. Ανάλογες ανατροπές υποψιάζομαι και στα υπόλοιπα δωμάτια. Με τον αντίστοιχο χαμό.
Έτσι κι αλλιώς, η μετακίνηση εδώ μέσα με το αμαξίδιο μόνη μου αποκλείεται. Αυτά που με κάποιο τρόπο στο Κέντρο κατάφερνα, αυτά που με παρηγορούσαν με έκαναν κρυφά περήφανη, έπρεπε να τα ξεχάσω. Τα ελληνικά διαμερίσματα σε απογυμνώνουν από ψευδαισθήσεις και σε προσγειώνουν στην πραγματικότητα. Οι κουβέντες μετρημένες κι αμήχανες. Είχαμε συσπειρωθεί ομαδικώς σε εκτελεστικό απόσπασμα και σκοτώναμε την ώρα που περνούσε αργόσυρτα. Ανυπομονώ να βρεθώ σε μια δύσκολη κατά μόνας συζήτηση με τη γυναίκα που θα με αναλάβει από ’δώ και πέρα. Αυτό θα γίνει αργότερα και σιγά-σιγά.
Αναμενόταν ο φυσικοθεραπευτής για μια πρώτη συνεννόηση. Περιμένω την άφιξή του σαν προειδοποιημένο πρόχειρο διαγώνισμα. Ανεξάρτητο το ότι τουλάχιστον αυτός δεν μου είναι άγνωστο πρόσωπο. Είχα συνεργαστεί μαζί του μια-δυο φορές στο Κέντρο. Τον είχα εκτιμήσει και σεβαστεί για πολλούς λόγους. Αλλά άλλες οι συνθήκες τότε, εκεί κι άλλες εδώ, τώρα. Θα δούμε…
Αυτό ήταν λοιπόν. Επιστροφή στο σπίτι. Έτσι λέει. Σπίτι μου πάντως δεν ήταν. Οι μέρες αργοκυλάνε σ’ αυτόν τον περίεργο, παράξενο χώρο. Οι δυσκολίες πολλές και τα εμπόδια φαντάζουν αξεπέραστα. Προσπαθώ να εγκλιματιστώ στην όλη κατάσταση. Νιώθω συχνά έτοιμη να εγκληματήσω. Οι άγρυπνες νύχτες  μπροστά στην τηλεόραση, που σβήνει μοναχή της, εναλλάσσονται με βουτιές σε ύπνο χωρίς όνειρα που μου χαρίζει όμως μια ολιγόωρη ανυπαρξία.
Ένα βράδυ, μάς θυμάται επιτέλους ο χειμώνας φέρνοντας μαζί του μια καταιγίδα. Αστράφτει και βροντάει. Παρακολουθώ απ’ το παράθυρο τα φωτορυθμικά τ’ ουρανού. Σε λίγο ξεσπάει ανακουφιστικά κι η βροχή. Αγριεύει σιγά-σιγά δυναμώνοντας τα χοροπηδητά της πάνω στις τέντες. Τα λούκια από τα γύρω κτήρια αποφασίζουν να συμμετάσχουν κι αυτά στο μεταμεσονύχτιο πάρτι.
Και τότε… Όλοι αυτοί οι ήχοι με έφεραν στο σπίτι μου. Οικείοι, παραμυθητικοί, με αγκάλιασαν. Εκεί, μέσα στη νύχτα, μέσα στη βροχή, ήμουν επιτέλους στο σπίτι.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...