Στον ομώνυμο πλατωνικό διάλογο ο μεγάλος σοφιστής Πρωταγόρας παρουσιάζει τη
δική του εκδοχή για το γιατί και πώς συγκροτήθηκαν οι πρώτες ανθρώπινες
κοινωνίες με τον γνωστό μύθο του Προμηθέα. Σύμφωνα μ’ αυτόν, όταν οι θεοί
έπλασαν τα όντα και πριν τους δώσουν ζωή, ανέθεσαν σε δύο Τιτάνες, τον Προμηθέα
και τον Επιμηθέα, να μοιράσουν σ’ αυτά τις ιδιότητες που θα τους εξασφάλιζαν
την επιβίωση.
Ο Επιμηθέας έπεισε τον αδελφό του να τον αφήσει να κάνει αυτός τη μοιρασιά
και ξεκίνησε το έργο του. Σ’ άλλα ζώα έδωσε δύναμη και ολιγοτοκία, σ’ άλλα
ταχύτητα και πολυτοκία, σ’ άλλα φτερά και σ’ άλλα υπόγεια κατοικία, σ’ άλλα
πυκνό τρίχωμα και σ’ άλλα οπλές, άλλα τα έκανε σαρκοφάγα και άλλα φυτοφάγα.
Επειδή όμως ο Επιμηθέας, όπως το υποδήλωνε και το όνομά του, σκεφτόταν πάντα εκ
των υστέρων (ἐπί-μηθεῖτο), δεν προνόησε.
Έτσι, όταν ήρθε η σειρά του ανθρώπου, διαπίστωσε ότι είχε εξαντλήσει όλες τις
ιδιότητες, οπότε αυτός ήρθε στη ζωή ανυπεράσπιστος, χωρίς εφόδια για την
επιβίωσή του. Ο Προμηθέας, για να διορθώσει το σφάλμα του αδελφού του, έκλεψε
από το κοινό εργαστήρι του Ήφαιστου και της Αθηνάς και χάρισε στους ανθρώπους
τη φωτιά και την τέχνη της κατασκευής. Υπέστη βέβαια τις γνωστές συνέπειες από
το θυμό του Δία, αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία.
Οι άνθρωποι λοιπόν με τα δώρα του Προμηθέα
διαμόρφωσαν γλώσσα, εξασφάλισαν τροφή, κατοικία και ενδυμασία. Ζούσαν όμως
σκόρπιοι κι εξακολουθούσαν να κινδυνεύουν από τα θηρία, γιατί η τέχνη της
κατασκευής δεν περιελάμβανε και την πολεμική τέχνη, που είναι μέρος της
πολιτικής τέχνης, της ικανότητας δηλαδή συγκρότησης οργανωμένης κοινωνίας
(πόλης). Προσπάθησαν τότε να προστατευθούν ζώντας σε ομάδες, αλλά οι
προσπάθειές τους να συναθροιστούν και να χτίσουν πόλεις αποτύγχαναν, καθώς ο
ένας αδικούσε τον άλλο, με συνέπεια να ξανασκορπίζονται και φυσικά να
εξολοθρεύονται από τα θηρία. Τελικά, για να διασωθεί το ανθρώπινο γένος,
παρενέβη ο Δίας και είπε στον Ερμή να δώσει στους ανθρώπους την αἰδώ και τη δίκη, δηλαδή την πολιτική τέχνη.
 |
Η φωτογραφία από εδώ |
Με αυτό το μύθο του ο Πρωταγόρας διατυπώνει την
άποψη ότι αυτές οι δύο ιδιότητες δεν είναι έμφυτες στον άνθρωπο, αλλά επίκτητες,
αφού του δόθηκαν ως δώρα, άρα μπορεί να τις διδαχθεί. Ταυτόχρονα όμως
υποστηρίζει ότι η αἰδώς και η δίκη
υπήρξαν καθοριστικά στοιχεία για την απόσπαση του ανθρώπου από την αρχέγονη
κατάσταση και την εξέλιξη του ανθρώπινου πολιτισμού.
Με τη δίκη
είναι προφανές ότι εννοείται η δικαιοσύνη. Όμως η αἰδώς είναι όρος που
χρειάζεται να διευκρινιστεί. Η απόδοσή του με τη λέξη «ντροπή» δεν είναι
απόλυτα ακριβής. Όχι τουλάχιστον με τη σημερινή σημασία που περιλαμβάνει και το
ενοχικό αίσθημα, τις τύψεις. Την ντροπή που νιώθει κάποιος, αφού έχει κάνει
κάτι κακό και τον ενοχλεί η συνείδησή του, οι αρχαίοι την απέδιδαν με τον όρο αἰσχύνη. Αντίθετα η αἰδώς αναφερόταν σ’ εκείνη
την ντροπή που νιώθει κάποιος πριν κάνει κάτι κακό και που τον αποτρέπει από τη
διάπραξή του. Εμπεριέχει δηλαδή το στοιχείο του σεβασμού.
Οι αρχαίοι Έλληνες επιδίωκαν τη δόξα ή, αλλιώς, την
αναγνώριση της αξίας τους από το κοινωνικό τους σύνολο. Σέβονταν επομένως τη
γνώμη που οι άλλοι θα σχημάτιζαν γι’ αυτούς. Δεν χρησιμοποιώ τον όρο «κοινή
γνώμη», γιατί στις μέρες μας αυτός έχει υποβαθμιστεί από την ανωνυμία και την
επιπολαιότητα της μάζας. Οι αρχαίοι όμως εννοούσαν τη γνώμη που διαμορφώνει το
κοινωνικό σύνολο μέσω μιας διαδικασίας κρίσης με σαφή κριτήρια ηθικών
αντιλήψεων. Ο σεβασμός δε αυτός προς τους άλλους οδηγούσε και στο σεβασμό του
εαυτού. Η αρχαία λοιπόν αἰδώς ήταν η συνύφανση της ντροπής με το σεβασμό προς τους
άλλους, που συνεπαγόταν και τον αυτοσεβασμό. Ένα συναίσθημα που λειτουργεί και
ως κίνητρο για την εκτέλεση του χρέους και του καθήκοντος που επιβάλλει η
κοινωνία στα μέλη της.
Ο Πλάτωνας στον εξαιρετικό αυτό διάλογό του
παρουσιάζει τον νεαρό Σωκράτη να συζητάει με τον ώριμο Πρωταγόρα το ερώτημα τι
είναι αρετή και αν αυτή μπορεί να διδαχθεί, με αφορμή την πρόθεση ενός νεαρού
φίλου του φιλοσόφου να επιδιώξει μαθήματα περί πολιτικής τέχνης (αρετής) από
τον μεγάλο σοφιστή.
Αφού υπενθυμίσω ότι το επίθετο «πολιτικός»
χρησιμοποιόταν από τους αρχαίους για να δηλωθεί ότι κάτι σχετιζόταν με την
«πόλιν», την οργανωμένη και συγκροτημένη κοινωνία, να συμπληρώσω ότι στη
συνέχεια αυτού του πλατωνικού διαλόγου επισημαίνονται ως μόρια-μέρη της
πολιτικής αρετής η δικαιοσύνη, η οσιότητα (: ευσέβεια) και η σωφροσύνη (: η
συνετή σκέψη, η αυτοκυριαρχία). Ο Πρωταγόρας μάλιστα, που υποστηρίζει ότι η
αρετή μπορεί να διδαχθεί, θα αναφέρει και ως βασικές μορφές της αγωγής την
επιμέλεια, την άσκηση και τη διδασκαλία —παραλείποντας τη μίμηση, που προφανώς
ενέχει τον κίνδυνο αρνητικών αποτελεσμάτων— και θα εξηγήσει τον παιδευτικό ρόλο
της ποινής.
Ένα σημαντικό κεφάλαιο της ανθρώπινης σκέψης (και
πράξης) έχει ανοίξει και έπεται συνέχεια…