Άφησε το παναμά του στην κρεμάστρα και διάλεξε την
τραγιάσκα του. Δρόσισε ο καιρός, μονολόγησε και το σπίτι συμφώνησε βουβά. Πήρε
τα κλειδιά του, έβαλε παραμάσχαλα το μπαστούνι και βγήκε.
Την ώρα που κλείδωνε την εξώπορτα θυμήθηκε
φευγαλέα το σφίξιμο στο στομάχι την πρώτη φορά που χρειάστηκε να την ξεκλειδώσει
για να μπει ξέροντας ότι κανείς δεν τον περιμένει μέσα. Η γυναίκα του είχε
φύγει πριν την ώρα της. Δεν με περίμενε, παραπονέθηκε μουρμουριστά μήπως και
τον ακούσουν οι γείτονες και πουν πως τα χάνει σιγά σιγά ο γέρος. Τα παιδιά του
είχαν φύγει κι αυτά. Στην ώρα τους αυτά. Μεγάλωσαν, σπούδασαν, παντρεύτηκαν,
του χάρισαν εγγόνια. Μεγάλα πια και αυτά. Πώς τα κατάφερα; απόρησε.
Έστριψε τη γωνία. Βούλιαξε μηχανικά το λαιμό μέσα
στους κυρτωμένους του ώμους να μην τον πάρει στα μούτρα ο βοριάς που είχε
ξυπνήσει μαζί του τα χαράματα. Την ώρα που αυτός ρουφούσε τα στεγνά του μάγουλα
για τις πρώτες καυτές γουλιές του καφέ του, εκείνος τα φούσκωνε και τρύπωνε από
τις χαραμάδες να βοηθήσει τις κουρτίνες στο πρωινό τους τέντωμα.
Ευτυχώς δεν βρέχει σήμερα. Κάποτε αγαπούσε τη
βροχή στο πρόσωπό του. Ένιωθε πως τον ξέπλενε, ότι του ’δινε
ζωντάνια. Θαρρείς και τη χρειαζόμουν τότε, σάρκασε. Τώρα προτιμούσε ν’
αποφεύγει τις βουρκωμένες μέρες. Δεν είμαι για γλίστρες τώρα. Τα παιδιά δε μου
χρωστάνε τίποτα. Έχουνε τις δικές τους έγνοιες, σκεφτόταν.
Ξανάστριψε και ανηφόρισε το δρομάκι για τη μικρή
συνοικιακή πλατεία. Έσερνε τα πόδια του προσεκτικά και αργά. Βασανιστικά αργά
γι’ αυτόν που ’τανε πάντα σβέλτος στις κινήσεις του.
Τουλάχιστον δε με βλέπεις τώρα, είπε στη γυναίκα
του. Εσύ γλίτωσες. Έμεινες για πάντα νέα, συμπλήρωσε. Εμένα η ζωή μου λες και
γέμισε πια γωνίες. Οι ευθείες μοιάζουν ατελείωτες. Με κουράζουν. Τα γεράματα
γονατίζουν και τη γεωμετρία. Ζήτω η τεθλασμένη! κορόιδεψε. Αστράγαλοι, γόνατα,
μέση, δάχτυλα ξεχνούν την καμπύλη και την αρμονία της. Οι κλειδώσεις δε
λυγίζουν. Τρίζουνε και σπάνε. Τεθλασμένες κι αυτές. Προσπάθησε να θυμηθεί τη
γλύκα της κυκλικής κίνησης. Πώς κουνούσα τα πετάλια του ποδηλάτου; Τώρα, όλα
γίνανε σκαλοπάτια. Χαλασμένο νευρόσπαστο κατάντησα πια…
Λαχτάρησε το βλέμμα της και το ’νιωσε σοβαρό πάνω
του. Έτσι τον μάλωνε. Σιωπηλά και τρυφερά. Ούτε ομηρικοί καυγάδες ούτε περιττές
διαχύσεις. Ισορροπημένα πράματα… Καθώς έμπαινε στη μισογεμάτη πλατεΐτσα,
πάσχισε να ορθώσει το κορμί του, λες κι έτσι της απαντούσε. Η γλώσσα του
σώματος έχει πολλές και δύσκολες διαλέκτους, υπογράμμισε το σηκωμένο φρύδι του.
Το παγκάκι του ευτυχώς τον περίμενε άδειο.
Στηρίχτηκε στο μπαστούνι και με δυσκολία λύγισε τα γόνατα. Επιτέλους κάθισε. Η
μέση του τον σούβλιζε αποβραδίς. Αρχίζουν τα κρύα κι οι υγρασίες, του σφύριξαν
τα κόκκαλά του.
Στήριξε καλύτερα τα γυαλιά στη μύτη του κι έστρεψε
το βλέμμα στην παιδική χαρά. Λίγα παιδία σήμερα. Τα περισσότερα, φωνακλάδικα
πιτσιρίκια ή μωρά, με τις γιαγιάδες να κρατάνε ετοιμοπόλεμο το ταπεράκι με το
φρούτο τους. Τα μεγαλύτερα δεν γύρισαν ακόμα απ’ το σχολείο. Αυτά θα ’ρθουν στα
κλεφτά πριν ή μετά το φροντιστήριο. Λες να τα καταφέρω να ’ρθω και το απόγεμα;
αισιοδόξησε. Χαμογέλασε στα πεινασμένα περιστέρια που μαζεύτηκαν γύρω από το
ξερό ψωμί που τους σκόρπισε. Ξαναγύρισε στην κουβέντα με τη γυναίκα του κι
άφησε τον ήλιο να του ζεστάνει κομμάτι την πλάτη…
— Εδώ είσαι; Σ’ έψαχνα… Πέρασα πρώτα απ’ το σπίτι
και δε σε βρήκα… Ξαναφεύγω αύριο, παππού. Την Πέμπτη παρουσιάζω το διδακτορικό
μου…
Η φωνή του μεγάλου του εγγονού, μαλακή και γλυκιά,
τον έφερε πίσω στο παγκάκι και το στιβαρό αλλά τρυφερό του χέρι τον προσγείωσε
στο τώρα.
— Ήρθα για την καραμέλα μου, είπε και του ’κλεισε
το μάτι.
Η καραμέλα είχε γίνει η μυστική τους συνήθεια
χρόνια πριν. Πρώτη φορά του την είχε δώσει το βράδυ πριν την εξέταση για το πρώτο
του χαρτί στα αγγλικά. Του είχε εξηγήσει
ότι λίγη ζάχαρη καθαρίζει το μυαλό. Η επιτυχία του μικρού καθιέρωσε την καραμέλα
σαν κρυφό γούρι. Βουβά είχε γίνει από τότε το δικό τους μυστικό.
Το καμάρι κι η βιασύνη έκανε το ψάξιμο στις τσέπες
ακόμα πιο δύσκολο. Αδέξιο.
— Φρόντισε να ’χεις του χρόνου και για τον αδελφό μου.
Εισαγωγικές είναι αυτές! Ξέρεις τι χρειάζεται…
— Ξέρω. Με λεμόνι τις θέλει αυτός… Άμποτε…
Στάσου να καταλαγιάσει λίγο η ταραχή ,καταλαβαίνεις...
ΑπάντησηΔιαγραφήΧαρά ,συγκίνηση ,ένα τσίμπημα αγωνίας ...
Ν'αδειάσει λυτρωτικά η κρατημένη ανάσα , να χαμογελάσεις... λίγο θολά ...και ν'αφεθείς σε μια νοερή αγκαλιά ,τρυφερή ,σφιχτή ,ενέχουσα μια κωλοτούμπα χαράς εεε οχι και πολύ ισορροπημένα πράγματα ;-)
Θα επανέλθω ψυχραιμότερη .
Πόσο χαίρομαι Υπατία μου που μας σκέφτηκες και μας έδωσες ένα υπέροχο κείμενο και ας έχει τις ζόρικες γωνιές των γερατιών αλλά έχει τη γλύκα που σου δίνουν τα εγγόνια σου όπως και τα νιάτα!
ΑπάντησηΔιαγραφήΜαζί με το ξωτικό και η ίδια σου στέλνω μια ζεστή, τρυφερή και χαμογελαστή αγκαλιά!
ΑΦιλάκια πάντα και μόνο καρδιάς! <3
Να μας γράφεις πιό συχνά, παρακαλώ- ας είναι πικρόγλυκα!
ΑπάντησηΔιαγραφήhttps://www.youtube.com/watch?v=_5VBD8FNnjs
ΑπάντησηΔιαγραφήΕίμαι που είμαι λιγόλογη, με πνίγει κι ετούτος ο κόμπος στον λαιμό... Υπέροχα πικρό, υπέροχα γλυκό, απέραντα συγκινητικό.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤι ωραία το είπε η απο πάνω :Υπέροχα πικρό, υπέροχα γλυκό, απέραντα συγκινητικό.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜόνο εκείνες τις γωνίες δεν μπορώ να αποδεχτώ (κοιτώντας απ'έξω...) γιατί τους νοιώθω πάντα σμιλεμένους απ'τη ζωή και την σοφία σε βελούδινες στρογγυλάδες .
Και μόνο εκείνο τ'αγκάθι "Λες να τα καταφέρω να ’ρθω και το απόγεμα; " δεν γλυκαίνει κι ας το προσπάθησες εσύ .
Μας έχεις λείψει Υπατιούλα ,πολύ και βαθιά .
Όλα στον υπερθετικό Υπατία μου. Συγκίνηση κυρίως και ένας φόβος για τον γονιό, παππού πλέον αλλά και για το εκεί που είσαι θα 'ρθω, αν τα καταφέρω φυσικά.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜα είναι και αυτή η χαρά του ανταμώματος. Το κάλεσμα της συνεύρεσης με αυτό το υπέροχο κείμενο. Λείπεις, λείπουμε, κενό μεγάλο..