Η ζωή δεν μετριέται από τον αριθμό των αναπνοών μας, αλλά από τις στιγμές που μας έκοψαν την ανάσα (George Carlin)


Αγαπώ τη Θάλασσα

Αγαπώ τη Θάλασσα.
Γιατί ξεκινάει με το θήτα των θέλω μου. Γιατί είναι ανοιχτή σαν τα άλφα που την απλώνουν. Γιατί το λάμδα της καμπυλώνει τη γλώσσα μου σε κύμα που σπάει μαλακά στο φράγμα των δοντιών μου. Γιατί τα σίγμα της μου χαϊδεύουν τ’ αφτιά σαν το φλοίσβο της σ’ έρημη παραλία.

Δευτέρα 28 Δεκεμβρίου 2009

Frohe Weihnachten

Τα τελευταία 25 χρόνια είναι λίγες οι φορές που έστησε το χριστουγεννιάτικο δέντρο και διακόσμησε ανάλογα το σπίτι και την εξώπορτα. Αυτές οι τελευταίες μέρες του έτους είναι εξαιρετικά δύσκολες. Χωρίς να είναι ακριβώς δυσάρεστες, κουβαλούν μια βαθιά μελαγχολία. Συννεφιάζουν από τη δυσβάσταχτη απώλεια, τη βουρκωμένη “νοσταλγία του βάρους μιας ύπαρξης ζωντανής”.
Η αλήθεια είναι ότι αυτές τις μέρες η μητέρα της κάνει πιο επώδυνα αισθητή την απουσία της. Τα Χριστούγεννα είχαν για κείνη μια ιδιαίτερη βαρύτητα και κατάφερνε με μικρές κι ασήμαντες τελετουργίες να μεταδίδει την πηγαία χαρούμενη διάθεσή της σ’ όλη την οικογένεια. Έβαζε τα δυο παιδιά σ’ όλες τις διαδικασίες, είτε ήταν απλές είτε μπελαλίδικες, όπως τις έλεγε. Το καθάρισμα του σπιτιού, τα ψώνια, η ετοιμασία των γλυκών ή των έκτακτων φαγητών μετατρέπονταν σε ομαδική διασκέδαση. Το άγχος της έγκαιρης και σωστής προετοιμασίας γινόταν ενθουσιασμένη προσδοκία.
Την πρώτη μέρα των χριστουγεννιάτικων διακοπών ο πατέρας έβαζε τη σκάλα και κατέβαζε από το πατάρι το δέντρο και τις κούτες με τα στολίδια του, τις γιρλάντες και τη φάτνη. Η γιαγιά γύρναγε την πολυθρόνα της προς τη γωνιά που θα το στήνανε κι έπαιρνε τη θέση του επιθεωρητή, που μόνο μπράβο ήξερε να λέει. Καθώς η μητέρα της άνοιγε τις κούτες, εκείνη έβαζε στο πικάπ το δίσκο με τα χριστουγεννιάτικα τραγούδια από την παιδική χορωδία της Βιέννης (έναν από τους πρώτους δίσκους που αγόρασε με το παιδικό της χαρτζιλίκι). Την ώρα που η μητέρα της τακτοποιούσε τα κλαδιά του δέντρου σιγοτραγουδώντας σε μια σκληρή γλώσσα που στο στόμα της γινόταν σχεδόν μελωδική, εκείνη ξετύλιγε προσεκτικά ένα-ένα τα εύθραυστα πολύχρωμα στολίδια ανακαλύπτοντας κάθε φορά και κάποιο που δεν θυμόταν ότι το είχαν ή κάποιο που θυμόταν ακριβώς πότε και πώς ακριβώς το απέκτησαν. Σ’ αυτές τις στιγμές της διακοσμητικής προσήλωσης έβρισκε ευκαιρία ο μικρός της αδελφός ν’ αρπάξει την ασημένια κορφή του δέντρου και να τη μετατρέψει στο Excalibur της φαντασίας του. Ήταν το στολίδι που χρειάστηκε αρκετές φορές μέσα στα χρόνια να αντικατασταθεί.
Παρά τα στενόχωρα οικονομικά, τα δώρα αγοράζονταν και αμπαλάρονταν κρυφά. Από όλους για όλους, όλα με τις αγαπησιάρικες καρτούλες τους. Ακόμη κι ο Βενιαμίν της οικογένειας συμμετείχε αγοράζοντας και τυλίγοντας καραμέλες ή γλειφιτζούρια, για να έχει να βάλει κι αυτός κάτι κάτω από το δέντρο. Παράλληλα, επιδιδόταν σ’ ένα ιδιάζον κυνήγι του θησαυρού. Κάθε χρόνο προσπαθούσε ν’ ανακαλύψει πού στο καλό καταχὠνιαζαν οι γονείς τα δώρα, αφού κι εκείνοι από τη μεριά τους φρόντιζαν ν’ αλλάζουν διαρκώς κρυψώνα. Αν και όταν τα κατάφερνε, περνούσε κρυφές μαγεμένες ώρες κοιτώντας τα πακέτα και προσπαθώντας να μαντέψει ποιο προοριζόταν για κείνον και τι άραγε να περιείχε. Ωστόσο, το περιτύλιγμα δεν το άγγιζε.
Σ’ αυτό κρυφό —κοινό μυστικό— παιχνίδι δεν συμμετείχε εκείνη, δίνοντας τάχα ως μεγαλύτερη αδελφή το καλό παράδειγμα. Στην πραγματικότητα, απολάμβανε να επιμηκύνει την ένταση της προσμονής. Προτιμούσε το ταξίδι από την ίδια την Ιθάκη, κι ας μην είχε ακόμα διαβάσει Καβάφη. Γι’ αυτό και όταν ερχόταν η ώρα, άνοιγε με αργές, εκνευριστικά αργές κινήσεις το πακέτο της. Και, ενώ οι άλλοι σχολίαζαν την ψυχραιμία ή και την αδιαφορία της, εκείνη γευόταν ένα-ένα τα συναισθήματά της, μέχρι την πλήρη αποκάλυψη του δώρου της. Οι εκφράσεις στα πρόσωπά τους γίνονταν ο καθρέφτης της ψυχής τους στην ψυχή της.
Το πιο εκφραστικό πρόσωπο ήταν αυτό της μητέρας της. Τα μητρικά μάτια που μεγάλωναν με παιδική περιέργεια, που μισόκλειναν σε διαγνωστικές προσπάθειες, που λάμπανε νικητήρια στην επιτυχία του δώρου, που μέλωναν στις παιδικές αγκαλιές. Τα μάτια που πολλαπλασίαζαν τη δική της χαρά, όταν τα κοιτούσε.
Εκείνη μεγάλωσε. Ο αδελφός της μεγάλωσε κι αυτός. Δεν τους πέρασε όμως ποτέ από το μυαλό να λείψουν από την οικογενειακή χριστουγεννιάτικη ιεροτελεστία. Τους ήταν αδιανόητο. Δεν ένιωθαν αλλιώς τα Χριστούγεννα.
Ένα χαμόγελο και η μητρική αγκαλιά ήταν μέχρι πριν από 25 χρόνια τα Χριστούγεννα.
Τώρα ο αδελφός της με τη γυναίκα του στήνουν το ανάλογο τελετουργικό στη δική τους οικογένεια. Τώρα εκείνη ντρέπεται για το δέντρο στο πατάρι και το χαλασμένο πικάπ, μόνον όταν τ’ ανίψια της απορημένα τη ρωτάνε γιατί δεν στόλισε κι εκείνη το σπίτι της. Τώρα σιγομουρμουρίζει εκείνη, με άλλο νόημα πια, το Stille Nacht.

3 σχόλια:

  1. Ανείπωτη συγκίνηση μου προκάλεσες.

    Προσπαθώντας να την απαλύνω, ρωτώ: τα γερμανικά χαρακτήρισες "σκληρή γλώσσα"; Λοιπόν, εμένα παιδιόθεν μου άρεσαν κι ας μην είναι "ευάερη" κι "ευήλια" γλώσσα. Από το δημοτικό κιόλας είχα βρει μια μέθοδο εκμάθησης άνευ διδασκάλου και πάλευα να μάθω. Κι η χαρά μου ήταν μεγάλη όταν σε ηλικία πια 18 χρονών στο Goethe Institut άρχισα κανονικά μαθήματα κι έφτασα ως το κατώφλι του πτυχίου (που δεν πέρασα τελικά λόγω επαγγελματικών υποχρεώσεων).

    Γιατί τα είπα αυτά; Μα με παρέσυρε η "εξομολόγησή" σου.

    Χρόνια Πολλά και Καλά σου εύχομαι και μην αφήνεις το δέντρο να σκονίζεται στο πατάρι. Στόλισέ το για το πιτσιρίκι εκείνο που πια μεγάλωσε. ;-)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. 1OO ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ!!!!!!

    Να τις χιλιάσεις, και να είσαι καλά, και να μην στενοχωριέσαι, και να ελπίζεις, και να μην πάψεις να πιστεύεις, και να στολίσεις, το δένδρο και τη ζωή σου, και να παίρνεις, και αν δεν παίρνεις, να δίνεις, και να γράφεις και εδώ γιατί υπάρχουν άνθρωποι που ακούν και κυρίως, να μην νιώθεις μόνη γιατί υπάρχουν πολλοί εκεί έξω που σε περιμένουν.
    Να είσαι καλά :))

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Οι συνθήκες της ζωής μου μού επιτρέπουν να συναισθάνομαι τι σημαίνει η μητέρα στο σπίτι, ακόμα κι όταν τη βλέπω να φθίνει και την ακούω να μου λέει:"Το τρένο ακολουθεί τον δρόμο του...".
    ΦαΠα

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...