Η ζωή δεν μετριέται από τον αριθμό των αναπνοών μας, αλλά από τις στιγμές που μας έκοψαν την ανάσα (George Carlin)


Αγαπώ τη Θάλασσα

Αγαπώ τη Θάλασσα.
Γιατί ξεκινάει με το θήτα των θέλω μου. Γιατί είναι ανοιχτή σαν τα άλφα που την απλώνουν. Γιατί το λάμδα της καμπυλώνει τη γλώσσα μου σε κύμα που σπάει μαλακά στο φράγμα των δοντιών μου. Γιατί τα σίγμα της μου χαϊδεύουν τ’ αφτιά σαν το φλοίσβο της σ’ έρημη παραλία.

Σάββατο 17 Σεπτεμβρίου 2011

Αλλαγή σχολικού περιβάλλοντος


Δυο βδομάδες στο καινούργιο σχολείο.
Στο παλιό δεν τόλμησα ακόμα να πάω. Δεν ξέρω κιόλας αν μπορώ, αν είμαι έτοιμη να το αντέξω. Δεκάξι χρόνια είναι αυτά. Η μισή μου επαγγελματική ζωή —η καριέρα δεν ταιριάζει ως όρος στους εκπαιδευτικούς. Δεκάξι χρόνια με μια μικρή σταθερή ομάδα ανθρώπων με αρκετές παραλλαγές κι άλλες τόσες αυξομειώσεις. Με συναδέλφους, που έγιναν σύντροφοι σ’ έναν αγώνα κοινό, με γέλιο και θυμούς, με πειράγματα και κατεβασμένα μούτρα, μια παρέα με τις συχνές διαφωνίες της και τη σταθερή αλληλεγγύη της. Δεκάξι χρόνια να υποδέχομαι κάθε Σεπτέμβρη και μια φρέσκια φουρνιά νέων παιδιών και να παρακολουθώ για μια τριετία τις προσπάθειες και τις επιτυχίες τους, τις ελπίδες και τις απογοητεύσεις τους, τα προβλήματα και τις τρέλες τους. Να παρακολουθώ τα μάτια τους, τη ζωή τους, την ψυχή τους…
Και τώρα… σε καινούργιο σχολείο. Το πρώτο δεκαήμερο κυλάει μόνο με τους συναδέλφους. Βλέμματα σύντομα και σταθερά, διερευνητικά. Οι αρχικές μικρές αναγνωριστικές φράσεις σιγά-σιγά πλαταίνουν, ανοίγονται προς τη γνωριμιά. Η αυθόρμητα ευγενική υποδοχή με αποσπά από την απομόνωση του νέου προσώπου. Διακρίνω κι εδώ λίγο-λίγο την όρεξη για δουλειά, την αγάπη για τα παιδιά —για το κάθε παιδί ξεχωριστά—, το μεράκι του δασκάλου. Εκπλήσσομαι με το πόσο γρήγορα αισθάνομαι οικείο το περιβάλλον. Βοηθάει σημαντικά και η ανταλλαγή των πρώτων πειραγμάτων. Εδώ είμαστε, λοιπόν. Αίσιοι οι οιωνοί.
Και με τα παιδιά; Τι γίνεται με τα παιδιά σ’ αυτή την περιοχή; Οι συνάδελφοι με καθησυχάζουν, αλλά εξακολουθώ να νιώθω όπως τότε που ως μαθήτρια άλλαξα σχολείο κι έπρεπε ν’ αντιμετωπίσω τους καινούργιους μου δασκάλους χωρίς την παρήγορη στήριξη των φίλων μου. Στον αγιασμό τα πρωτοσυναντώ. Είναι όμως υπερδιπλάσια σε πληθυσμό από το προηγούμενο σχολείο και δυσκολεύομαι να ξεδιαλύνω μέσα στη βοή του πλήθους τα μηνύματα που μ’ ενδιαφέρουν.
Πρώτη μέρα στην τάξη, με τα παιδιά της θεωρητικής κατεύθυνσης της Β΄ Λυκείου. Η στιγμή των πρώτων εντυπώσεων. Αφήνω τις σημειώσεις μου στην έδρα και συστήνομαι. Τριγυρνώ ανάμεσα στα θρανία και τα ενημερώνω γι’ αυτά που θα προσπαθήσουμε μαζί να κάνουμε. Επιστρέφω στην έδρα, τα κοιτώ και συναντώ γνώριμα βλέμματα. Βλέμματα ανήσυχα, ζωηρά. Βλέμματα επιφυλακτικά και μαζεμένα. Βλέμματα γεμάτα προσδοκία που με κόπο κρύβουν την αγωνία για τις απαιτήσεις της νέας χρονιάς. Βλέμματα που με την πρόκληση επιχειρούν να καλύψουν το σφίξιμο μπροστά στο καινούργιο άγνωστο πρόσωπο απέναντί τους. Εικόνα τόσο οικεία, σχεδόν αγαπημένη. Νιώθω τον σφιγμένο αυχένα μου να χαλαρώνει.
Ενώ μου αρέσει να βλέπω τα πρόσωπά τους, δεν θέλω να μείνω απέναντί τους. Κινούμαι και πάλι ανάμεσά τους. Ένα ανάλαφρο αστείο για μια ερωτηματική αντωνυμία που παραλίγο να καταλήξει ερωτική αντωνυμία σπάει τον πάγο. Ο ηλεκτρισμός της επιφύλαξης και της αναμέτρησης διαλύεται. Χέρια σηκωμένα, ερωτήσεις, σχόλια, διευκρινίσεις, απαντήσεις. Εξαιρετική η χημεία μας
Δεν κατάλαβα πώς πέρασε η ώρα… Δεν κατάλαβα πώς πέρασε η βδομάδα μέσα στην τάξη…
Καλή μας χρονιά!

Κυριακή 11 Σεπτεμβρίου 2011

Πού 'ν' το... Πού 'ν' το...

…το σχολικό εγχειρίδιο;
…το επαγγελματικό φωτοτυπικό μηχάνημα;
…το φωτοτυπικό χαρτί;
…το χρήμα στο ταμείο της Σχολικής Επιτροπής;
…η Σχολική Επιτροπή;
…το ολιγάριθμο σχολικό τμήμα;
…το σχολείο με τις επαρκείς αίθουσες;
…το σχολείο με το πλήρες εκπαιδευτικό, διοικητικό και βοηθητικό προσωπικό;
…το επαρκές εργαστήριο πληροφορικής για την «ερευνητική εργασία»;
…η σχολική βιβλιοθήκη;
…η πιλοτική δοκιμή των αλλαγών στο «Νέο Λύκειο» και η αντίστοιχη αξιολόγησή της;
…η έγκαιρη και πλήρης ενημέρωση των εκπαιδευτικών γι αυτές τις αλλαγές;
…η γενική εγκυκλοπαιδική και ακαδημαϊκή μόρφωση του «Γενικού» Λυκείου;
…το σχολείο του «πρώτα ο μαθητής»;
Πού είναι το ΦΙΛΟΤΙΜΟ;
Πού είναι η ουσιαστική ΕΥΘΙΞΙΑ;
Πού είναι η ΤΣΙΠΑ;
Όπως καταλάβατε, σταμάτησα να παίζω. Προσγειώθηκα —και περιμένω να υποδεχθώ τα παιδιά μου— στην απαράδεκτα αλλοπρόσαλλη πραγματικότητα της νέας σχολικής χρονιάς.
Προφανώς περνάμε μια εξαιρετικά δύσκολη περίοδο. Προφανώς πρέπει να περιοριστούν οι σπατάλες. Μου το σφύριξε το πορτοφόλι μου, όταν μου απαγόρευσε να πάω διακοπές, υπενθυμίζοντάς μου ότι κάποιοι συμπολίτες μου δυσκολεύονται να ντύσουν τα παιδιά τους και να γεμίσουν τα πιάτα στο τραπέζι τους.
Αλλά, από το σημείο αυτό μέχρι την κατάντια να εξανεμίζονται τα ελάχιστα εκπαιδευτικά μέσα που είχε στη διάθεσή του ο Έλληνας παιδαγωγός, η απόσταση είναι μεγάλη. Η επιστροφή στη δεκαετία του ’50 δεν είναι μόνο δυσάρεστη ή και οδυνηρή· είναι κυρίως αντιπαραγωγική και αντιαναπτυξιακή, για να μιλήσω με τους «αγοραίους» όρους της αγοράς. Με ποια προσόντα αυτά τα παιδιά, τελειώνοντας το σχολείο, θα αντιμετωπίσουν τα νέα, τόσο ανταγωνιστικά, δεδομένα;
Θα μου πείτε ότι κάποια —ελάχιστα— θα τα καταφέρουν μέσω του ιδιωτικού δρόμου χάρη στην οικονομική ισχύ των γονιών τους. Ναι, αλλά οι εξαιρέσεις δεν ορίζουν το σύνολο. Τα λιγοστά αυτά παιδιά δεν θα χαρακτηρίσουν το σύνολο της γενιάς τους. Και είναι αυτό ακριβώς το σύνολο των νέων ανθρώπων που θα κληθεί να σηκώσει την πατρίδα μας από τα Τάρταρα όπου τη ρίξαμε.
Με ρωτούσε φίλος καλός σε προηγούμενο σχόλιό του ποιες είναι οι προτεραιότητες σε περιόδους κρίσης. Μήπως κυριαρχούν τα βασικά ένστικτα, π.χ. της επιβίωσης, έναντι της παιδείας και του πολιτισμού;
Η απάντησή μου είναι ότι στο άτομο είναι αναμενόμενο να κυριαρχήσουν τα βασικά ένστικτα. Του το επιβάλλει η φύση. Η κοινωνία όμως λειτουργεί —ή δεν λειτουργεί— με διαφορετικούς νόμους. Νόμους, γραπτούς ή άγραφους, που στόχο έχουν τη δημιουργία και τη στήριξη των συνεκτικών δεσμών μεταξύ των μελών της. Η παιδεία και ο πολιτισμός, ενώ στο ατομικό βλέμμα φαντάζουν πολυτέλεια, για την κοινωνία αποτελούν ζωτικούς φορείς της συνοχής της. Και κοινωνία χωρίς συνοχή παύει εξ ορισμού να είναι κοινωνία. Διαλύεται, σβήνει, πεθαίνει. Για το κοινωνικό σύνολο επομένως είναι ζήτημα επιβίωσής της η μέριμνα για την παιδεία και τον πολιτισμό, όσο και η μέριμνα για την υγεία των μελών της. Όποιος το αγνοεί αυτό, αντιμάχεται τα «βασικά ένστικτα» της κοινωνίας!
Καταλήγω λοιπόν σ’ ένα τελευταίο ερώτημα:
Πού είναι η γνήσια ΦΙΛΟΠΑΤΡΙΑ;
Update: Με μια συμπλήρωση που μου θύμισε η Margo

Σάββατο 3 Σεπτεμβρίου 2011

Παίζουμε κι άλλο;

Τα «γκαζάκια», που μου θύμισε η Καρυάτιδα στην προηγούμενη ανάρτηση, φαντάζομαι ότι στα σημερινά παιδιά θα προκαλούσαν μάλλον «εκρηκτικούς» συνειρμούς! Όμως ήταν ένα αγαπημένο παιχνίδι στην εποχή μου, αγορίστικο μεν, που δεν απέκλειε όμως και τα λιγοστά κορίτσια που δεν συγκινούνταν μόνο από τις κούκλες. Ήταν αυτά τα γυάλινα σφαιρίδια που αιχμαλώτιζαν στο κέντρο τους τα, μαγικά στα παιδικά μάτια, χρώματα. Στην Αίγυπτο τα λέγαμε μπίλιες, ενώ στα πολύ παλιά παιδικά βιβλία ονομάζονταν βώλοι —από την αρχαία ονομασία τους «βύλοι». Τότε εμφανίζονταν σε τρία κυρίως μεγέθη, αν και το μικρότερο απ’ αυτά το περιφρονούσαν τα μεγάλα παιδιά. Η φίλη μας ιστορικός θυμήθηκε το παιχνίδι με το «γαλατά», τον «μπάζο» και τον «παράμπαζο», όπου στήναμε εναλλάξ τις μπίλιες του ο κάθε παίκτης και, σημαδεύοντας από ικανή απόσταση τον «μπάζο» (την πρώτη), κερδίζαμε όσες μπίλιες αντιπάλων βρίσκονταν δεξιά απ’ αυτήν που πετυχαίναμε. Στο παιχνίδι αυτό η ρίψη του «γαλατά», με τον οποίο σημαδεύαμε, δεν υπάκουε σε συγκεκριμένους κανόνες. Το αντίθετο συνέβαινε στο «τρίγωνο», από το οποίο δυστυχώς δεν θυμάμαι παρά μόνο ότι οι παίκτες έστηναν τρεις μπίλιες έτσι που να σχηματίζουν ένα ισόπλευρο τρίγωνο και ότι ήταν υποχρεωμένοι να σημαδεύουν κρατώντας την μπίλια τους με τον λυγισμένο δείκτη και εκτοξεύοντάς την με τον αντίχειρα. Η κίνηση αυτή έδινε δύναμη στη ρίψη, αλλά απαιτούσε τεχνική για μικρές, κοντινές ρίψεις. Ίσως γι’ αυτό και να μην ήταν τόσο δημοφιλές. Επιπλέον δεν απέφερε και τα λάφυρα του προηγούμενου παιχνιδιού!
Update: Από συνομήλικο γκαζό-φιλο ξάδελφο για τον «γαλατά»
Λέγαμε αυτή την μπίλια έτσι γιατί ήταν λευκή. Συνήθως την κατασκευάζαμε μόνοι μας από στόκο που τον αφήναμε να ξεραθεί, αφού είχαμε κάνει την σφαιρική του επιφάνεια όσο το δυνατόν πιο λεία. Ήταν πολύ πιο μεγάλη από τις άλλες και γι’ αυτό ήταν δύσκολη η κατασκευή της. Μετά από το ’66-’67 πουλούσαν τέτοιες μπίλιες, βιομηχανοποιημένες πια, τα διάφορα ψιλικατζίδικα στις γειτονιές.
Οι «γαλατάδες» λόγω κατασκευής ήταν αρκετά βαρείς και εκεί οφειλόταν και η ακρίβεια στόχευσης. Είχαν καλύτερο πιάσιμο στο χέρι και με την ορμή (μάζα x επιτάχυνση) είχαν σχεδόν πάντα το αποτέλεσμα που θέλαμε. Γι’ αυτό και όταν παίζαμε ή θα είχαμε όλοι γαλατάδες ή κοινές γκαζές. Αυτό βέβαια το καταλάβαμε, αφού χάσαμε πολλά γκαζάκια από τους «έξυπνους»!
Μπίλιες ή "γκαζάκια"
Εξίσου αγαπημένα παιχνίδια ήταν η σβούρα και το γιογιό. Θα μου πείτε ότι αυτά είναι μάλλον μοναχικά παιχνίδια και θα συμφωνήσω. Όμως απαιτούσαν δεξιοτεχνία, γιατί δεν είχαν βέβαια τη σημερινή μορφή τους. Οι μεν σβούρες έπρεπε να τεθούν σε κίνηση από το παιδί με ένα σπάγκο που τυλιγόταν με πολλή προσοχή γύρω της, το δε γιογιό δεν λειτουργούσε με λάστιχο όπως τώρα, αλλά με σπάγκο κι αυτό. Παίζοντάς τα λοιπόν τα παιδιά, όχι μόνον εξασκούσαν τον έλεγχο και το συντονισμό λεπτών κινήσεων, αλλά και εφάρμοζαν βιωματικά μερικούς απλούς νόμους της φυσικής (ας αναφέρουμε μόνο τους σχετικούς με το κέντρο βάρους και τη βαρύτητα, την περιστροφική κίνηση και την αδράνεια).
Σβούρες και γιογιό
Το γιογιό μάλιστα φαίνεται πως ήταν γνωστό ήδη από την αρχαιότητα, όπως άλλωστε και τα πεντόβολα (τα «πεντάλιθα»), οι μαριονέτες (οι «πλαγγόνες»), αλλά και πολλά άλλα.
Γιογιό
Τα «εφτά παιχνίδια» ήταν ένα(!) παιχνίδι, που συνήθως προτιμούσαμε να το παίζουμε μόνοι μας, περιμένοντας και τα υπόλοιπα παιδιά να συγκεντρωθούν. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν μια μπάλα κι ένας τοίχος. Συνίστατο σε εφτά διαφορετικούς τρόπους χειρισμού και ρίψης της μπάλας, πράγμα που συντελούσε τα μέγιστα στην εξάσκηση των κινητικών μας δεξιοτήτων —εν αγνοία μας. Καταλαβαίνετε ότι, αν τα παιδιά ήταν παραπάνω από δύο, δεν υπήρχε σ’ αυτή την ηλικία η απαραίτητη υπομονή μέχρι να έρθει η σειρά του καθενός να παίξει.
Θα θυμίσω ακόμη τις άπειρες εκδοχές που είχε το «σκοινάκι» για τα κορίτσια, το «σκοινί» ή «τραβηχτό» (την αρχαία ελκυστίνδα ή σκαπέρδα), που προτιμούσαν τα αγόρια και όσα ζωηρά κορίτσια κέρδιζαν το δικαίωμα συμμετοχής, και βέβαια τα «αγάλματα», όπως συνηθίζαμε να λέμε τα «στρατιωτάκια ακούνητα, αμίλητα, αγέλαστα» και τα οποία είδα και τους γονείς και τους θείους μου να παίζουν!
Σκαπέρδα

Άφησα τελευταίο το «σπάσιμο». Όχι βέβαια για να σας «τη σπάσω»! Αλλά γιατί είναι ένα παιχνίδι που πολύ θα ήθελα να δω τους μεγάλους σήμερα να «παίζουν». Τα παιδιά, χωρισμένα σε δυο ομάδες, παρατάσσονταν τα μεν απέναντι στα δε σε αρκετή απόσταση. Κρατιόντουσαν σφιχτά από τα χέρια και προκαλούσαν έναν αντίπαλο κάθε φορά να επιχειρήσει, τρέχοντας με φόρα, να «σπάσει» αυτές τις σφιχτές λαβές. Αν το κατάφερνε, διάλεγε όποιον αιχμάλωτο ήθελε από τους δύο, των οποίων τα χέρια δεν μπόρεσαν να συγκρατήσουν την ορμή του. Αν όχι, έμενε αυτός ως αιχμάλωτος. Απαραίτητος λοιπόν ο προσεκτικός υπολογισμός για την εύρεση του αδύναμου κρίκου, η ταχύτητα και φυσικά η δύναμη. Δύναμη για το «σπάσιμο», αλλά και δύναμη για την άμυνα.

Αυτή τη δύναμη και το πείσμα των σφιχτοδεμένων, έστω και μελανιασμένων, παιδικών χεριών νοσταλγώ. Τα έχουμε ανάγκη κι ελπίζω να μην τα έχουμε σπαταλήσει…

Πηγές για τα αρχαία παιχνίδια και τις φωτογραφίες τους:
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...