Αρκετοί, πριν την ανάγνωση αυτού του σημειώματος, ίσως αναρωτηθούν γιατί έχει την ετικέτα «Παιδεία». Να θυμίσω όμως ότι το παιδί δεν έδωσε την ετυμολογική του ρίζα μόνο στην παιδεία αλλά και στο παιχνίδι. (Για το παίδεμα θα μιλήσουμε ίσως άλλη φορά!)
Το παιχνίδι λοιπόν πολύ νωρίς συνδέθηκε με την απόκτηση των πρώτων δεξιοτήτων, εμπειριών και γνώσεων του ανθρώπου. Εξάλλου και τα υπόλοιπα όντα της φύσης παίζοντας μαθαίνουν να εξασφαλίζουν την τροφή τους και να επιβιώνουν. Ο άνθρωπος με το παιχνίδι προετοιμάζεται για τη ζωή και τις απαιτήσεις της. Αναπτύσσει και καλλιεργεί σωματικές, ψυχικές, πνευματικές και κοινωνικές ικανότητες που θα αξιοποιήσει στη μετέπειτα πορεία του. Η παιδαγωγική σημασία του παιχνιδιού στα νεότερα χρόνια άρχισε δειλά-δειλά να διερευνάται και ν’ αναγνωρίζεται από το 18ο και το 19ο αιώνα. Να αναφέρω χαρακτηριστικά ότι θεωρήθηκε πολύ προχωρημένο για τα ελληνικά δεδομένα της εποχής το θέμα της διδακτορικής διατριβής του Γ. Βιζυηνού, που τυπώθηκε στη Λειψία: Das Kinderspiel in Bezug auf Psychologie und Paedagogik («Το παιδικό παιχνίδι υπό έποψη ψυχολογική και παιδαγωγική»).
Θα ήθελα να κάνω παρενθετικά και μια σύντομη παρατήρηση. Τα περισσότερα αθλήματα προέκυψαν ως εξέλιξη των πολεμικών δραστηριοτήτων του ανθρώπου σε καιρό ειρήνης, συντελώντας ταυτόχρονα στην ψυχική και σωματική του προετοιμασία για την πιθανή ενεργοποίησή τους σε μελλοντικές μάχες. Γι’ αυτό και ορθά ονομάζουμε τα μεν αθλήματα «αγωνίσματα», τις δε αθλητικές συναντήσεις «αγώνες» —που εμπεριέχουν και τον αγώνα και την αγωνία μιας μάχης. Είναι ευφημισμός, κατά κάποιο τρόπο, το να ονομάζει κανείς έναν ποδοσφαιρικό αγώνα «παιχνίδι», όπως δεν είναι ακριβής και η απόδοση των Ολυμπιακών αγώνων με το Olympic games ή το Jeux Olympiques!
Τα παιχνίδια, για τα οποία θέλω να μιλήσω, πρόσφεραν —και μπορούν να προσφέρουν ακόμη— την τόσο απαραίτητη για τα παιδιά σωματική κίνηση, όσο και τα στοιχεία της ευκινησίας, της ταχύτητας, της ανάπτυξης γρήγορων ανακλαστικών, της ομαδικότητας, της αλληλεγγύης και, βέβαια, της άμιλλας.
Υπήρξαν, φαίνεται, αρκετά παιχνίδια που αξιοποιούσαν το μαντίλι. Σ’ ένα από αυτά τα κοριτσάκια, καθισμένα κυκλικά καταγής με το πρόσωπο προς το κέντρο του κύκλου, έπρεπε να έχουν τον νου τους σ’ ένα κοριτσάκι που χοροπηδούσε γύρω-γύρω έξω από τον κύκλο, στις πλάτες τους. Αυτό το κοριτσάκι κρατούσε ένα μαντίλι, που έπρεπε να το αφήσει μυστικά πίσω από κάποιο από τα καθισμένα. Το καθισμένο, που έπαιρνε γρήγορα είδηση το μαντίλι πίσω του, έπρεπε να το πάρει, να σηκωθεί και να κυνηγήσει το όρθιο πριν εκείνο προλάβει να καθίσει στη θέση του. Δεν θυμάμαι ακριβώς όλους τους κανόνες αυτού του παιχνιδιού, που δεν το έπαιζα και πολύ, γιατί η παρέα μου ήταν τότε μεικτή και επιπλέον δεν πρόσφερε δράση και ένταση επαρκή να εκτονώσει τη ζωηράδα μας.
Εμείς προτιμούσαμε ένα άλλο παιχνίδι με μαντίλι. Χωριζόμασταν σε δυο ομάδες, παρατασσόμασταν η μία απέναντι στην άλλη σε αρκετή απόσταση και ορίζαμε κάποιον ουδέτερο να κρατάει το μαντίλι στη μέση αυτής της απόστασης. Αυτός ο ουδέτερος ήταν συνήθως ή κάποιος που αναγνώριζε τη βραδύτητά του ή κάποιος μεγάλος που δεν άντεχε άλλο τα επίμονα παρακάλια μας. Η κάθε ομάδα με μυστική συνεννόηση όριζε έναν αριθμό για κάθε μέλος της. Σκοπός του παιχνιδιού ήταν το κάθε παιδί, όταν άκουγε τον ουδέτερο να καλεί τον αριθμό του, να σπεύσει να πάρει το μαντίλι από το χέρι του και να το φέρει στην ομάδα του πριν ο αντίπαλος με τον αντίστοιχο αριθμό προλάβει να τον ακουμπήσει. Αν το κατάφερνε, το ηττημένο αντίπαλο παιδί έπρεπε να περάσει σ’ αυτή την ομάδα ως αιχμάλωτος και αντίστροφα. Μπορείτε να φανταστείτε πόσους κανόνες θεσπίζαμε ώστε να είναι δίκαιη η μοιρασιά όταν επέλεγε ο αρχηγός της κάθε ομάδας τα μέλη της. Γιατί η επιτυχία δεν εξαρτιόταν μόνο από την ταχύτητα. Μπορείτε επίσης να φανταστείτε με πόση εμβρίθεια γίνονταν οι μυστικές συσκέψεις για την ανάθεση των αριθμών, καθώς προσπαθούσαμε να μαντέψουμε ποιον αριθμό είχε ποιος από τους αντιπάλους!
![]() |
Το μαντίλι |
Στην Αλεξάνδρεια, εκείνο το μακρινό καιρό των παιδικών μου χρόνων τα «μήλα» δεν ήταν γνωστά. Εγώ τουλάχιστον τα γνώρισα και τα έπαιξα για πρώτη φορά εδώ, στην Ελλάδα. Το αντίστοιχο παιχνίδι, που συνάρπαζε όχι μόνο τα μικρά παιδιά αλλά μέχρι και τους μεγάλους εφήβους, ήταν το «γερμανικό». Παιζόταν με μεγάλη και βαριά μπάλα, ας πούμε ποδοσφαιρική. Τα παιδιά χωρίζονταν σε δυο ομάδες με μια γραμμή ανάμεσά τους. Κάθε ομάδα επέλεγε έναν παίκτη που έπαιρνε θέση πίσω από την αντίπαλη ομάδα, σε χώρο που οριζόταν κι αυτός με γραμμή. Και άρχιζαν οι ρίψεις και τα χτυπήματα. Η διαφορά αυτού του παιχνιδιού από τα «μήλα» ήταν ότι σ’ αυτό έριχναν τη μπάλα και χτυπούσαν όλοι οι παίκτες όλους τους αντιπάλους, εκτός βέβαια από τους δύο μοναχικούς. Αν θυμηθείτε πώς ήταν κατασκευασμένες οι μπάλες του ποδοσφαίρου στις αρχές της δεκαετίας του ’60, μπορείτε να καταλάβετε τα «παράσημα» από γρατζουνιές και μελανιές που κουβαλούσαμε με καμάρι μετά από κάθε συνάντηση. Μπορείτε επίσης να κατανοήσετε πόσο εύκολα μας έπαιρνε ο ύπνος, όταν οι γονείς μας κατάφερναν να μας μαζέψουν για το σπίτι!
![]() |
Το γερμανικό |
Κανονικά αυτή η ανάρτηση έπρεπε να γίνει στην αρχή του καλοκαιριού ή ακόμη και την άνοιξη, για να έχει κάποια στοιχειώδη επικαιρότητα. Αλλά… τέλος πάντων. Ξεμύτισε τώρα ένα ξωτικό και μου γαργάλησε τα χέρια. Μπορούσα ν’ αντισταθώ; Μπορούσα; Ε;