Βγήκα από το σπίτι μου σε μια κυριακάτικη ηλιόλουστη Αθήνα. Προχωρημένο πρωινό, κοντά μεσημέρι. Η κίνηση στους δρόμους ήρεμη και το μόνο ασυνήθιστο είναι η αυξημένη, για Κυριακή, συχνότητα εμφάνισης των μαζικών μέσων μεταφοράς. Οι άνθρωποι μοιάζουν να κάνουν τη βόλτα τους ανέμελα σπρώχνοντας τα καροτσάκια των μωρών ή κρατώντας χαλαρά από το χέρι τα νήπια. Συναντώ και αρκετούς ηλικιωμένους, που συνήθως τέτοια ώρα ή έχουν ήδη πιάσει θέση στα λιγοστά παραδοσιακά καφενεία ή έχουν επιστρέψει σπίτι τους μετά τον εκκλησιασμό. Το βλέμμα μου συλλαμβάνει και αρκετούς νεώτερους, που κανονικά θα βρίσκονταν ακόμη στο κρεβάτι τους μετά το ξενύχτι του Σαββατόβραδου ή θα είχαν ήδη απομακρυνθεί από το άστυ σε μια σύντομη απόδραση.
Μερικοί προσπαθούν να ισορροπήσουν στη μασχάλη τις πολυσέλιδες εφημερίδες με όλες τις προσφορές τους. Ό,τι δεν προλαβαίνουν μέσα στη βδομάδα να διαβάσουν, θα το ξεφυλλίσουν σήμερα. Γι’ αυτό άλλωστε και τα κυριακάτικα φύλλα έχουν αλλάξει πια σε ποσότητα και ποιότητα. Προσφέρουν κυρίως μια συνοπτική παρουσίαση των ειδήσεων ολόκληρης της εβδομάδας και είναι λίγες οι περιπτώσεις που περιέχουν και φρέσκο υλικό. Αναμασούν τετριμμένες αναλύσεις, τα άρθρα θέσεων σπανίζουν και καλύπτουν το κενό του υποβαθμισμένου λόγου τους με πολλές, περιττές πολλές φορές, φωτογραφίες σαν να πρόκειται για εικονογραφημένα περιοδικά. Την κατάσταση προσπαθούν να σώσουν τα ένθετα, κυρίως αυτά που ασχολούνται με τα «πολιτιστικά» –όρος όμως που το περιεχόμενό του έχει αποκτήσει την ιδιότητα του λάστιχου για να χωρέσει όλα τα γούστα. Κάποτε οι εφημερίδες ήταν δημοσιογραφικές. Τώρα πια δεν είναι. Θα πρέπει να τους βρούμε καινούργιο όνομα.
Έλεγα λοιπόν ότι βγήκα από το σπίτι μου αυτό το ήρεμο κυριακάτικο πρωινό. Για να ψηφίσω, φυσικά. Τίποτε όμως στην ατμόσφαιρα της γειτονιάς μου δεν μύριζε εκλογές. Και μάλιστα, βουλευτικές εκλογές. Λείπουν οι ήχοι των φωνών που συζητούν, διαφωνούν, διεκδικούν, συγκρούονται, πειράζουν ή κοροϊδεύουν. Λείπουν βέβαια και τα ανέκδοτα, ευρηματικά ή μη. Λείπουν τα χρώματα των κομμάτων και οι εικόνες των ταμπλό και των εκλογικών περιπτέρων σε κάθε πλατεία της πόλης. Λείπει εκείνος ο χαρακτηριστικός μικρός ή μεγάλος ηλεκτρισμός, η φανερή ή υποδόρια ένταση. Λείπει αυτό το κατιτίς που δεν μπορώ να προσδιορίσω.
Από την άλλη μεριά, σκέφτομαι ότι η γειτονιά μου φιλοξενεί πάρα πολλούς μετανάστες και η όλη διαδικασία τούς αφήνει απέξω, όσο και αν το αποτέλεσμα των εκλογών επηρεάζει άμεσα και τη δική τους ζωή.
Λες σε άλλες γειτονιές να είναι αλλιώς τα πράγματα; Πολύ αμφιβάλλω. Μου ήταν ιδιαίτερα αισθητή και στις υπόλοιπες συναναστροφές μου αυτή η πλαδαρότητα, η αδιαφορία, η αποστασιοποίηση, ακόμη και η αποστροφή ως αντιμετώπιση της εκλογικής διαδικασίας. Νομίζω ότι αυτό είναι αποτέλεσμα μιας συνεχούς και συνεπούς υπόγειας διεργασίας που εξελίσσεται την τελευταία εικοσαετία και που προσπαθεί να πείσει τους πολίτες για το περιττό και το μάταιο της ελάχιστης, έστω, συμμετοχής δια της ψήφου στα κοινά. Είναι προφανές ότι καθόλου δεν με είλκυαν οι φανατισμένες κομματικές συγκρούσεις του άλλοτε. Νοσταλγώ όμως τις παθιασμένες αντιπαραθέσεις ανθρώπων που είχαν πολιτική ιδεολογία και πίστευαν στις προοπτικές της.
Η κοινωνία των πολιτών, που πολλοί ευαγγελίζονται, υπονομεύεται σταθερά από τη μεγαλύτερη μερίδα του πολιτικού κόσμου και υποσκάπτεται έντεχνα από τον κυρίαρχο δημόσιο λόγο που αρθρώνεται στις μέρες μας. Μας μετατρέπουν σιγά-σιγά από πολίτες που συμμετέχουν και δρουν σε υπηκόους που παρακολουθούν και υφίστανται.
Αυτός είναι ο μεγαλύτερος φόβος μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου