Πρωινό Παρασκευής, στα μέσα του τρελά αποσυντονισμένου Οκτώβρη, που μέχρι προχτές φορούσε τα κλεμμένα ρούχα και το λιόφωτο στεφάνι του Ιούνη. Άλλα έλεγε το ημερολόγιο και άλλα η ατμόσφαιρα. Σήμερα όμως είναι αλλιώς. Σαν να κοίταξε ξαφνικά το ρολόι του ο καιρός και να κατάλαβε ότι άργησε. Η αλλαγή, αν και προεγνωσμένη από τους μετεωρολόγους, είναι εντυπωσιακή.
Έξω από τα σκονισμένα σχολικά παράθυρα με τις τραβηγμένες, χωρίς την απειλή του ήλιου, κουρτίνες ο κόσμος σκοτείνιασε από έναν ουρανό που έσκυψε συνοφρυωμένος πάνω από την πόλη. Τα μαύρα σύννεφα πλάκωσαν τη σπάνια για αστικό σχολικό κτήριο ανοιχτή θέα κι έμοιαζαν να θέλουν να εισβάλουν μέσα στις αίθουσες.
Όταν ξέσπασε το ακατάσχετο κλάμα τους, τα εφηβικά βλέμματα, ένα-ένα, άρχισαν κι αυτά να ξεστρατίζουν. Στην αρχή με σύντομες, φευγαλέες ματιές ξεκολλούσαν από τον πίνακα, από τ’ ανοιχτά βιβλία και τα τετράδια, από το πρόσωπο της καθηγήτριας, για να ξεκλέψουν στιγμιότυπα της πρώτης δυνατής, πραγματικά φθινοπωρινής, μπόρας. Το νερό της βροχής ξέπλυνε με λεπτές κλωστές τη σκόνη και γρήγορα τις μετέτρεψε σε καραβόσκοινα που μαστίγωναν την αυλή, το στέγαστρο των κερκίδων, τις μπασκέτες και τα λιγοστά δέντρα.
Τώρα πια μέσα στη σχολική αίθουσα αποξεχάστηκαν εντελώς τα μητρικά αμαρτήματα και τα παιδικά παράπονα του παραμελημένου Βιζυηνού. Τα εφηβικά μάτια απέμειναν να κοιτούν τον έξω κόσμο βυθισμένα σε βαθιά ρέμβη. Με μια ασυνείδητα κατακτημένη ελευθερία. Σε μια σιωπή εκ των έσω και, ταυτόχρονα, εσωστρεφή. Δεν υπήρχε καμιά απολύτως πρόκληση ή αναίδεια ή ανία. Μόνο ένας συγχρονισμένος ομαδικός και κατά μόνας ρεμβασμός, σεβαστικός και σεβαστός συνάμα.
Η καθηγήτρια έριξε κι εκείνη μια ματιά έξω. Και κατάλαβε. Κατάλαβε πολύ καλά. Ωστόσο εκείνη τη γοήτευσαν περισσότερο αυτά τα νεανικά βλέμματα που δραπέτευαν από τα κλειστά παράθυρα με διακριτική αποφασιστικότητα και ακουμπούσαν πάνω στο νερό μαλακά –ακόμα και στοχαστικά, θα μπορούσε να πει– τη δικιά τους υγρασία. Διάβασε στους ανάλαφρους κυματισμούς τη μελαγχολία της οριστικής αποδοχής ότι το καλοκαίρι και τ’ αστεία του έφυγαν πια. Διάβασε τη μελαγχολία της συννεφιάς που απάγει το γαλανό φως. Διάβασε τη μελαγχολία του κλεισμένου μέσα που κοιτάει με νοσταλγία το έξω. Διάβασε τη μελαγχολία του θέλω που υποκύπτει στο πρέπει. Διάβασε τη νοτισμένη λέξη του τέλους.
Διάβασε... Εξάλλου, μάθημα λογοτεχνίας είχε.
Με την σκέψη μεταφέρθηκα στην αίθουσά σου, δυό χρόνια πριν, να μοιραστώ την "ασυνείδητα κατακτημένη ελευθερία"...
ΑπάντησηΔιαγραφήΤη μοιράστηκες με τα παιδιά μου κι εγώ απόλαυσα τη γλύκα της!
ΑπάντησηΔιαγραφήΧάρηκα για την επίσκεψή σου κι ευχαριστώ!