Πολύ συχνά αισθανόμαστε οχληρή αμηχανία ή ακόμα και αναίτια ενοχή, όταν κάποιες στιγμές μεταξύ των ανθρώπων που βρίσκονται μαζί μας σ’ ένα χώρο κυριαρχεί η σιωπή. Αρχίζει τότε μια πανικόβλητη αναζήτηση ενός κοινού τόπου, ενός θέματος για συζήτηση, θαρρείς κι αυτή η σιωπή μειώνει ακόμα περισσότερο τη θερμοκρασία στην παγωμένη ατμόσφαιρα. Ο καιρός ή τα ανέκδοτα είναι συνήθως η κατάληξη σε τέτοιου είδους απεγνωσμένες απόπειρες.
Εξίσου συχνή είναι και η εμπειρία ανάλογων δυσάρεστων συναισθημάτων, όταν πάλι άνθρωποι στενά συνδεδεμένοι μεταξύ τους που βρίσκονται στον ίδιο χώρο μαζί μας αρχίζουν να καβγαδίζουν με έντονο ύφος. Άλλοτε μας δημιουργούν την ανάγκη να παρέμβουμε ως διαιτητές με κίνδυνο να παρεξηγηθούμε κι από τις δύο αντιμαχόμενες πλευρές και άλλοτε να καταφύγουμε σε αυτοεξευτελιστικές συμπεριφορές του είδους «δεν ξέρω, δεν καταλαβαίνω τίποτε», «σφυρίζω αδιάφορα», «άλλα λόγια, ν’ αγαπιόμαστε».
Και οι δύο αυτές καταστάσεις είναι εξαιρετικά δυσάρεστες. Θεωρούμε ότι πηγάζουν είτε από απλή αδιαφορία είτε από αγένεια είτε από βαθύτατη περιφρόνηση αυτών των ανθρώπων για τις συνέπειες που προκαλεί στους τρίτους η συμπεριφορά τους. Γι’ αυτό, πολλές φορές αποφεύγουμε το συγχρωτισμό με τα άτομα που υποβάλλουν σε τέτοιου είδους ταλαιπωρία την ψυχική μας γαλήνη, αν όχι και τις αντοχές μας.
Από την άλλη μεριά, υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι γύρω μας –πολύ λίγοι αυτοί–, μπροστά στους οποίους δεν λογοκρίνουμε το θυμό μας ούτε αποφεύγουμε ενώπιόν τους να συγκρουστούμε με τους δικούς μας. Νιώθουμε ότι η γνώμη τους και τα συναισθήματά τους για μας και τα δικά μας πρόσωπα δεν θα επηρεαστούν, γιατί θεωρούμε ότι μας ξέρουν ήδη καλά κι έχουν κάνει τις επιλογές τους. Δεν θα χρειαστεί κάποια διαδικασία αποκατάστασης, αφού δεν διαταράσσεται καθόλου η ισορροπία των σχέσεων.
Με τον ίδιο τρόπο, υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι, εξίσου λίγοι, που μαζί τους η σιωπή δεν γίνεται καθόλου ενοχλητική. Μοιάζει να συνεχίζει άηχα και εξίσου αποτελεσματικά μιαν ήδη αρχινισμένη συζήτηση. Παίρνει τη μορφή ενός ιδιότυπου σεβασμού στην ελευθερία του άλλου ν’ αποσυρθεί για λίγο από το διάλογο καταφεύγοντας στον εαυτό του και τις εσωτερικές του διεργασίες. Και δεν προκύπτει καμία ανάγκη να διατυπωθεί δικαιολογία ή απολογία για τη σιωπή αυτή.
Αν μπορούμε επομένως να διακρίνουμε τις δύο πρώτες απωθητικές καταστάσεις από τις θετικές τους εκδοχές με κριτήριο το πόση ενόχληση μπορεί να προκαλέσει μια σιωπή ή μια σύγκρουση, τότε έχουμε στη διάθεσή μας δυο αρκετά αξιόπιστους μετρητές οικειότητας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου