Η ζωή δεν μετριέται από τον αριθμό των αναπνοών μας, αλλά από τις στιγμές που μας έκοψαν την ανάσα (George Carlin)


Αγαπώ τη Θάλασσα

Αγαπώ τη Θάλασσα.
Γιατί ξεκινάει με το θήτα των θέλω μου. Γιατί είναι ανοιχτή σαν τα άλφα που την απλώνουν. Γιατί το λάμδα της καμπυλώνει τη γλώσσα μου σε κύμα που σπάει μαλακά στο φράγμα των δοντιών μου. Γιατί τα σίγμα της μου χαϊδεύουν τ’ αφτιά σαν το φλοίσβο της σ’ έρημη παραλία.

Δευτέρα 18 Σεπτεμβρίου 2023

Πράσινες μπάλες

Όταν ήμουν πολύ μικρή, πολύ πριν γεννηθεί ο αδελφός μου και πριν πάω στο νηπιαγωγείο, η μητέρα μου με πήγαινε κάποια πρωινά στα μπαξεδάκια. Έτσι λέγαμε τότε ένα μικρό πάρκο πολύ κοντά στο σπίτι μας στην Αλεξάνδρεια. Μη φανταστείτε κανένα πάρκο  ή καμιά παιδική χαρά του σήμερα. Είχε όμως μπόλικο πράσινο και χάριζε πολύτιμη δροσιά τα πρωινά και τα απογεύματα. Στα χωμάτινα δρομάκια του μπορούσα να τρέξω και να παίξω μπάλα χωρίς να ενοχλώ και με την ασφάλεια που μου χάριζε η μητρική παρουσία.
Εκείνη την ημέρα είχα φτάσει πανευτυχής κρατώντας σφιχτά στην αγκαλιά μου την καινούργια μου μπάλα. Μου την είχε φέρει την παραμονή ο πατέρας μου. Ήταν λίγο πιο μεγάλη από τις δυο παλάμες μου, μέγεθος πολύ βολικό για μένα που το ποδόσφαιρο είχα στο μυαλό μου. Αδημονούσα να έρθει επιτέλους η φίλη της μητέρας μου με τον γιο της. Θα του έδειχνα την καινούργια πράσινη μπάλα μου και θα παίζαμε μέχρι να  ’ρθει το μεσημέρι. Ας ακριβολογήσω. Η μπάλα ήταν μεν πράσινη, αλλά τη στόλιζαν ελικοειδή σκουροκόκκινα σχήματα γύρω από μικρές διακριτικές άσπρες βούλες. Και ήταν γυαλιστερή! Πόσο γυάλιζε!
Την αναμονή διέκοψε μια παρέα μεγάλων παιδιών, δώδεκα δεκατριών χρόνων, που μου ζήτησαν να παίξω μαζί τους. Η ανυπομονησία μου και η ιδέα ότι θα παίξω με τους «μεγάλους» μ’ έκανε να στραφώ με ικετευτικό βλέμμα προς τη μητέρα για έγκριση. Εκείνη με κάλεσε κοντά και κοιτώντας με στα μάτια μού ψιθύρισε να προσέχω, γιατί τα παιδιά ήταν άγνωστα. Βέβαιη ότι πήρα την άδεια κι ότι δεν θα πάθω τίποτε ρίχτηκα στο παιχνίδι. Μετά από ένα τέταρτο ξέφυγε η μπάλα από το δρομάκι μας. Ένα παιδί το κυνήγησε πάνω από το ανάχωμα προς το δρόμο και σε λίγο ακολούθησαν και τα άλλα.
Αυτή ήταν η τελευταία φορά που είδα την πράσινη μπάλα μου με τα σκουροκόκκινα ελικοειδή σχήματα και τις άσπρες βούλες.
Έκτοτε έχω παίξει πάμπολλες φορές κι έχω χάσει μπόλικες πράσινες μπάλες. Δεν βάζω, φαίνεται μυαλό.

Σάββατο 29 Αυγούστου 2020

Λίγο οξυγόνο, παρακαλώ!

Μια από τις πρώτες «ανακαλύψεις» στο κέντρο που έκανα χωρίς βέβαια να με πειράξει. Οι δικοί μου το είχαν αντιληφθεί και αναφέρονταν σ’ αυτό πολλή διακριτικότητα. Εννοώ τα ίχνη που είχε αφήσει το εγκεφαλικό στο πρόσωπό μου, στην αριστερή του πλευρά. Άρχισα το παίρνω είδηση, όταν παρατήρησα ότι μασούσα αρκετά συχνά το αριστερό μου μάγουλο εσωτερικά. Η εικόνα ξεκαθάρισε όταν άρχισα πια και τη λογοθεραπεία.

Στην αρχή δεν είχα καταλάβει τι τη χρειαζόμουν. Ξεκίνησα με πολύ αρνητική διάθεση. Η πρώτη επαφή με έφερε σε εξαιρετικά δυσάρεστη θέση. Έπρεπε να κάνω το πρώτο μου γεύμα ενώπιον της λοθεραπεύτριας. Αργότερα κατάλαβα ότι αυτή η ειδικότητα ήταν και υπεύθυνη για τη διάγνωση της ικανότητας για κατάποση. Κάθε τροφή που επιτρεπόταν να μου δοθεί έπρεπε πρώτα ν’ αποδείξω ότι μπορώ να τη μασήσω, να την καταπιώ και ν’ αδειάσω τελείως το στόμα μου. Για να φάω ρύζι, ντομάτα, ψωμί, πορτοκάλι, κράκερ χρειάστηκε να περάσω από την προαναφερθείσα διαδικασία κάθε φορά. Τέλος πάντων.

Επιστρέφω στη λογοθεραπεία που μου τη θύμισε η πρόσφατη ανάρτηση της Άιναφετς. Μετά την πρώτη συζήτηση γνωριμίας με τη θεραπεύτρια και τις απαραίτητες για μένα διευκρινίσεις ακολούθησαν μερικές ασκήσεις αναπνοής κι εξάσκηση των μυών του προσώπου που μου φάνηκαν γελοίες.

Πρέπει να ομολογήσω ότι τον πρώτο καιρό ήμουν ιδιαίτερα εύθικτη κι είχα πολύ συχνά την αίσθηση της γελοιοποίησης. Ήμουν όλο νεύρα και παράπονα. Τα θεωρούσα όλα περιττά ή αδύνατα.

Χρειάστηκα καιρό να ελέγξω τον εαυτό μου, να ηρεμήσω, να καταλάβω το γιατί και για ποιο σκοπό γινόταν το οτιδήποτε. Ευτυχώς όμως είμαι και πεισματάρα και πνεύμα αντιλογίας. Όταν η θεραπεύτρια μού έδωσε ένα ροζ μπαλόνι να πάρω στο δωμάτιο να το φουσκώνω κάθε τόσο, ένιωσα γελοία αλλά έκρυψα το στραβομουτσούνιασμα. Όμως όταν μου κόλλησε στο πρόσωπο ροζ λεπτές λωρίδες από ταινίες που βάζουν στους αθλητές οι φυσιοθεραπευτές, για ν’ αντιληφθώ ποιους μύες πρέπει να εξασκήσω στη φάτσα μου, αγνόησα τα πολλά μεν –καλοπροαίρετα δε− πειράγματα που άκουσα. Αντίθετα εξακολούθησα να τις φοράω απτόητη για τρεις μέρες, για να τις δείξω στον ανιψιό μου που θα ερχόταν για επίσκεψη. Ήθελα με τον τρόπο μου να του πω ότι δε χρειάζεται ν’ ανησυχεί. Γέλασα λοιπόν με την έκφρασή του μόλις με είδε και του είπα πως ετοιμάζομαι για Μεγάλος Αρχηγός των Ινδιάνων και θα οδηγήσω τη φυλή σε πόλεμο.

Αυτό που με παίδεψε από την αρχή σε διαφορετικές περιστάσεις ήταν η αναπνοή. Το μεγαλύτερο διάστημα της μέρας μου το περνούσα κλινήρης. Δεν το είχα ακόμη συνδέσει με το πρόβλημα της ανάσας μου. Στη λογοθεραπεία άρχισα με τις ασκήσεις να νιώθω ότι το οξυγόνο μου δεν μου έφτανε. Νέα μουρμούρα. Τη μια δεν με σήκωσαν αρκετά νωρίτερα για την όποια θεραπεία. Την άλλη με κάθισαν πολύ μπροστά στο αμαξίδιο, οπότε βρισκόμουν σαν μισοξαπλωμένη σε σεζ λονγκ. Την παράλλη με βάλανε πολύ βαθιά στο αμαξίδιο και η πλάτη του πιέζει τους πνεύμονες. Δεν ήταν λοιπόν μόνο θέμα αν κάνω ή όχι τις ασκήσεις με το μπαλόνι. Ήταν και ζήτημα του τρόπου που στηνόταν το σώμα μου. Το συμπέρασμα αυτό δεν μου πολυάρεσε.     Με απάλλασσε μεν από τις ενοχές ότι οι προσπάθειές μου δεν ήταν επαρκείς. Ωστόσο δεν μου έλυνε το πρόβλημα, γιατί ο τρόπος που καθόμουν δεν εξαρτιόταν πια μόνο από μένα αλλά κι από την εμπειρία οποιουδήποτε με βοηθούσε.

Πολύ αργότερα, όταν γύρισα στο σπίτι πήρα μια μάλλον ικανοποιητική απάντηση στο ερώτημα «ποιος ή τι φταίει;». Την πήρα από τον φυσιοθεραπευτή μου, χωρίς να το καταλαβαίνει γιατί δεν του είπα ποτέ την απορία μου. Κάναμε ασκήσεις ρυθμού της αναπνοής για να βοηθήσουν στις σωματικές ασκήσεις. Όταν αντιλήφθηκε το πρόβλημά μου, μού σύστησε να χρησιμοποιώ συχνά το όργανο που ασκεί τους πνεύμονες σαν το μπαλόνι. Όταν τον ρώτησα αν η ζημιά είχε γίνει από το κάπνισμα, μου είπε «κατά πάσα πιθανότητα». Μου εξήγησε όμως ότι αφού το εγκεφαλικό χτύπησε την αριστερή πλευρά μου (χέρι, πόδι), ίσως αποδυναμώθηκε μαζί κι ο αριστερός πνεύμονα. Εύλογο μου φάνηκε.

Εξάλλου πολλοί στη διάρκεια της όποιας προσπάθειας βοηθώντας με μου υπενθύμιζαν: Μη ξεχνάς να αναπνέεις!

Πέμπτη 20 Αυγούστου 2020

Ανακαλύψεις

      Ένα από τα πολλά στάδια, που πέρασα –κι ακόμα περνάω- κατά τη μετάβαση προς τη νέα φάση της ζωής μου και την αποδοχή της, ήταν το στάδιο των ανακαλύψεων.  Όχι κάποιας επιστημονικής ανακάλυψης, προφανώς. Πράγματα, στοιχεία κι ανθρώπινοι χαρακτήρες, που ήξερα εγκεφαλικά ή από ένστικτο ότι υπήρχαν, και μάλιστα αντικειμενικά, ανεξάρτητα από μένα και την αρρώστια μου, φανερώνονταν τώρα μπροστά στα έκπληκτα μάτια μου. Είπα πολλές φορές στον εαυτό μου: πώς δεν τα έβλεπες τόσον καιρό; Γι’ αυτό κυριολεκτώ, όταν μιλάω για ανα-καλύψεις. Δεν ήταν αποκαλύψεις, γιατί δεν ήταν μυστικά. Είναι αυτές οι απειροελάχιστες φευγαλέες στιγμές που γίνεσαι νήπιο και αποσβολωμένος κοιτάς έκθαμβος τον κόσμο.
Ανακάλυπτα ένα νέο κόσμο. Ένα νέο εαυτό. Μια νέα σχέση με τον κόσμο αυτό, έμψυχο κι άψυχο. Νέα σχέση με το σώμα μου, με το μυαλό μου. Χρειαζόμουν πολλή δουλειά. Πόση; Κι άλλη. Λίγη ακόμα. Κι άλλη. Βρίσκομαι ακόμη στους πρόποδες του βουνού. Μέχρι να χωνέψω δεν έχει τελειωμό αυτό το project.
      Φέρνω μερικά παραδείγματα. Ξεκινώντας από ένα ασήμαντο.
      Στις πρώτες μέρες μου στο κέντρο είχα ακόμη ορό. Μου τον έβαζαν εναλλάξ και στα δυο χέρια, ώστε τα τρυπήματα κι οι μελανιές να ισομοιράζονται (αμυδρά ίχνη τους έμειναν σαν ξεφτισμένα παράσημα). Απλώς, όταν ο ορός ήταν στο άρρωστο αριστερό χέρι, δυσκόλευε πολύ η εργοθεραπεία, που έτσι κι αλλιώς ήταν επώδυνη. Ας έχει. Ένα βράδυ δεν μου κολλούσε ο ύπνος. Σε λίγο με έπιασε μια φαγούρα εκνευριστική, που γινόταν χειρότερη όταν ανακάλυψα ότι δεν μπορούσα να ξυστώ. Λίγο αργότερα μπήκαν στο σωμάτιο οι δυο νυκτερινοί νοσηλευτές και με βρήκαν να τρίβω, σχεδόν μανιωδώς, το δεξί μου χέρι στα κάγκελα του κρεβατιού. Πέρασαν τη νύχτα εναλλασσόμενοι να με ανακουφίζουν με κρέμα σώματος. Το πρωί ο γιατρός μού άλλαξε τον ορό ως υπεύθυνο για τη μικρή αναφυλαξία.
    Σας πληροφορώ ότι δεν την ένιωσα καθόλου μικρή. Αντίθετα, ένιωσα ιδιαίτερη ευγνωμοσύνη για την υπομονή και τη φροντίδα των δυο νοσηλευτών, που έγιναν φίλοι μου και τους αναφέρω ξανά σε άλλη αφορμή.
     Έκτοτε όμως ξέρω πολύ καλά πως, αν δεν αντιμετωπιστεί έγκαιρα και η παραμικρή φαγούρα, το μυαλό κολλάει σ’ αυτή τη μικροενόχληση που έχει την τάση να γιγαντώνεται, αν το παίξω κυρία και αδιάφορη. Κάποιο πλαστικό ροπαλάκι που καταλήγει σε χέρι, αγορασμένο για πλάκα κάποιες Απόκριες, αξιοποιείται τώρα δεόντως.
        Ένας ξάδελφος έσπασε πρόσφατα το πόδι του και του το έβαλαν σε γύψο. Μόλις του ανέφερα το «πρόβλημα» της φαγούρας, κατάλαβε αμέσως τι εννοούσα.

Τετάρτη 19 Αυγούστου 2020

Homo erectus

Τον πρώτο καιρό, μετά το εγκεφαλικό, δεν είχα πολυκαταλάβει τι έγινε και ποια ήταν η κατάστασή μου. Πολύς εκνευρισμός κάθε φορά που με χαστούκιζε η ανημπόρια μου ή η τεχνοκρατική αντίληψη και η ασύνειδη έπαρση των νεαρών ειδικευόμενων γιατρών, πολύ αισθητή σε μένα και, ευτυχώς, την έμπειρη επικεφαλής τους, που έβλεπε μπροστά της το όλον του ανθρώπου που ασθενούσε. Η νύφη μου, πάντα παρούσα και καλόβολη, κατάφερνε διαρκώς να με ηρεμήσει ή να με προσγειώσει στην πραγματικότητα. Ο αδελφός μου, κάθε βραδάκι μετά τη δουλειά του, ερχόταν να τακτοποιήσει πρακτικά ζητήματα και να υποστεί με υπομονή και επιχειρήματα τα συνεχή μου παράπονα.

Ζώντας βυθισμένη στην ακινησία του κρεβατιού δεν έπαιρνα είδηση το τι είδους προβλήματα δημιουργούσα στην οικογένειά τους. Μόνο τα μικρά ανίψια, που ήταν πάνω στην τρέλα της πρώτης εφηβείας, με ανησυχούσαν, γιατί φόρτωνα τη μητέρα τους έναν ακόμη μπελά. Ωστόσο, μετά το πρώτο σοκ, με κάποια ενημέρωση από το νοσοκομείο κι αρκετό ψάξιμο, βρέθηκε το κέντρο αποκατάστασης για την επόμενη φάση της προσπάθειας.

Ο αγώνας μεταφέρθηκε σε άλλο γήπεδο. Άλλοι προπονητές, άλλοι συμπαίκτες, άλλες δυσκολίες. Προσπάθησα γρήγορα να κατατοπιστώ για τους κανόνες του παιχνιδιού. Δεν το κατάφερνα πάντα. Με τον καιρό θα θυμηθώ διάφορες στιγμιότυπα. Έχει πολύ υλικό η ιστορία, για γέλια, για νεύρα, για εκπλήξεις, για κλάματα.

Δυστυχώς για σας, θ’ αρχίσω από ένα στιγμιότυπο με κλάματα. Είχα κλάψει σε αρκετές περιστάσεις που ο πόνος με ξεπερνούσε. Μη ξεχνάμε ότι από τα τέλη Μαΐου, που έπαθα το εγκεφαλικό, μέχρι την είσοδό μου στο γυμναστήριο του κέντρου ήμουν κλινήρης. Όλες μου οι μετακινήσεις γίνονταν είτε με αμαξίδιο είτε με φορείο. Όλοι οι μύες του σώματός μου είχαν μείνει άεργοι. Να είναι καλά οι τραυματιοφορείς και οι νοσηλεύτριες.

Τέλος πάντων τη δεύτερη μέρα στο κέντρο αποκατάστασης, όταν ακόμη δεν είχα καταλάβει τι ακριβώς θα έκανα εκεί, μου ανακοίνωσαν ότι θα με κατέβαζαν στο γυμναστήριο για τις πρώτες μετρήσεις από την επικεφαλής των φυσιοθεραπευτών. Πράγμα που έγινε. Με κατέβασαν, με ξάπλωσαν σ’ ένα από τα ειδικά κρεβάτια, έγιναν κάποιες πρώτες μετρήσεις και μετά ανέλαβε ένας φυσιοθεραπευτής τις πρώτες ασκήσεις, που ήταν μεν διερευνητικές αλλά κι ένα χαλαρό ζέσταμα. Μετά από δυο μέρες είχα καταλάβει πια ότι θα συνεργαζόμουν καθημερινά με τον ίδιο θεραπευτή, που θα γινόταν και φίλος. Μου έβαλαν νάρθηκα στο πόδι στο γυμναστήριο και ο Γιώργος με σήκωσε όρθια μπροστά σ’ έναν ειδικό καθρέφτη με τετραγωνάκια. Μου εξήγησε μετά πως έτσι θα έβλεπα και θα καταλάβαινα καλύτερα τη στάση του σώματός μου.

Εκείνη την ημέρα ξέσπασα στο χειρότερο κλάμα του μήνα. Μέσα στο γυμναστήριο μπροστά σ’ όλους τους ασθενείς. Δεν έβλεπα ακόμη ότι είναι συμπαίκτες μου, ορισμένοι μάλιστα σε δεινότερη κατάσταση. Προσπαθούσα να κρυφτώ πίσω από τον Γιώργο και με λυγμούς τού ζητούσα να με βγάλει έξω. Ανήσυχος μου έκανε τη χάρη.

Του εξήγησα ότι δεν πονούσα πουθενά. Του είπα ότι όντως δεν ήθελα τον καθρέφτη απέναντί μου –ποτέ δεν μου άρεσαν οι καθρέφτες. Το σοκ όμως, που μου προκάλεσε αυτό το ξέσπασμα, οφειλόταν σε κάτι άλλο. Ξαφνικά έβλεπα τον εαυτό μου όρθιο. Μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν φανταζόμουν ότι θα κοιτούσα τον κόσμο από όρθια στάση.

Δεν ήταν κλάματα οδύνης. Ήταν κλάματα ξαφνιάσματος. Κατάπληξης. Οδυνηρής κατάπληξης. Αλλά κατάπληξης.

Δευτέρα 17 Αυγούστου 2020

Πέντε χρόνια μετά...

Σήμερα πόνεσα.
Όταν βγήκα στη σύνταξη τον Ιούνη του 2015, ήμουν πολύ κουρασμένη. Δεν σκεφτόμουν τις διακοπές, τον πρώτο μου ελεύθερο Σεπτέμβρη ύστερα από πολλές δεκαετίες, το πού θα πάω, τι θα κάνω. Δεν ήθελα να σκέφτομαι τίποτε, δεν άντεχα να κάνω τίποτε. Ήθελα μόνο να κοιμάμαι, να βυθίζομαι σε μια ανακουφιστική απραξία. Ένα είδος ανυπαρξίας.
Έτσι λοιπόν τα χαρτιά με τις σημειώσεις μου παρέμειναν πάνω στο γραφείο μου. Κάπου ανάμεσά τους κρύφτηκαν φάκελοι με αντίγραφα από τις τελευταίες βαθμολογίες που παρέδωσα και τα θέματα των εξετάσεων. Θα αφιέρωνα κάποιο πρωινό στη συνήθη αρχειοθέτησή τους σε –ακαθόριστο, οπωσδήποτε όμως μελλοντικό- εύθετο χρόνο.
Μερικά εξάλλου ήταν ακόμη στις έγχρωμες νάιλον θήκες τους για να μπορώ να ξεχωρίζω το κάθε μάθημα, όταν έφευγα βιαστικά συνήθως για το σχολείο. Χωμένες –ή μάλλον καταχωνιασμένες− σ’ αυτό το χαρτομάνι θ’ ανακάλυπτα αργότερα και παλιές ή πιο πρόσφατες φωτογραφίες (γλυκιά έκπληξη, σαν τα ξεχασμένα λεφτά σε τσάντα που έχεις καιρό να χρησιμοποιήσεις).
Σήμερα όμως πόνεσα.
Πέρασε ο καιρός με διαρκείς αναβολές και η απόφαση για συμμάζεμα γινόταν όλο και πιο δύσκολη. Μέχρι που ένα χρόνο μετά, τέλη Μαΐου 2016, άρχισε η περιπέτεια του εγκεφαλικού. Νοσοκομείο. Αποκατάσταση. Τότε άρχισε μια καινούργια αγωνία. Θα έπρεπε τώρα να θυμηθώ και να καθοδηγήσω σωστά τους δικούς μου (στον αδελφό μου κα τη νύφη μου) πού βρίσκονται τα διάφορα προσωπικά μου έγγραφα, το βιβλιάριο, η ταυτότητα κ.λπ. Τον Οκτώβρη του 2018 άρχισε η προετοιμασία της επιστροφής στο σπίτι μου από το κέντρο αποκατάστασης. Ήξερα πια ότι δεν θα πείραζαν τα χαρτιά μου, αλλά έπρεπε τώρα να μπει το ειδικό κρεββάτι κι επομένως να μετακινηθεί το γραφείο μου στο σαλόνι με την ανάλογη αναδιαρρύθμιση. Κάπως έτσι μπήκα με καρότσι σ’ ένα σπίτι που δε γνώριζα πια, με σφιγμένο το λαιμό. Άρχιζε νέα μάχη.
Με ανακούφιση κατάλαβα ότι απείραχτα τα χαρτιά του σχολείου περίμεναν στοιβαγμένα σ’ ένα αποθηκάκι. Μια ανομολόγητη ανησυχία καταλάγιασε.
Σήμερα όμως πόνεσα.
Αραιά και πού σκεφτόμουν το αποθηκευμένο μου παρελθόν. Τι θα τις έκανα όλες αυτές τις σημειώσεις και τα σχεδιαγράμματα; Σύντομα όμως η σκέψη καταχωνιαζόταν. Εξάλλου δεν τα έβλεπα κάθε μέρα μπροστά μου. Μου αρκούσαν οι επαναλαμβανόμενοι εφιάλτες μιας επαπειλούμενης έναρξης μιας νέας σχολικής χρονιάς: σε ποιο σχολείο; Με ποιους συναδέλφους; Με τι παιδιά; Ποια μαθήματα; Θα ετοιμαστεί έγκαιρα η απαραίτητη γραφειοκρατία; Σταθερός επίλογος, γλυκόπικρος, στα αγχωτικά αυτά όνειρα: Μα τι κάθεσαι και σκέφτεσαι, αφού έχεις βγει στη σύνταξη.
Σήμερα όμως πόνεσα.
Το αποθηκάκι είναι στην πραγματικότητα ένας μικρός χώρος ανάμεσα στο δωμάτιο της Μαΐας, της αξιαγάπητης γυναίκας που με βοηθάει να εξακολουθώ να υπάρχω, και το πίσω μπαλκόνι. Όταν βρέχει, το χρησιμοποιεί σαν καπνιστήριο, για να μη με ενοχλεί το τσιγάρο της. Σήμερα λοιπόν με ρώτησε τι είναι όλα αυτά τα χαρτιά κι αν τα χρειάζομαι. Η απάντηση ήρθε εύκολα κι αυθόρμητα: όχι, είναι μάλλον για πέταμα. Άρχισε να μου φέρνει ένα ένα τα πάκα με τα φωτοαντίγραφα και τις σημειώσεις και να τα ξεφυλλίζει ώστε να ελέγξω και να εγκρίνω την καταστροφή τους. Αυτό το ταξίδι στο παρελθόν, σε μαθήματα, σχολεία, νεανικά πρόσωπα κράτησε πάνω από δύο ώρες. Όταν τελείωσε, νόμιζα ότι θα νιώσω ένα βάρος να φεύγει από πάνω μου. Αλλά όχι. Μαζί με τα χαρτιά πετάχτηκαν και σαράντα χρόνια δουλειάς και πάθους. Πάθος και πάθος.
Σήμερα πόνεσα πολύ.

Παρασκευή 28 Δεκεμβρίου 2018

Ένα απρόσμενο ηλιοβασίλεμα


Καρφωμένη στο κρεβάτι ακούω για πολλοστή φορά την κόρη της συγκατοίκου να εκθειάζει τα χρώματα, που χαρίζει σε ουρανό και θάλασσα ο κουρασμένος ήλιος λίγο πριν πάει να κοιμηθεί. Είναι πια μέσα του Ιούνη και η μέρα μοιάζει όλο και πιο απρόθυμη να παραχωρήσει τη θέση της στη νύχτα.
Ακόμα δεν έχω συνηθίσει στην ιδέα ότι πρέπει από τις οκτώ να μπω στο κρεβάτι, αλλά οι τραυματιοφορείς πρέπει να μας μαζέψουν από τη βεράντα και να μας μοιράσουν στα δωμάτια για τα βραδινά μας φάρμακα. Συμβιβάζομαι όμως αναγκαστικά, το νυχτοπούλι εγώ, γιατί το επιχείρημα του αδελφού μου, ότι όλα θα μπορούσε να είναι πολύ χειρότερα, με πείθει. Και την πειθώ του ενισχύουν τα περιστατικά που βλέπω γύρω μου στο Κέντρο.
Μέχρι τώρα με άφηνε τελείως αδιάφορη το γεγονός ότι στο δίκλινο δωμάτιο με έβαλαν στο κρεβάτι που είναι πιο κοντά στην πόρτα, ενώ κοντά στο παράθυρο εγκαταστάθηκε η συγκάτοικος, παρόλο που στο Κέντρο έφτασα πρώτη κι εκείνη δυο μέρες αργότερα. Στο κάτω-κάτω μόνο η θέα δεν μ’ απασχολούσε τώρα, σκεφτόμουν με πίκρα κάθε φορά που κάποιος επισκέπτης, για να καλύψει την αμηχανία της συζήτησης και χωρίς να καταλαβαίνει ότι ρίχνει αλάτι σε πληγές, εκδήλωνε το θαυμασμό του για τις εγκαταστάσεις και το φυσικό περιβάλλον του Κέντρου.
Απόψε όμως θαρρείς και κόλλησε η βελόνα και το παράθυρο έχει την τιμητική του. Καθώς η συγκάτοικος έχει εδώ και χρόνια εξοχικό στο Λουτράκι, παίρνω όλες τις απαραίτητες γεωγραφικές και κλιματολογικές πληροφορίες. Εκείνο το βουνό είναι η Ζήρεια και τούτο τα Γεράνια. Το καλοκαίρι ο ήλιος δύει περίπου εκεί, ενώ το χειμώνα λίγο παραπέρα. Όταν φυσά από τα δυτικά, οι τσούχτρες γεμίζουν τον Κορινθιακό ενώ, όταν φυσάει βοριάς, τα διαμερίσματα στην παραλία διακινδυνεύουν τα παραθυρόφυλλά τους. Και τα χρώματα από το μπαλκόνι! Τι χρώματα! Ο ουρανός παίρνει φωτιά κι η θάλασσα τον ζηλεύει. Μα κοιτάξτε! Σα γιαπωνέζικος πίνακας δεν είναι;
Αρχίζω να δυσανασχετώ. Το κρεβάτι δεν με χωράει. Όλα με ενοχλούν. Όλα με εκνευρίζουν. Μπαίνει μια νοσηλεύτρια. Ίσα που την πρόσεξα. Μένει στην αρχή σιωπηλή. Για να μη διακόψει, υποθέτω. Στη συνέχεια συμφωνεί ότι τα χρώματα της δύσης είναι φανταστικά.
Ανασηκώνομαι λίγο, για να βρεθεί το σώμα σε ασφαλή γωνία, ώστε να πιω νερό και φάρμακα και προσπαθώ ταυτόχρονα να κοιτάξω από το παράθυρο. Ξαφνικά νιώθω το κρεβάτι μου να σείεται. Ξέρω ότι η περιοχή είναι σεισμογενής κι έχω ήδη μια πρώτη νυχτερινή εμπειρία ενός σεισμού στη νέα μου κατάσταση, οπότε παραμένω ψύχραιμη. Το κρεβάτι μου όμως μετακινείται. Αλλάζει θέση και πλησιάζει το παράθυρο. Τελικά αντιλαμβάνομαι ότι η νοσηλεύτρια έχει λύσει τα φρένα και μόνη της έχει αδράξει από τα κάγκελα το κρεβάτι με μένα και το σέρνει κάθετα το χώρο, για να μπορέσω κι εγώ να δω τη δύση!
Είναι το πιο ανεκτίμητο ηλιοβασίλεμα που μου χάρισαν!

Τετάρτη 26 Δεκεμβρίου 2018

Στο σπίτι

Ήμουν πολύ διστακτική. Πώς θα γίνονταν όλα; Πώς θα γίνονταν όλα αυτά, στα οποία εξειδικευμένα πρόσωπα κάθε μέρα πάσχιζαν να με βοηθήσουν και όλο και κάτι ξεχνούσαν ή εγώ δεν κατάφερνα; Όλο και κάτι, μικρό ή μεγάλο, μου ’λειπε ή μ’ ενοχλούσε; Τώρα που είχα περιορίσει τα συνεχή παράπονα και την αδιάκοπη γκρίνια; Τώρα που είχα αρχίσει κάπως να συμφιλιώνομαι με την κατάστασή μου… Τώρα… άντε πάλι απ’ την αρχή; Νέα πρόσωπα; Νέες συνθήκες; Βουτιά πάλι στο άγνωστο; Στην ανασφάλεια; Πώς; Ποιος; Ποιοι; Τίποτα σίγουρο; Τίποτα σταθερό, που πάνω του να στηρίξω μια −ας πούμε− αισιοδοξία;
Άκουσα πολλά ενθαρρυντικά λόγια, πολλές υποσχέσεις και, βέβαια, πολλά επιχειρήματα για τη μεγάλη απόφαση, που στο κάτω κάτω κάποια στιγμή επιτέλους έπρεπε να πάρω, και μάλιστα μόνη μου. Το πιο πειστικό απ’ όλα ήταν αυτό που έλεγε ότι θα είμαι τουλάχιστον στο σπίτι μου.
Την κρίσιμη μέρα, έληξε ο εγκλεισμός μου κι έκανα τη δεύτερη και οριστική μου έξοδο από το Κέντρο, για μιας ώρας διαδρομή που με έφερε πάλι στο κλεινόν Άστυ.
Σπίτι μου; Όχι ακριβώς.
Νωρίς το απόγευμα δεν υπήρχε ψυχή ζώσα στο γκαράζ −ευτυχώς. Δεν είχα βέβαια όρεξη για χαιρετούρες και λεπτομέρειες. Ησυχία λοιπόν στο γκαράζ, από το οποίο απουσίαζε, δια παντός φυσικά, και το αυτοκίνητό μου, ως περιττό πια. Ένα πρώτο σφίξιμο… Πανικόβλητη αποβίβαση, χωρίς βοήθεια τρίτου −ειδικού εννοώ. Ηρωικός και υπομονετικός αδελφός.
Κουδούνι. Δεύτερο σφίξιμο. Σιωπή. Κακό σημάδι. Ήτανε στο μπαλκόνι και δεν έχει εξοικειωθεί με τους ήχους του χώρου. Πάμε παρακάτω. Ή, μάλλον, παραπάνω. Στρίμωγμα στο ασανσέρ. Συνοφρύωμα και τρίτο σφίξιμο. Στο διαμέρισμα. Μπήκα σ’ ένα σαλόνι που έμοιαζε πιο απλόχωρο, αλλά κρύο κι απρόσωπο. Τα έπιπλα μου φάνηκαν άγνωστα και παράταιρα. Άλλα απ’ αυτά ήταν σε διαφορετική θέση, άλλα εξαφανισμένα, άλλα μεταφερμένα από άλλα δωμάτια. Ακόμη και τα κάδρα ψεύδιζαν ακαταλαβίστικη γλώσσα.
Το βλέμμα, διερευνητικό κι επιφυλακτικό. Ανάλογες ανατροπές υποψιάζομαι και στα υπόλοιπα δωμάτια. Με τον αντίστοιχο χαμό.
Έτσι κι αλλιώς, η μετακίνηση εδώ μέσα με το αμαξίδιο μόνη μου αποκλείεται. Αυτά που με κάποιο τρόπο στο Κέντρο κατάφερνα, αυτά που με παρηγορούσαν με έκαναν κρυφά περήφανη, έπρεπε να τα ξεχάσω. Τα ελληνικά διαμερίσματα σε απογυμνώνουν από ψευδαισθήσεις και σε προσγειώνουν στην πραγματικότητα. Οι κουβέντες μετρημένες κι αμήχανες. Είχαμε συσπειρωθεί ομαδικώς σε εκτελεστικό απόσπασμα και σκοτώναμε την ώρα που περνούσε αργόσυρτα. Ανυπομονώ να βρεθώ σε μια δύσκολη κατά μόνας συζήτηση με τη γυναίκα που θα με αναλάβει από ’δώ και πέρα. Αυτό θα γίνει αργότερα και σιγά-σιγά.
Αναμενόταν ο φυσικοθεραπευτής για μια πρώτη συνεννόηση. Περιμένω την άφιξή του σαν προειδοποιημένο πρόχειρο διαγώνισμα. Ανεξάρτητο το ότι τουλάχιστον αυτός δεν μου είναι άγνωστο πρόσωπο. Είχα συνεργαστεί μαζί του μια-δυο φορές στο Κέντρο. Τον είχα εκτιμήσει και σεβαστεί για πολλούς λόγους. Αλλά άλλες οι συνθήκες τότε, εκεί κι άλλες εδώ, τώρα. Θα δούμε…
Αυτό ήταν λοιπόν. Επιστροφή στο σπίτι. Έτσι λέει. Σπίτι μου πάντως δεν ήταν. Οι μέρες αργοκυλάνε σ’ αυτόν τον περίεργο, παράξενο χώρο. Οι δυσκολίες πολλές και τα εμπόδια φαντάζουν αξεπέραστα. Προσπαθώ να εγκλιματιστώ στην όλη κατάσταση. Νιώθω συχνά έτοιμη να εγκληματήσω. Οι άγρυπνες νύχτες  μπροστά στην τηλεόραση, που σβήνει μοναχή της, εναλλάσσονται με βουτιές σε ύπνο χωρίς όνειρα που μου χαρίζει όμως μια ολιγόωρη ανυπαρξία.
Ένα βράδυ, μάς θυμάται επιτέλους ο χειμώνας φέρνοντας μαζί του μια καταιγίδα. Αστράφτει και βροντάει. Παρακολουθώ απ’ το παράθυρο τα φωτορυθμικά τ’ ουρανού. Σε λίγο ξεσπάει ανακουφιστικά κι η βροχή. Αγριεύει σιγά-σιγά δυναμώνοντας τα χοροπηδητά της πάνω στις τέντες. Τα λούκια από τα γύρω κτήρια αποφασίζουν να συμμετάσχουν κι αυτά στο μεταμεσονύχτιο πάρτι.
Και τότε… Όλοι αυτοί οι ήχοι με έφεραν στο σπίτι μου. Οικείοι, παραμυθητικοί, με αγκάλιασαν. Εκεί, μέσα στη νύχτα, μέσα στη βροχή, ήμουν επιτέλους στο σπίτι.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...