- Άσε την Κοκκινοσκουφίτσα και τα εφτά κατσικάκια, γιαγιά. Πες μου για τότε που ήσουνα μικρή, εκεί στον Μπουρνόβα.
- Αχ, τζιγιέρι μου! Δύσκολα τα μικράτα μου... Τι τα θες τώρα; Άσ' τα καλύτερα...
- Έλα, γιαγιάκα, πες μου! Πες μου για τότε στα χωράφια.
- Μποστάνια ήτανε, χαρά μου, μποστάνια. Μας έπαιρνε, που λες, ο πατέρας μου μες στη νύχτα και ξεκινούσαμε. Έπρεπε χαράματα να είναι πια όλα έτοιμα ν' αρχινίσει η δουλειά. Ουρά, λοιπόν, στο σκοτάδι τα μουλάρια, μπροστά αυτός και τ' αδέρφια του, δεξιά ζερβά τα μεγάλα τα παιδιά και πίσω οι γυναίκες.
- Κι εσύ, γιαγιά; Κι εσύ;
- Εμάς τα μικρά μας βάζανε στ' άδεια κοφίνια. Κάτι τόσα τεράστια κοφίνια που κρεμούσανε στα ζωντανά κι από τις δύο πάντες. Η ζαλάδα από το κούνημα μας νανούριζε. Σα γυρνούσαμε, αυτά τα κοφίνια θα 'τανε γιομάτα με τον καρπό κι εμείς με τα πόδια κρατώντας την ουρά του μουλαριού ή από δίπλα. Δε θα ξεμέναμε, βλέπεις, πίσω μιας και τα φορτωμένα ζωντανά βαριοπατούσανε.
- Και μετά, γιαγιά;
- Και μετά τι; Μετά φτάναμε. Οι μεγάλοι αρχισούσανε αμέσως τη δουλειά κι εμείς τα μικρά αγουροξυπνημένα τρώγαμε ψωμί κι ελιές, κόβαμε και καμιά ντομάτα, χωρίς να μας φωνάζει κανείς για τα ζουμιά που τρέχανε. Μέχρι να πάρουμε μπρος να σκανταλέψουμε, είχανε προκάμει οι μεγάλοι το πιο πολύ το μάζωμα. Μας άφηναν, το λοιπό, να δώκουμ' ένα χέρι, τάχα μου πως βοηθάμε κι εμείς, να μαθαίνουμε. Πιότερο θέλανε να γλιτώσουνε την γκρίνια και τη μουρμούρα μας.
- Ωραία ήτανε! Ε, γιαγιά;
- Καλά, μανάρι μου. Όσο ήμασταν μικρά, καλά ήτανε. Μες στις πρασινάδες. Στο παχύ το χώμα. Με τα κρύα τα νερά μας. Αχ, Παναγιά μου...
- Μόνο καλά, γιαγιά;
- Δε μου άρεσε, μαθές, τα βράδια ν' ακούω τους λύκους. Μακριά κι απόμακρα ήτανε, δε λέω, αλλά εγώ τους άκουγα και διόλου δε μ' άρεσε. Κι απέ ήτανε και τα φίδια...
- Είχατε και φίδια, γιαγιά; Τι φίδια; Μεγάλα;
- Δεντρογαλιές και όχεντρες, καρδιά μου. Θεός να μας φυλάει! Του διαόλου πράματα!
- Είχανε δηλητήριο, γιαγιά, έτσι δεν είναι; Και τι κάνατε τότε;
- Τις τραβούσε, βλέπεις, το γάλα. Είχαμε και πολύ μικρά παιδιά μαζί, μερικά ήτανε βυζανιάρικα ακόμα. Οι μανάδες τους έπρεπε κι αυτές να δουλέψουνε. Βουρ, το λοιπό, και τα μωρά μαζί. Αλλά είχανε το νου τους οι άντρες. Να δεις, μια φορά, ο πατέρας μου το πώς πρόκαμε κι άρπαξε δυο όχεντρες, μια στο κάθε του χέρι, από την ουρά κι αρχίνισε γοργά να τις στριφογυρνά πολλές φορές ψηλά κι απέ τις σβάρνησε με δύναμη χάμω και τα 'λυωσε τα κεφάλια τους...
Τα ορθάνοιχτα μάτια του παιδιού παρακολούθησαν εκστατικά τα χέρια της γιαγιάς που σβούρισαν τον αέρα σαν έλικες. Έβλεπαν τα φίδια ζαλισμένα, παραδομένα στη δύναμη και την τέχνη του προπάππου κι ύστερα τα είδαν διαλυμένα, μαύρα και κόκκινα, στο πάτωμα του δωματίου του.
Τι να τον κάνει τον Κοντορεβυθούλη και τον κακό το λύκο; Εδώ μύριζε χώμα και νερό και αλεπούδες και κουρούνες και σταφύλια και ντομάτες και δροσιά και λιοπύρι και γδαρμένα γόνατα κι αγκαλιά... Τι αγκαλιά!
Αχ, καλέ γιαγιά!
Αφιερωμένο στη γιαγιά μου,
που ανάλωσε τη ζωή της σε τρεις ηπείρους
Πόσο θα ήθελα να γνωρίσω τη γιαγιά σου, Υπατία! Ο επίλογος έξοχο σχόλιο για τη σχέση παραμυθιού και πραγματικότητας.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜώμος