Έχουμε συνηθίσει με τη χρήση του όρου "μετά θάνατον ζωή" να εννοούμε τη συνέχιση της ύπαρξης του θανόντος. Είτε πρόκειται μελλοντικά για τον εαυτό μας, όταν έρθει εκείνη η κρίσιμη στιγμή, είτε για προσφιλή μας πρόσωπα. Σπάνια σκεφτόμαστε αυτό το ζήτημα για ανθρώπους, που στη διάρκεια της ζωής τους μας άφησαν αδιάφορους ή τους αντιπαθήσαμε ή και τους μισήσαμε.
Όντας κατ' εξοχήν εγωπαθές ον, ο άνθρωπος περιστρέφει ακόμη και τους φιλοσοφικούς του στοχασμούς γύρω από τον εαυτό του και από εκεί τους εξαπλώνει με ομόκεντρους κύκλους, που μπορεί να επεκτείνονται όλο και ευρύτερα, μπορεί όμως και όχι.
Είναι πολλά τα μεγάλα πνεύματα που επιχείρησαν να δώσουν απάντηση στο ερώτημα τι γίνεται μετά το θάνατο. Πολλές απαντήσεις επικεντρώθηκαν στον άνθρωπο, ξεχωρίζοντάς τον από τα υπόλοιπα έμβια όντα ως το μόνο έμψυχο. Αλλά, τι είναι ψυχή; Κάποιες άλλες απαντήσεις, με αφετηρίες από τη μια τη στενή συναισθηματική σχέση του ανθρώπου με κάποια ζώα και από την άλλη την κεντρική ιδέα της μετεμψύχωσης, συμπεριέλαβαν στα φιλοσοφικά τους οικοδομήματα και τα ζώα. Ωστόσο, επιστημονικές μετρήσεις κατέγραψαν αλλαγές στο μαγνητικό πεδίο φυτών, οι οποίες πλησιάζουν πολύ σ' αυτό που θα ονομάζαμε ψυχολογική αντίδραση. Οπότε; Τα κενά των σχετικών απαντήσεων είναι τόσα ώστε να μην πείθομαι.
Δεν ξέρω, επομένως, αν υπάρχει κάτι πέρα από το θάνατο, τη μόνη σιγουριά της ζωής μας. Ξέρω, όμως, ότι σίγουρα πέρα από αυτό το τελικό όριο δεν υπάρχει ζωή, όχι πάντως με το συγκεκριμένο περιεχόμενο και τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά που αποδίδουν οι ζώντες σ' αυτόν τον όρο. Αν υπάρχει κάτι, αυτό είναι εντελώς διαφορετικό από αυτό που βιώνουμε εν ζωή. Και η γλώσσα δεν μπορεί να σχηματίσει λέξεις ή όρους για οτιδήποτε δεν εμπίπτει στην ανθρώπινη εμπειρία, υλική, συναισθηματική ή πνευματική.
Οδηγούμαι, λοιπόν, στην άποψη πως η μόνη βεβαιότητα που έχουμε είναι ότι ζωή -ως βίος, ως βίωμα- μετά θάνατον συνεχίζει να υφίσταται μόνο για όσους εξακολουθούν να ζουν. Άλλωστε, αυτούς κυρίως αφορά ο πόνος του θανάτου και, συνεπακόλουθα, η καταφυγή στην προσδοκία πως υπάρχει κάτι επέκεινα της τελευτής.
Ταυτόχρονα, από αυτήν ακριβώς τη σκέψη προκύπτει και η "δικαιοδοσία" των ζωντανών να αξιολογήσουν τη ζωή του εκλιπόντος, κατά πόσο συνεισέφερε ή κατά πόσο έβλαψε την κοινή υπόθεση, την περιπέτεια της ζωής όλων των εμβίων. Η αξιολόγηση αυτή θα καθορίσει το είδος, τη διάρκεια και την ευρύτητα της εμβέλειας που θα έχει η ανάμνησή του, η υστεροφημία του, όπως έλεγαν οι αρχαίοι. Μόνο που -το ξεκαθαρίζω και πάλι- αυτό δεν αφορά τον τεθνεώτα, ως δόξα ή φήμη, ως υπέρτατη ανταμοιβή ή τιμωρία. Οι μετά θάνατον συνθήκες, αν υπάρχουν, είναι άγνωστες. Αυτό αφορά τους ζωντανούς και τις γνωστές μας συνθήκες και περιστάσεις. Αφορά τους ζώντες και την ποιότητα του βίου τους, υλικού, συναισθηματικού, αισθητικού, πνευματικού και ηθικού.
Η συζήτηση, συνεπώς, περί της ευτυχίας αποκτά επιπλέον διαστάσεις. Η ευτυχία, που επιμένω ότι είναι καθαρά προσωπικό βίωμα του κάθε ανθρώπου, αντλείται και προσδιορίζεται από τις ηθικές του αντιλήψεις, την αισθητική του ευαισθησία και την κοινωνικοπολιτική του στάση. Από το πόσο περιορισμένες και κοντόφθαλμες είναι οι προσλαμβάνουσές του ή το πόσο αλληλέγγυος νιώθει προς όλους/όλα, όσοι/όσα θα ζήσουν μετά από αυτόν. Είτε τους/τα αγάπησε είτε όχι. Είτε τους/τα γνώρισε είτε όχι. Είτε ζουν είτε δεν έχουν γεννηθεί ακόμη.
Εδώ έγκειται η μεγάλη πρόκληση για τον άνθρωπο: να κατορθώσει να κάνει τη μεγάλη υπέρβαση, αυτήν του εαυτού του. Να καταφέρει δηλαδή να υποτάξει το πολύτιμο ατομικό εγώ του στην υπηρεσία ενός ευρύτερου συνόλου, όχι μόνο παναθρώπινου, αλλά και συμπαντικού. Όχι μόνον οικείου, αλλά και -το δυσχερέστερο- αγνώστου.
Αυτή η αλληλεγγύη, η ένωση ίσως με όσους/όσα υπήρξαν και θα υπάρξουν, οικεία, ανοίκεια και άγνωστα, απομακρύνει, νομίζω, τον φόβο του θανάτου, το ευτυχέστερο των βιωμάτων, αφού αυτό ανοίγει δρόμο να βιωθούν πολλά άλλα δυνατά αλλά και φόβο φέροντα βιώματα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜ.Π.