Μοναχική βραδιά του Ιουλίου στην πόλη.
Το ελαφρό βοριαδάκι που ξεγελούσε το ιδρωμένο δέρμα, όσο είχε ακόμη φως, κουράστηκε και παραιτήθηκε. Το θερμόμετρο σκαρφαλώνει στ’ αγαπημένα του κόκκινα σκαλοπάτια.
Οι ορθάνοιχτες μπαλκονόπορτες και τα παράθυρα στόματα διψασμένα που, αντί να βρουν την πολυπόθητη δροσιά, φτύνουν τηλεοπτικούς ήχους θαρρείς και τα διαμερίσματα βρήκαν το καθένα τη φωνή του για να ξεσπάσουν επιτέλους, έστω και σ’ αυτόν τον ακατάληπτο καυγά. Τα φυλακισμένα στις αχνισμένες πολυκατοικίες σκυλιά έχουν ξεκινήσει από ώρα τη δική τους περιφρονημένη διαμαρτυρία. Πού και πού τα τζάμια στήνουν τρελό τρεμουλιαστό χορό απαντώντας στα μπάσα από κάποιο αμάξι που περιφέρει το καινούργιο του ηχοσύστημα. Μια σειρήνα απομακρύνεται στη λεωφόρο αφήνοντας πίσω την κόκκινη στριγκλιά της. Στη γωνία το μαρσάρισμα της κομμένης εξάτμισης με πολυβολισμούς κορτάρει προκλητικά την επερχόμενη φρενοπάθεια. Στα μικρά διαλείμματα τα ζάρια κροταλίζουν στο τάβλι και τα πούλια πλακώνουν τις πόρτες φωνάζοντας κι αυτά: φεύγα.
Αυτό είναι: να φύγει. Να φύγει. Να πάει πού;
Ανοίγει την εξώπορτα, βγαίνει στο δρόμο. Η γειτονιά στενάζει στο σκοτάδι μακριά από τον εαυτό της. Έχει χάσει τη μιλιά της, τους ήχους της, τις μυρωδιές της. Δεν ακούει πουθενά κουβεντολόι. Δεν καταφέρνει να υποκλέψει κανένα κακαριστό γέλιο, αδικαιολόγητο στην απόστασή του αλλά μεταδοτικό σαν καλοδεχούμενη παλιά παιδική αρρώστια. Δεν μοιράζεται άγνωστα κλάματα. Ακόμα κι ο πόνος έχει γίνει πνιχτός. Τα φυτά στις γλάστρες δεν μυρίζουν πια. Προσπαθεί να θυμηθεί πότε είδε και μύρισε τελευταία φορά γιασεμί, μπουγαρίνι, νυχτολούλουδο. Δεν τα καταφέρνει. Κάποτε τα λουλούδια κολλημένα στους τοίχους αγκάλιαζαν με το άρωμά τους δροσερά τους ανθρώπους. Τώρα το πράσινο άλλαξε κι αυτό θέση και σφιχτοδένει τα κάγκελα των μπαλκονιών πυκνώνοντας το μοντέρνο τείχος προστασίας από αδιάκριτα βλέμματα.
Η άσφαλτος χοχλακίζει. Κάνει τα βήματα να κολλάνε. Ακούμπησε σ’ ένα στύλο. Ρύποι γέμισαν τα ρούχα, αλλά όχι σκόνη, όχι χωμάτινη σκόνη. Ψάχνει να βρει λίγο χώμα, καμιά πέτρα να μοιραστούν τη δίψα τους. Ακούει την απουσία τους στις κοροϊδευτικές σταγόνες των κλιματιστικών που προσθέτουν το βόμβο τους στον αχό της πόλης. Σ’ ένα σταυροδρόμι μπόρεσε να στριμώξει λίγο ουρανό. Δεν βρήκε όμως κανένα αστέρι. Πιστεύει ότι τα έσβησε όλα η βενζίνη που μπουκώνει τα ρουθούνια κάνοντας και τη μυρωδιά των σκουπιδιών λιγότερο ενοχλητική. Τα σκουπίδια τουλάχιστον θυμίζουν κάτι από ανθρώπινη παρουσία.
Το ελαφρό βοριαδάκι που ξεγελούσε το ιδρωμένο δέρμα, όσο είχε ακόμη φως, κουράστηκε και παραιτήθηκε. Το θερμόμετρο σκαρφαλώνει στ’ αγαπημένα του κόκκινα σκαλοπάτια.
Οι ορθάνοιχτες μπαλκονόπορτες και τα παράθυρα στόματα διψασμένα που, αντί να βρουν την πολυπόθητη δροσιά, φτύνουν τηλεοπτικούς ήχους θαρρείς και τα διαμερίσματα βρήκαν το καθένα τη φωνή του για να ξεσπάσουν επιτέλους, έστω και σ’ αυτόν τον ακατάληπτο καυγά. Τα φυλακισμένα στις αχνισμένες πολυκατοικίες σκυλιά έχουν ξεκινήσει από ώρα τη δική τους περιφρονημένη διαμαρτυρία. Πού και πού τα τζάμια στήνουν τρελό τρεμουλιαστό χορό απαντώντας στα μπάσα από κάποιο αμάξι που περιφέρει το καινούργιο του ηχοσύστημα. Μια σειρήνα απομακρύνεται στη λεωφόρο αφήνοντας πίσω την κόκκινη στριγκλιά της. Στη γωνία το μαρσάρισμα της κομμένης εξάτμισης με πολυβολισμούς κορτάρει προκλητικά την επερχόμενη φρενοπάθεια. Στα μικρά διαλείμματα τα ζάρια κροταλίζουν στο τάβλι και τα πούλια πλακώνουν τις πόρτες φωνάζοντας κι αυτά: φεύγα.
Αυτό είναι: να φύγει. Να φύγει. Να πάει πού;
Ανοίγει την εξώπορτα, βγαίνει στο δρόμο. Η γειτονιά στενάζει στο σκοτάδι μακριά από τον εαυτό της. Έχει χάσει τη μιλιά της, τους ήχους της, τις μυρωδιές της. Δεν ακούει πουθενά κουβεντολόι. Δεν καταφέρνει να υποκλέψει κανένα κακαριστό γέλιο, αδικαιολόγητο στην απόστασή του αλλά μεταδοτικό σαν καλοδεχούμενη παλιά παιδική αρρώστια. Δεν μοιράζεται άγνωστα κλάματα. Ακόμα κι ο πόνος έχει γίνει πνιχτός. Τα φυτά στις γλάστρες δεν μυρίζουν πια. Προσπαθεί να θυμηθεί πότε είδε και μύρισε τελευταία φορά γιασεμί, μπουγαρίνι, νυχτολούλουδο. Δεν τα καταφέρνει. Κάποτε τα λουλούδια κολλημένα στους τοίχους αγκάλιαζαν με το άρωμά τους δροσερά τους ανθρώπους. Τώρα το πράσινο άλλαξε κι αυτό θέση και σφιχτοδένει τα κάγκελα των μπαλκονιών πυκνώνοντας το μοντέρνο τείχος προστασίας από αδιάκριτα βλέμματα.
Η άσφαλτος χοχλακίζει. Κάνει τα βήματα να κολλάνε. Ακούμπησε σ’ ένα στύλο. Ρύποι γέμισαν τα ρούχα, αλλά όχι σκόνη, όχι χωμάτινη σκόνη. Ψάχνει να βρει λίγο χώμα, καμιά πέτρα να μοιραστούν τη δίψα τους. Ακούει την απουσία τους στις κοροϊδευτικές σταγόνες των κλιματιστικών που προσθέτουν το βόμβο τους στον αχό της πόλης. Σ’ ένα σταυροδρόμι μπόρεσε να στριμώξει λίγο ουρανό. Δεν βρήκε όμως κανένα αστέρι. Πιστεύει ότι τα έσβησε όλα η βενζίνη που μπουκώνει τα ρουθούνια κάνοντας και τη μυρωδιά των σκουπιδιών λιγότερο ενοχλητική. Τα σκουπίδια τουλάχιστον θυμίζουν κάτι από ανθρώπινη παρουσία.
Μου θύμισες ολα αυτά που χάσαμε -όχι και τόσο "ανεπαισθήτως". Αναρωτιέμαι πόσο δική μας είναι πια αυτή η μεγάλη πόλη, πόσο δικοί της είμαστε... Το "μας" δεν το αισθάνομαι πια...
ΑπάντησηΔιαγραφή