Χρόνος κενός. Μυαλό ακίνητο. Ψυχή άδεια. Χέρια άεργα.
Κι όμως. Διαρκές είναι το παράπονο ότι ο χρόνος δεν φτάνει για να κάνει όσα θέλει. Πάρα πολύ συχνά το μυαλό, σαν την ακρίδα, πηδάει από ιδέα σε ιδέα κι από στόχο σε στόχο· καμιά φορά, μάλιστα, προχωρεί και σε κατάστρωση σχεδίων. Τις πιο πολλές φορές, βέβαια, είναι η ψυχή που ξεχειλίζει από τον πόνο, τη χαρά, τη μοναξιά, το κέφι, το θυμό, τον ενθουσιασμό, τη συμπόνια, τον έρωτα, την αισιοδοξία και την απόγνωση. Ωστόσο, μόνο σε ακραίες στιγμές τα χέρια εγκαταλείπουν την αεργία τους κι επιχειρούν ν’ ανοίξουν διέξοδο σ’ όλα αυτά πιάνοντας μολύβι και χαρτί. Άλλη μια μορφή υπεκφυγής δηλαδή.
Και μετά; Όλη η ενέργεια εξαντλείται στην προκρούστεια διαδικασία της γλωσσικής απόδοσης. Εντυπώσεις, νοήματα, σκέψεις, αισθήματα και συναισθήματα, βιώματα, επιθυμίες και όνειρα, για να γίνουν συγκεκριμένα, πετσοκόβονται ή ξεχειλώνουν προσπαθώντας να χωρέσουν σε γλωσσικά σημεία, φτωχά ή μεγαλόσχημα –εκφυλισμένα και ξεφτισμένα, πάντως, από την πολλή χρήση και τη στρέβλωση (σημειωτέον: τα “μεταλλαγμένα” είναι ο trendy όρος της εποχής!). Πόσος μάταιος μόχθος καταβάλλεται για να πραγματοποιηθεί ο μετασχηματισμός όλων αυτών σε λέξεις, το μασκάρεμά τους σε εικόνες (τι άλλο είναι η γραφή; χαρακτική είναι) και ήχους (κουβέντες: ἔπεα πτερόεντα) που εξαπολύονται ως message in a bottle, με την a priori πικρή επίγνωση ότι το σημασιολογικό τους φορτίο έχει αλλοιωθεί σαν από μούχλα –ουδεμία ευθύνη, επομένως, φέρουν οι πιθανοί και συμπτωματικοί, εδώ που τα λέμε, δέκτες.
Αποτέλεσμα; Επί της ουσίας, κανένα! Γιατί όλα αυτά δεν είναι παρά μία απόπειρα λεκτικής αναπαραγωγής, και μάλιστα αποτυχημένη. Ένας μηρυκασμός. Μια ελλιπής γλωσσική αναπαράσταση του βιωματικού, του θυμοειδούς και του φαντασιακού. Ένα προσωπικό θέατρο σκιών, δηλαδή. Μία ατέρμονη σκιαμαχία που καμία σχέση δεν έχει με την πραγματικότητα. Εφόσον η γλώσσα λειτουργεί ως παραμορφωτικός καθρέφτης, το απότοκο της προσπάθειας δεν μπορεί να αποδώσει ούτε την εσωτερική πραγματικότητα, που έχει να κάνει με την αυτόνομη οντότητα, αλλά ούτε και την εξωτερική πραγματικότητα, που ορίζεται από τις σχέσεις με τους άλλους, την αλληλεπίδραση μεταξύ των ανθρώπων. Αυτό που, σε τελευταία ανάλυση, κάποιοι ονομάζουν ζωή θέλοντας να τη διακρίνουν από την απλή ύπαρξη.
…Και η ζωή να κυλάει φευγαλέα από την άκρη του ματιού σαν το δάκρυ που δραπετεύει ανεπίγνωστα μέσα στον ύπνο· και το πρωί γεννάει το ερώτημα: γιατί είναι υγρό το μαξιλάρι;
Κι όμως. Διαρκές είναι το παράπονο ότι ο χρόνος δεν φτάνει για να κάνει όσα θέλει. Πάρα πολύ συχνά το μυαλό, σαν την ακρίδα, πηδάει από ιδέα σε ιδέα κι από στόχο σε στόχο· καμιά φορά, μάλιστα, προχωρεί και σε κατάστρωση σχεδίων. Τις πιο πολλές φορές, βέβαια, είναι η ψυχή που ξεχειλίζει από τον πόνο, τη χαρά, τη μοναξιά, το κέφι, το θυμό, τον ενθουσιασμό, τη συμπόνια, τον έρωτα, την αισιοδοξία και την απόγνωση. Ωστόσο, μόνο σε ακραίες στιγμές τα χέρια εγκαταλείπουν την αεργία τους κι επιχειρούν ν’ ανοίξουν διέξοδο σ’ όλα αυτά πιάνοντας μολύβι και χαρτί. Άλλη μια μορφή υπεκφυγής δηλαδή.
Και μετά; Όλη η ενέργεια εξαντλείται στην προκρούστεια διαδικασία της γλωσσικής απόδοσης. Εντυπώσεις, νοήματα, σκέψεις, αισθήματα και συναισθήματα, βιώματα, επιθυμίες και όνειρα, για να γίνουν συγκεκριμένα, πετσοκόβονται ή ξεχειλώνουν προσπαθώντας να χωρέσουν σε γλωσσικά σημεία, φτωχά ή μεγαλόσχημα –εκφυλισμένα και ξεφτισμένα, πάντως, από την πολλή χρήση και τη στρέβλωση (σημειωτέον: τα “μεταλλαγμένα” είναι ο trendy όρος της εποχής!). Πόσος μάταιος μόχθος καταβάλλεται για να πραγματοποιηθεί ο μετασχηματισμός όλων αυτών σε λέξεις, το μασκάρεμά τους σε εικόνες (τι άλλο είναι η γραφή; χαρακτική είναι) και ήχους (κουβέντες: ἔπεα πτερόεντα) που εξαπολύονται ως message in a bottle, με την a priori πικρή επίγνωση ότι το σημασιολογικό τους φορτίο έχει αλλοιωθεί σαν από μούχλα –ουδεμία ευθύνη, επομένως, φέρουν οι πιθανοί και συμπτωματικοί, εδώ που τα λέμε, δέκτες.
Αποτέλεσμα; Επί της ουσίας, κανένα! Γιατί όλα αυτά δεν είναι παρά μία απόπειρα λεκτικής αναπαραγωγής, και μάλιστα αποτυχημένη. Ένας μηρυκασμός. Μια ελλιπής γλωσσική αναπαράσταση του βιωματικού, του θυμοειδούς και του φαντασιακού. Ένα προσωπικό θέατρο σκιών, δηλαδή. Μία ατέρμονη σκιαμαχία που καμία σχέση δεν έχει με την πραγματικότητα. Εφόσον η γλώσσα λειτουργεί ως παραμορφωτικός καθρέφτης, το απότοκο της προσπάθειας δεν μπορεί να αποδώσει ούτε την εσωτερική πραγματικότητα, που έχει να κάνει με την αυτόνομη οντότητα, αλλά ούτε και την εξωτερική πραγματικότητα, που ορίζεται από τις σχέσεις με τους άλλους, την αλληλεπίδραση μεταξύ των ανθρώπων. Αυτό που, σε τελευταία ανάλυση, κάποιοι ονομάζουν ζωή θέλοντας να τη διακρίνουν από την απλή ύπαρξη.
…Και η ζωή να κυλάει φευγαλέα από την άκρη του ματιού σαν το δάκρυ που δραπετεύει ανεπίγνωστα μέσα στον ύπνο· και το πρωί γεννάει το ερώτημα: γιατί είναι υγρό το μαξιλάρι;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου