Την ταινία την είχαν δει μαζί μεσοβδόμαδα. Τα προσωπικά τους προγράμματα ήταν πάντα τόσο φορτωμένα, που μόνο ξεκλέβοντας με χίλια κόλπα δυο-τρεις ώρες μπορούσαν να τις ανταλλάξουν ως δώρο. Ο χρόνος όμως σ' εκείνες τις πολύτιμες στιγμές πύκνωνε, γινόταν σχεδόν στερεός και τότε χωρούσε εικοσιτετράωρα ολόκληρα, βδομάδες, μήνες, χρόνια, κόσμους και ζωές. Έτσι κι εκείνο το βράδυ μπόρεσαν να βρεθούν μαζί στη σκοτεινή αίθουσα του μικρού ποιοτικού συνοικιακού κινηματογράφου να δουν επιτέλους την ταινία που είχαν πια φοβηθεί ότι θα τη χάσουν. Από τις πρώτες σκηνές ένιωσαν βαθιά συγγένεια με το πρωταγωνιστικό ζευγάρι και βύθισαν την κοινή τους ύπαρξη στη μεγάλη οθόνη. Ήταν κι αυτοί ταξιδιώτες που περιφρονούσαν τους τουρίστες. Είχαν ξεκινήσει το ταξίδι τους στο άγνωστο με μοναδικές αποσκευές την αγάπη τους και τη ζωτική, ασίγαστη και αδιαπραγμάτευτη, ανάγκη της ανακάλυψης. Το ταξίδι στη σαγηνευτική και γεμάτη παγίδες έρημο ήταν ταυτόχρονα κι ένα ταξίδι οδυνηρό προς τα μέσα και μια πορεία επίμονη προς τα όρια της αντοχής της σχέσης τους. Το βλέμμα γέμιζε από πρωτοϊδωμένα τοπία, αλλά και από κοπιαστικά ανασκαμμένες λεπτομέρειες του είναι τους. Και το είναι αυτό δεν ήταν ατομικό, αλλά δυαδικό. Δεν υφίσταντο ούτε εκείνος ούτε εκείνη. Συν-υπήρχαν σε μια οντότητα που έπαιζε επικίνδυνα με τη φωτιά. Από τα μάτια τους η μια ψυχή έρρεε και συναντούσε την άλλη. Η συνεχώς ανανεούμενη επιθυμία για την ένωσή τους ήταν ισχυρή, απόλυτη, ολοκληρωτική, αν και ματαιωμένη από τη διαρκή ανησυχία του ανικανοποίητου. Ακόμα κι όταν το σώμα εκείνου λύγισε και υπέκυψε, η ψυχή του, που όλο ήθελε να φεύγει, επέζησε μέσα της. Έστω κι αν ένα άλλο, εξίσου γοητευτικό κι ίσως πιο μυστηριώδες στη σιωπή του, βλέμμα έκανε το πέρασμά του από τη ζωή της.
Εκείνη είχε πιει Τσάι στη Σαχάρα. Δυο φλιτζάνια, διαφορετικά σε γεύση…
Υπατία μου, φοβερό κείμενο. Είσαι όαση μέσα στον παραλογισμό του σήμερα. Καλημέρα
ΑπάντησηΔιαγραφήΕξαιρετικό Όλγα όπως όλα τα κείμενα σου
ΑπάντησηΔιαγραφή