Έκλεισε τις πόρτες και τα παράθυρα του εαυτού της. Το έβλεπε ότι ετοιμαζόταν να το σκάσει και φοβήθηκε την απουσία του. Ένιωθε μαύρη κουκίδα σε κόκκινο φόντο. Προσπάθησε να θυμηθεί τις τρεις διαστάσεις της. Το μυαλό της δούλευε στο ρελαντί, ίσα ίσα να μη σβήσει η μηχανή, αλλά οι στροφές του όλο και ελαττώνονταν. Η βούλησή της είχε λιποθυμήσει εξουθενωμένη. Κάπου εκεί, στα σκοτεινά, υπήρχε ακόμα η ψυχή της. Ήταν σχεδόν σίγουρη γι’ αυτό, γιατί ένιωθε. Έστω κι αν αυτό που ένιωθε ήταν το παγωμένο ρεύμα που διέτρεχε τα βάθη της, πάντως ένιωθε. Κάτι ήταν κι αυτό.
Άκουσε τον αέρα να σφυρίζει από τις χαραμάδες. Δεν ήταν όμως αέρας που έμπαινε, αλλά αέρας που έβγαινε ρουφηγμένος με βία από μια δίνη που την είχε περικυκλώσει. Κοίταξε κλεφτά έξω και είδε κάτι ανθρωπάκια στα γυάλινα κουτιά τους ν’ ανοιγοκλείνουν άηχα τα στόματά τους. Ξερνούσαν γυμνά ξερά κλαδιά και καδρόνια γεμάτα σκλήθρες και καρφιά. Κι αυτά μόνα τους στριφογύριζαν και μαστίγωναν τον αέρα. Τρομαγμένος αυτός όλο και τραβιόταν για να γλιτώσει και έφευγε. Έφευγε κυνηγημένος και άφηνε το αίμα του στο δέρμα της. Παγωμένο και πηχτό κάλυπτε τους πόρους της. Με μια αργή επίμονη εισβολή λεηλατούσε το οξυγόνο της καταδικάζοντάς την στο κενό.
Πάλευε να καθαρίσει το αίμα από πάνω της βλαστημώντας τον αέρα για τη φυγομαχία του και ξεχνώντας τα ανθρωπάκια που συνέχιζαν να ξερνοβολάνε. Το αίμα δεν έλεγε να φύγει. Πολλαπλασιαζόταν και την πλημμύριζε από μέσα κι απ’ έξω. Κι ο αέρας όλο έφευγε ρουφώντας μέσα στη δίνη του το λιγοστό της οξυγόνο. Και τ’ ανθρωπάκια μέσα απ’ τα γυάλινα κουτιά τους συνέχιζαν να φτύνουν, με ρυθμό πολυβόλου πια, καρφιά και αγκίθες και ξερά κλαδιά και καδρόνια.
Βουτηγμένη στην απελπισία και έχοντας αποδεχτεί του χαμού της το αναπόφευκτο, όρμησε κι άνοιξε διάπλατα τα πορτοπαράθυρά της. Λίγο φως, τουλάχιστον. Λίγο φως πριν απ’ το τέλος. Πρώτο χτύπημα. Βόγκηξε. Δεύτερο χτύπημα. Λύγησε το γόνατό της. Στο τρίτο άρπαξε το ξερό κλαδί που τη μάτωσε και χίμηξε πάνω στ’ ανθρωπάκια.
Τι εύκολα που έσπαζαν αυτά τ’ ανθρωπάκια! Σαν από φτηνό γυαλί. Σαν από φτενό κόντρα πλακέ. Ψεύτικα και κούφια.
Όσο τα έσπαζε, τόσο γέμιζε οξυγόνο τα πνευμόνια της. Όσο τα έσπαζε, τόσο ξεπλενόταν το αίμα. Καθώς ανεβοκατέβαζε το κλαδί, είδε στους κόμπους του μικρές πράσινες μυτούλες να της κλείνουν το μάτι της ζωής. Και άκουσε ανθρώπινες φωνές γύρω της που γελούσαν και τραγουδούσαν. Και ένιωσε ανθρώπινα χέρια που αγκάλιαζαν κι αγαπούσαν.
Και ξύπνησε.
Με τρόμαξες.
ΑπάντησηΔιαγραφήΌνειρο ήτανε (!?)
Αχ βρε Υπατία .Πόσος πόνος !
ΑπάντησηΔιαγραφήΜακάρι να ήταν όνειρο .
Σου κρατώ το χέρι σιωπηλά.Δεν μπορώ τίποτα περισσότερο ακόμα.
Ιπατία μου όνειρο και πραγματικότητα έχουν μπερδευτεί, έχει βαρύνει η ζωή μας πολύ. Πώς θα συνεχίσουμε όμως, πώς;
ΑπάντησηΔιαγραφήΝέα μέρα, νέα βδομάδα, ας προχωρήσουμε..
Σε φιλώ!
Αν μπορούμε να ανάγουμε την πραγματικότητα στον κόσμο του εφιάλτη, τότε θα πρέπει να μπορέσουμε να φέρουμε και το όνειρο στην πραγματικότητά μας.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλή σας εβδομάδα, κορίτσια!