Δυο παιδιά στην πρώτη τους εφηβεία μαλώνουν:
— Δεν σου δίνω τα λεφτά μου για παγωτό. Να πάρεις με τα δικά σου λεφτά. Κι αν δεν έχεις, δεν με νοιάζει. Όλη τη βδομάδα εγώ πληρώνω συνέχεια. Είναι άδικο. Δεν σου δίνω άλλα. Όλο λες ότι θα μου τα δώσεις πίσω κι όλο ζητάς κι άλλα. Άντε, το ’χεις βρει τώρα: επειδή κάνουμε λίγη παρέα, νομίζεις ότι θα πληρώνω πάντα εγώ. Βαρέθηκα. Δεν είμαι κορόιδο, ξέρεις. Εγώ δουλεύω για το χαρτζιλίκι μου και προσέχω πού το ξοδεύω. Να πας να δουλέψεις κι εσύ, να δεις τη γλύκα…
— Ναι, καλά. Εντάξει. Θυμάσαι όμως πέρσι που με χτύπησες με κείνο το καδρόνι; Είμαι πιο μικρός από σένα, κι όμως με χτύπησες και μ’ έστειλες για τρεις ολόκληρους μήνες στο νοσοκομείο. Όσον καιρό εσύ και οι άλλοι παίζατε και κάνατε τα μπάνια σας το καλοκαίρι, εγώ ήμουν ακίνητος στο κρεβάτι. Και όχι μόνο αυτό, αλλά και όταν ήμουν πεσμένος μες στα αίματα, βρήκες ευκαιρία και μου πήρες όλα μου τα λεφτά. Κι από πάνω, όταν έβγαλα το γύψο και χρειαζόμουν λεφτά, με βοήθησες τάχα βάζοντάς με να δουλέψω σκληρά στο εργοστάσιο του πατέρα σου για ψίχουλα. Δώσε μου λοιπόν κι εσύ αυτά που μου χρωστάς. Δώσε μου τα λεφτά για το νοσοκομείο και τα φάρμακα, δώσε μου το καλοκαίρι που έχασα, δώσε μου τα λεφτά που μου έκλεψες και μετά μίλα…
Η γιαγιά σταμάτησε το παραμύθι, χωρίς ν’ αποκαλύψει τις εθνικότητες των παιδιών. Όσοι όμως άκουγαν προσεκτικά την ιστορία της, εύκολα έκαναν την αναγωγή του αφηγηματικού στον πραγματικό χρόνο και κατάλαβαν ότι κανένα από τα δυο παιδιά δεν είχε δίκιο, γιατί και τα δύο είχαν αδικήσει.
Κάπως έτσι βλέπω τους ένθεν και ένθεν ισχυρισμούς περί τα οικονομικά αυτές τις τελευταίες μέρες στις ελληνο-γερμανικές σχέσεις. Η διαφορά έγκειται στο ότι οι μεν πρώτοι διατυπώνονται από επίσημα κυβερνητικά χείλη (Γερμανός υπουργός οικονομικών), ενώ η ελληνική ανταπάντηση αρθρώθηκε από επίσημους, βέβαια, μη κυβερνητικούς όμως φορείς.
Αυτό που με εξοργίζει στην ελληνική μεριά —αυτή που με αφορά, άλλωστε— είναι το γεγονός ότι η θέση αυτή διατυπώθηκε από εκ διαμέτρου αντίθετες πολιτικές πλευρές. Η μία πλευρά έχει τα χίλια δίκια με το μέρος της, αλλά, συνδέοντας την επανάληψη του δίκαιου αιτήματός της με τα όσα εξέφρασε ο (θρασύς) Γερμανός υπουργός, έκανε ένα διπλό σοβαρότατο σφάλμα. Από τη μια αποδυνάμωσε τη θέση της σ’ ένα επίπεδο συγκυριακού πάρε-δώσε. Η εδώ και δεκαετίες διατυπωμένη απαίτηση των αντιστασιακών οργανώσεων, για την αποπληρωμή εκ μέρους της Γερμανίας του υποχρεωτικού δανείου και την καταβολή αποζημιώσεων για τις καταστροφές που υπέστη η χώρα στη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής, είναι δίκαιη ιστορικά, δίκαιη καθεαυτήν (άλλωστε, άλλες χώρες έχουν ήδη αποζημιωθεί). Δεν μπορεί επομένως να συνδέεται με οποιαδήποτε “αγενή” γερμανική δήλωση σε κάποια τυχαία δύσκολη χρονική συγκυρία.
Από την άλλη, δόθηκε η ευκαιρία για καπήλευση του αιτήματος από έναν πολιτικό χώρο άκρως λαϊκίζοντα και πατριδοκάπηλο. Είναι αδιανόητο να βρίσκουν βήμα και να αιτούνται αποζημιώσεις από τους κατακτητές αυτοί που σ' εκείνα τα μαύρα χρόνια τόσο αγαστά (και, κυρίως, προσοδοφόρα) είχαν συνεργαστεί μαζί τους στην προσπάθεια καθυπόταξης του χειμαζόμενου και αντιστεκόμενου λαού. Θα μπορούσε να χαρακτηριστεί τραγικό ανέκδοτο η όλη υπόθεση, αν δεν κουβαλούσε τόση υποκρισία αλλά και τόσους κινδύνους για το παρόν και το μέλλον.
ΥΓ: Κατά τα άλλα και ανεξάρτητα από το παρελθόν —που έχουμε συχνά την τάση να προβάλλουμε ως άλλοθι για τις παρούσες αδυναμίες μας—, μάλλον είναι καιρός να στρωθούμε στο συμμάζεμα των δημόσιων οικονομικών, αλλά και στον εξορθολογισμό της ιδιωτικής μας οικονομικής συμπεριφοράς. Τα παιδιά μας έχουν δίκιο να είναι εξοργισμένα, αφού δεν ξεκινούν πια από το μηδέν, αλλά υπό το μηδέν όχι μόνο από κλιματολογική άποψη αλλά και από οικονομική.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου