Προχώρησα από την έξοδο του μετρό κι έστριψα αριστερά στο καλντερίμι της Διονυσίου Αρεοπαγίτου. Μεσοβδόμαδα πρωί κατά τις έντεκα και ο ήλιος είχε αρχίσει πια να καίει παρά το αυγουστιάτικο μελτέμι. Γύρω μου άνθρωποι κάθε ηλικίας απ’ όλα τα μέρη του κόσμου, με σκούρα γυαλιά, καπελάκι, ρουχισμό που υπάκουε πιο πολύ στην ανάγκη για δροσιά παρά στις επιταγές της αισθητικής και με το απαραίτητο μπουκαλάκι νερό ακολουθούσαν την ίδια κατεύθυνση με μένα.
Σε ελάχιστα μέτρα η φειδωλή σκιά των λιγοστών χαμηλών δέντρων διακόπηκε. Ένα μεγάλο άνοιγμα χώρου με ρουφάει προς τα κάτω, κι ας ήθελε το βλέμμα μου να μείνει κολλημένο ψηλά, εκεί, πάνω στον εμβληματικό βράχο. Οι αποχρώσεις του γκρι και του μαύρου με κυριεύουν, παρόλο που στη συνέχεια ανακαλύπτω στον περιβάλλοντα χώρο και το πράσινο του γκαζόν με μερικά κοντά δέντρα. Στρογγυλές τεράστιες κολόνες υψώνονται βαριές με χρώμα απροσδιόριστο –υπόλευκο ή γκρι; θα σε γελάσω. Αυτό που κυριαρχεί στο οπτικό μου πεδίο είναιτο σκούρο, σχεδόν μαύρο, χρώμα.
Το κτήριο φαντάζει στα μάτια μου σαν τεράστιο διαστημόπλοιο που ήρθε με επιθετικές διαθέσεις από το μέλλον για να προσγειωθεί σ’ αυτόν τον βίαια ανοιγμένο χώρο ανάμεσα στο σοφό παρελθόν και το ρευστό αλλά ζωντανό παρόν. Αλαζονικά παράταιρο αδυνατεί να ενσωματωθεί, αλλά αδιαφορεί παγερά γι’ αυτό. Το σκούρο γυαλί, που μοιάζει να καλύπτει τις πλευρές του, είναι στην πραγματικότητα το δομικό τους υλικό. Αποτελεί παραφωνία σ’ ένα χώρο που τον ενοποιούν στοιχεία με περισσότερο γνήσια γήινες καταβολές: τα τούβλα κι ο κισσός, ο γύψος και οι πλίνθοι στα γύρω καλαίσθητα κτήρια, οι ακανόνιστες πέτρες του λιθόστρωτου, τα βράχια που σκαρφαλώνουν ανάμεσα σε ξερόχορτα πάνω στο λόφο και τα καταπονημένα αλλά ανυποχώρητα μάρμαρα του ιερού βράχου. Μια μεταλλική γεύση πικρίζει το στόμα μου, αν και δεν διακρίνω μέταλλο στην κατασκευή. Πριν ακόμη κατέβω τα σκαλιά που οδηγούν στην είσοδο του κτηρίου, το αιχμηρό σχήμα του μου προκαλεί αμυντική διάθεση και τα μπράτσα μου κολλάνε ενστικτωδώς στο κορμί μου για να μη με γδάρουν οι γωνίες του.
Κάνω μια σύντομη στάση πάνω από τα ανασκαφικά ευρήματα που αινιγματικά με παρατηρούν μερικά μέτρα κάτω από τα πόδια μου. Είναι σαν να τα ακούω να παραπονιούνται, αλλά δεν εντοπίζω καμιά διευκρινιστική πινακίδα. Τους γυρίζω την πλάτη με το δυσάρεστο αίσθημα που με ταλανίζει κάθε φορά που προσπερνώ απαράκλητη έναν επίμονο μικροπωλητή. Λέω να ξορκίσω τις ενοχές μου αυτή τη φορά μ’ ένα «επιφυλάσσομαι» και προχωρώ.
Μετά το εκτυφλωτικό φως του εξωτερικού χώρου, η είσοδος μοιάζει σκοτεινή, αλλά δεν είναι. Τα μάτια γρήγορα προσαρμόζονται. Ωστόσο ο ηλεκτρονικός έλεγχος των χειραποσκευών και το πλήθος που με υπομονή στοιχίζεται στα ταμεία μού δίνουν την αίσθηση ότι μπαίνω σε αίθουσα αεροδρομίου. Το ίδιο συμβαίνει και όταν, έχοντας προνοήσει ήδη για το εισιτήριο, παρακάμπτω τις ουρές και υποχρεώνομαι να κατανοήσω σύντομα τον ηλεκτρονικό τρόπο επικύρωσης της εισόδου μου στον εκθεσιακό χώρο του μουσείου.
Τώρα πια νιώθω πραγματικά ότι βρίσκομαι στο νέο μουσείο της Ακρόπολης.
Σε ελάχιστα μέτρα η φειδωλή σκιά των λιγοστών χαμηλών δέντρων διακόπηκε. Ένα μεγάλο άνοιγμα χώρου με ρουφάει προς τα κάτω, κι ας ήθελε το βλέμμα μου να μείνει κολλημένο ψηλά, εκεί, πάνω στον εμβληματικό βράχο. Οι αποχρώσεις του γκρι και του μαύρου με κυριεύουν, παρόλο που στη συνέχεια ανακαλύπτω στον περιβάλλοντα χώρο και το πράσινο του γκαζόν με μερικά κοντά δέντρα. Στρογγυλές τεράστιες κολόνες υψώνονται βαριές με χρώμα απροσδιόριστο –υπόλευκο ή γκρι; θα σε γελάσω. Αυτό που κυριαρχεί στο οπτικό μου πεδίο είναιτο σκούρο, σχεδόν μαύρο, χρώμα.
Το κτήριο φαντάζει στα μάτια μου σαν τεράστιο διαστημόπλοιο που ήρθε με επιθετικές διαθέσεις από το μέλλον για να προσγειωθεί σ’ αυτόν τον βίαια ανοιγμένο χώρο ανάμεσα στο σοφό παρελθόν και το ρευστό αλλά ζωντανό παρόν. Αλαζονικά παράταιρο αδυνατεί να ενσωματωθεί, αλλά αδιαφορεί παγερά γι’ αυτό. Το σκούρο γυαλί, που μοιάζει να καλύπτει τις πλευρές του, είναι στην πραγματικότητα το δομικό τους υλικό. Αποτελεί παραφωνία σ’ ένα χώρο που τον ενοποιούν στοιχεία με περισσότερο γνήσια γήινες καταβολές: τα τούβλα κι ο κισσός, ο γύψος και οι πλίνθοι στα γύρω καλαίσθητα κτήρια, οι ακανόνιστες πέτρες του λιθόστρωτου, τα βράχια που σκαρφαλώνουν ανάμεσα σε ξερόχορτα πάνω στο λόφο και τα καταπονημένα αλλά ανυποχώρητα μάρμαρα του ιερού βράχου. Μια μεταλλική γεύση πικρίζει το στόμα μου, αν και δεν διακρίνω μέταλλο στην κατασκευή. Πριν ακόμη κατέβω τα σκαλιά που οδηγούν στην είσοδο του κτηρίου, το αιχμηρό σχήμα του μου προκαλεί αμυντική διάθεση και τα μπράτσα μου κολλάνε ενστικτωδώς στο κορμί μου για να μη με γδάρουν οι γωνίες του.
Κάνω μια σύντομη στάση πάνω από τα ανασκαφικά ευρήματα που αινιγματικά με παρατηρούν μερικά μέτρα κάτω από τα πόδια μου. Είναι σαν να τα ακούω να παραπονιούνται, αλλά δεν εντοπίζω καμιά διευκρινιστική πινακίδα. Τους γυρίζω την πλάτη με το δυσάρεστο αίσθημα που με ταλανίζει κάθε φορά που προσπερνώ απαράκλητη έναν επίμονο μικροπωλητή. Λέω να ξορκίσω τις ενοχές μου αυτή τη φορά μ’ ένα «επιφυλάσσομαι» και προχωρώ.
Μετά το εκτυφλωτικό φως του εξωτερικού χώρου, η είσοδος μοιάζει σκοτεινή, αλλά δεν είναι. Τα μάτια γρήγορα προσαρμόζονται. Ωστόσο ο ηλεκτρονικός έλεγχος των χειραποσκευών και το πλήθος που με υπομονή στοιχίζεται στα ταμεία μού δίνουν την αίσθηση ότι μπαίνω σε αίθουσα αεροδρομίου. Το ίδιο συμβαίνει και όταν, έχοντας προνοήσει ήδη για το εισιτήριο, παρακάμπτω τις ουρές και υποχρεώνομαι να κατανοήσω σύντομα τον ηλεκτρονικό τρόπο επικύρωσης της εισόδου μου στον εκθεσιακό χώρο του μουσείου.
Τώρα πια νιώθω πραγματικά ότι βρίσκομαι στο νέο μουσείο της Ακρόπολης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου