Όλα γύρω είναι τόσο φωτεινά, σχεδόν διάφανα, που δεν μπορώ να ξεχωρίσω χρώματα. Βρίσκομαι στον ουρανό. Όχι ακριβώς, αλλά πάντως πάρα πολύ ψηλά. Όχι σε κάποιο ψηλό κτήριο και ασφαλώς όχι μέσα σ’ αεροπλάνο. Είμαι στον αέρα. Είναι δύσκολο να πω με απόλυτη ακρίβεια πού τέλος πάντων βρίσκομαι, αφού αυτό το πού αλλάζει συνεχώς μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου.
Κινούμαι με μεγάλη ταχύτητα. Δεν πετάω. Πέφτω. Έχω απλώσει χαλαρό το σώμα μου μπρούμυτα στον αιθέρα με τα χέρια και τα πόδια ορθάνοιχτα σαν πεντάκορφο αστέρι, αλλά η κίνησή μου είναι κάθετη εφόρμηση. Διασχίζω τα στρώματα του αέρα το ένα μετά το άλλο. Νιώθω την πυκνότητά τους, αλλά και τα κενά ανάμεσά τους σε κάθε τετραγωνικό εκατοστό του δέρματός μου. Ανασαίνω τη φρεσκάδα τους και τα προσπερνώ ένα προς ένα σπεύδοντας να συναντήσω το επόμενο.
Η γη μεγαλώνει μπροστά στα μάτια μου κι αρχίζω να διακρίνω λεπτομέρειες. Δεν υπάρχει εκεί κάτω αστικός χώρος. Η απουσία ανθρώπινης ύπαρξης είναι παντελής. Η επιφάνεια του εδάφους, που πλησιάζει με διαυγή βραδύτητα αλλά και πολύ γρήγορα, κυματίζει νωχελικά ανάμεσα σε ακίνητες πεδιάδες, λιβάδια απείθαρχα και νωθρούς λόφους. Δεν διακρίνω πουθενά βράχους και τα βουνά υψώνονται γαλαζωπά πέρα μακριά στον ορίζοντα, σχεδόν στο ύψος των ματιών μου. Το βλέμμα μου ξεφυλλίζει με προσήλωση τα χρώματα που καθένα με τη σειρά του χειραφετείται από την ενιαία θολούρα που δεν τα άφηνε να ξεχωρίσουν. Με γραμμές άλλοτε αυστηρές κι άλλοτε ενδοτικές διαχωρίζεται το σκούρο καφετί, σχεδόν μαύρο του οργωμένου χώματος από το χλωρό πράσινο των νεαρών σπαρτών και το κουρασμένο κίτρινο που περιμένει τη σειρά του για το θερισμό. Πού και πού μικρές ή μεγάλες συστάδες δέντρων υποβάλλουν τις δικές τους προτάσεις σ’ όλες τις δυνατές αποχρώσεις του πράσινου, του κίτρινου, του καστανού, ακόμα και του κόκκινου. Ρουφάω διψασμένα το άρωμα του νοτισμένου χώματος, του φρέσκου φύλλου, του τριμμένου ξερόχορτου, του σκαλισμένου κορμού, της πρώτης πρωινής δροσιάς πάνω στα πέταλα των λιγοστών λουλουδιών.
Στο μεταξύ, εξακολουθώ να πέφτω. Κανένα σφίξιμο. Καμιά ανησυχία. Κανένας ίλιγγος. Ούτε καν αυτός που τόσο επιδιώκαμε παιδιά όταν γυρίζαμε σα σβούρα γύρω από το κέντρο του σύμπαντός μας, τον εαυτό μας. Ή τότε που μπαίναμε γεμάτοι από την προσδοκία του φόβου στα τρενάκια του λούνα παρκ λαχταρώντας τον ελεγχόμενο πανικό που μας προκαλούσε το κενό στο στομάχι στις ψηλές κι απότομες κατηφόρες.
Πέφτω. Αλλά δεν πέφτω από κάπου. Πέφτω προς κάπου. Υπάρχει διαφορά.
Πέφτω και δεν έχω το δυσάρεστο, σχεδόν αμήχανο συναίσθημα που δημιουργεί η προσπάθεια να στηριχτείς σ’ έναν τοίχο που τελικά δεν υπάρχει πίσω σου. Δεν έχω καν την ανεπαίσθητη σκοτοδίνη του ανθρώπου που λικνίζεται με την πλάτη προς τη φορά που κινείται το τρένο. Πέφτω απολαμβάνοντας την πτώση και τα δώρα της, σαν το πλούσιο ταξίδι του μεγάλου Αλεξανδρινού.
Πέφτω κι έχω συνάμα τη βαθιά επίγνωση του πότε και πώς θα τελειώσει αυτή η κίνηση. Θέλω ν’ απαλλάξω τον εαυτό μου από τα δυσάρεστα κι αποφασίζω ότι, μια και δεν υπάρχει κανένας λόγος να φοβάμαι προκαταβολικά, θα χορτάσω το εξαίσιο θέαμα και τη μοναδική αίσθηση. Μόνο στο τέλος, εκεί λίγα εκατοστά πριν αγγίξω την αγκαλιά του προορισμού μου, θα κλείσω τα μάτια. Και αυτό κάνω.
Την άλλη μέρα το πρωί με διαψεύδει το μαξιλάρι μου.
Κινούμαι με μεγάλη ταχύτητα. Δεν πετάω. Πέφτω. Έχω απλώσει χαλαρό το σώμα μου μπρούμυτα στον αιθέρα με τα χέρια και τα πόδια ορθάνοιχτα σαν πεντάκορφο αστέρι, αλλά η κίνησή μου είναι κάθετη εφόρμηση. Διασχίζω τα στρώματα του αέρα το ένα μετά το άλλο. Νιώθω την πυκνότητά τους, αλλά και τα κενά ανάμεσά τους σε κάθε τετραγωνικό εκατοστό του δέρματός μου. Ανασαίνω τη φρεσκάδα τους και τα προσπερνώ ένα προς ένα σπεύδοντας να συναντήσω το επόμενο.
Η γη μεγαλώνει μπροστά στα μάτια μου κι αρχίζω να διακρίνω λεπτομέρειες. Δεν υπάρχει εκεί κάτω αστικός χώρος. Η απουσία ανθρώπινης ύπαρξης είναι παντελής. Η επιφάνεια του εδάφους, που πλησιάζει με διαυγή βραδύτητα αλλά και πολύ γρήγορα, κυματίζει νωχελικά ανάμεσα σε ακίνητες πεδιάδες, λιβάδια απείθαρχα και νωθρούς λόφους. Δεν διακρίνω πουθενά βράχους και τα βουνά υψώνονται γαλαζωπά πέρα μακριά στον ορίζοντα, σχεδόν στο ύψος των ματιών μου. Το βλέμμα μου ξεφυλλίζει με προσήλωση τα χρώματα που καθένα με τη σειρά του χειραφετείται από την ενιαία θολούρα που δεν τα άφηνε να ξεχωρίσουν. Με γραμμές άλλοτε αυστηρές κι άλλοτε ενδοτικές διαχωρίζεται το σκούρο καφετί, σχεδόν μαύρο του οργωμένου χώματος από το χλωρό πράσινο των νεαρών σπαρτών και το κουρασμένο κίτρινο που περιμένει τη σειρά του για το θερισμό. Πού και πού μικρές ή μεγάλες συστάδες δέντρων υποβάλλουν τις δικές τους προτάσεις σ’ όλες τις δυνατές αποχρώσεις του πράσινου, του κίτρινου, του καστανού, ακόμα και του κόκκινου. Ρουφάω διψασμένα το άρωμα του νοτισμένου χώματος, του φρέσκου φύλλου, του τριμμένου ξερόχορτου, του σκαλισμένου κορμού, της πρώτης πρωινής δροσιάς πάνω στα πέταλα των λιγοστών λουλουδιών.
Στο μεταξύ, εξακολουθώ να πέφτω. Κανένα σφίξιμο. Καμιά ανησυχία. Κανένας ίλιγγος. Ούτε καν αυτός που τόσο επιδιώκαμε παιδιά όταν γυρίζαμε σα σβούρα γύρω από το κέντρο του σύμπαντός μας, τον εαυτό μας. Ή τότε που μπαίναμε γεμάτοι από την προσδοκία του φόβου στα τρενάκια του λούνα παρκ λαχταρώντας τον ελεγχόμενο πανικό που μας προκαλούσε το κενό στο στομάχι στις ψηλές κι απότομες κατηφόρες.
Πέφτω. Αλλά δεν πέφτω από κάπου. Πέφτω προς κάπου. Υπάρχει διαφορά.
Πέφτω και δεν έχω το δυσάρεστο, σχεδόν αμήχανο συναίσθημα που δημιουργεί η προσπάθεια να στηριχτείς σ’ έναν τοίχο που τελικά δεν υπάρχει πίσω σου. Δεν έχω καν την ανεπαίσθητη σκοτοδίνη του ανθρώπου που λικνίζεται με την πλάτη προς τη φορά που κινείται το τρένο. Πέφτω απολαμβάνοντας την πτώση και τα δώρα της, σαν το πλούσιο ταξίδι του μεγάλου Αλεξανδρινού.
Πέφτω κι έχω συνάμα τη βαθιά επίγνωση του πότε και πώς θα τελειώσει αυτή η κίνηση. Θέλω ν’ απαλλάξω τον εαυτό μου από τα δυσάρεστα κι αποφασίζω ότι, μια και δεν υπάρχει κανένας λόγος να φοβάμαι προκαταβολικά, θα χορτάσω το εξαίσιο θέαμα και τη μοναδική αίσθηση. Μόνο στο τέλος, εκεί λίγα εκατοστά πριν αγγίξω την αγκαλιά του προορισμού μου, θα κλείσω τα μάτια. Και αυτό κάνω.
Την άλλη μέρα το πρωί με διαψεύδει το μαξιλάρι μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου