Στη ζωή μας διαρκώς αναρωτιόμαστε, προβληματιζόμαστε, αναλύουμε, διερευνούμε και επινοούμε, σχεδιάζουμε και προγραμματίζουμε. Τις πιο πολλές φορές μάλιστα όλα αυτά έχουν ως αντικείμενο όχι μόνο τον εαυτό μας αλλά και τους άλλους ανθρώπους, γιατί επηρεάζουν με τρόπο άμεσο ή έμμεσο τη ζωή μας. Προσπαθούμε να κατανοήσουμε τις σκέψεις και τα συναισθήματά τους, τα κίνητρα και τους στόχους τους με απώτερο σκοπό να προβλέψουμε τις αντιδράσεις και τις πράξεις τους.
Το κάνουμε αυτό είτε στην καθημερινότητά μας με τα προβλήματά της είτε στη διάρκεια ενός παιχνιδιού (ποδόσφαιρο ή πινγκ πονγκ, κρυφτό ή σκάκι). Άλλωστε αυτός είναι και ένας βασικός ρόλος του παιχνιδιού: προετοιμάζει και εξασκεί για τον αγώνα της ζωής. Γι’ αυτό και το παιχνίδι εξακολουθεί να αποτελεί την ευκολότερη και αποτελεσματικότερη μέθοδο μάθησης.
Όταν καταφέρνουμε λοιπόν να μπούμε στο μυαλό του άλλου –ας πούμε του ποινικού απατεώνα ή του κοινωνικού αριβίστα–, γινόμαστε και ένα μαζί του; Το ότι μπορούμε καμιά φορά να μπούμε στη θέση του σημαίνει ότι ταυτιζόμαστε μ’ αυτόν, ότι είμαστε ίδιοι μ’ αυτόν; Η απάντηση εύκολα προκύπτει αρνητική, γιατί υπάρχει μια λεπτή αλλά ουσιαστική διαφορά ανάμεσα στο «σκέφτομαι και δρω με τον ίδιο τρόπο» και το «καταλαβαίνω πώς σκέφτεται και γιατί δρα έτσι ο άλλος». Η δυνατότητα κατανόησης της σκέψης και της συμπεριφοράς του άλλου καταδεικνύει ευφυΐα, πνευματική, συναισθηματική ή κοινωνική. Εξάλλου αυτό που ορίζει τελικά την ποιότητα της ηθικής δεν είναι η σκέψη ή η πρόθεση, αλλά η πράξη.
Υπάρχει όμως και ένα στάδιο που συχνά διαφεύγει της προσοχής μας. Είναι αυτό που μεσολαβεί ανάμεσα στη σκέψη και την πράξη. Μιλάω για κείνο το στάδιο στο οποίο παίρνουμε την τελική απόφαση για την όποια πράξη μας. Είναι η στιγμή κατά την οποία επιλέγουμε ποια ποιότητα ηθικής διεκδικούμε. Τότε βρισκόμαστε επί ξυρού ακμής για τα μικρά και μεγάλα «ναι» και «όχι» της ζωής μας. Εκεί συμπυκνώνεται η ανθρώπινη υπόστασή μας και η τραγικότητα των μικρών και μεγάλων διλημμάτων της.
Το κάνουμε αυτό είτε στην καθημερινότητά μας με τα προβλήματά της είτε στη διάρκεια ενός παιχνιδιού (ποδόσφαιρο ή πινγκ πονγκ, κρυφτό ή σκάκι). Άλλωστε αυτός είναι και ένας βασικός ρόλος του παιχνιδιού: προετοιμάζει και εξασκεί για τον αγώνα της ζωής. Γι’ αυτό και το παιχνίδι εξακολουθεί να αποτελεί την ευκολότερη και αποτελεσματικότερη μέθοδο μάθησης.
Όταν καταφέρνουμε λοιπόν να μπούμε στο μυαλό του άλλου –ας πούμε του ποινικού απατεώνα ή του κοινωνικού αριβίστα–, γινόμαστε και ένα μαζί του; Το ότι μπορούμε καμιά φορά να μπούμε στη θέση του σημαίνει ότι ταυτιζόμαστε μ’ αυτόν, ότι είμαστε ίδιοι μ’ αυτόν; Η απάντηση εύκολα προκύπτει αρνητική, γιατί υπάρχει μια λεπτή αλλά ουσιαστική διαφορά ανάμεσα στο «σκέφτομαι και δρω με τον ίδιο τρόπο» και το «καταλαβαίνω πώς σκέφτεται και γιατί δρα έτσι ο άλλος». Η δυνατότητα κατανόησης της σκέψης και της συμπεριφοράς του άλλου καταδεικνύει ευφυΐα, πνευματική, συναισθηματική ή κοινωνική. Εξάλλου αυτό που ορίζει τελικά την ποιότητα της ηθικής δεν είναι η σκέψη ή η πρόθεση, αλλά η πράξη.
Υπάρχει όμως και ένα στάδιο που συχνά διαφεύγει της προσοχής μας. Είναι αυτό που μεσολαβεί ανάμεσα στη σκέψη και την πράξη. Μιλάω για κείνο το στάδιο στο οποίο παίρνουμε την τελική απόφαση για την όποια πράξη μας. Είναι η στιγμή κατά την οποία επιλέγουμε ποια ποιότητα ηθικής διεκδικούμε. Τότε βρισκόμαστε επί ξυρού ακμής για τα μικρά και μεγάλα «ναι» και «όχι» της ζωής μας. Εκεί συμπυκνώνεται η ανθρώπινη υπόστασή μας και η τραγικότητα των μικρών και μεγάλων διλημμάτων της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου